Λέγαμε στο προηγούμενο σημείωμα ότι η ανάγκη του βιομηχανικού καπιταλισμού για συνεχή ανάπτυξη και συνεχείς αλλαγές των δομών της οικονομίας και της κοινωνίας οδήγησε σε πυκνούς, όλο και πυκνότερους, ρυθμούς εμφάνισης των κρίσεων• και ότι στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, τον καιρό της άνδρωσης του βιομηχανικού καπιταλισμού, η χρονική απόσταση από τη μια κρίση στην άλλη ήταν μικρότερη από τα δέκα χρόνια.

Κρίσεις λοιπόν κυκλικές, συχνές – δεν μπορούμε να πούμε επαναλαμβανόμενες γιατί ούτε τα ίδια χαρακτηριστικά είχαν όλες, ούτε τις ίδιες αιτίες• είτε ήταν η ύφεση είτε η μεγάλη παραγωγή, είτε η πτώση των τιμών, είτε η άνοδός τους. Με ένα κοινό γνώρισμα όμως• τους όρους των εξωτερικών ανταλλαγών – του εξωτερικού εμπορίου δηλαδή (εισαγωγές – εξαγωγές).

Αυτές οι κρίσεις για πρώτη φορά στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα άρχισαν να «εξάγονται» από την Ευρώπη, που ήταν η «πατρίδα» τους, αφού η Ευρώπη είναι η «πατρίδα» του βιομηχανικού καπιταλισμού. Χρειάστηκαν, φυσικά, να συμβούν σοβαρές αλλαγές και έξω από την Ευρώπη και να αρχίσει να αναπτύσσεται ο διεθνής ανταγωνισμός. Πρώτη χώρα που μπόρεσε να μπει σ’ αυτόν ήταν οι ΗΠΑ. Με ένα ευρύτατο σχέδιο κατασκευής σιδηροδρόμων και με απώθηση των ινδιάνικων πληθυσμών, αποδεκατισμένων, στα δυτικά γνώρισαν ιλιγγιώδη ανάπτυξη• κυρίως μέσω των τεράστιων φυτειών βαμβακιού και σιταριού που λόγω της φτηνής παραγωγής τους χάρη στην εργασία των σκλάβων, οι παραγόμενες ποσότητες πλημμύρισαν την Ευρώπη. Το βαμβάκι ήταν η κυριότερη πρώτη ύλη για τις υφαντουργίες και τα σιτηρά, εξασφάλιζαν τη διατροφή μεγάλου μέρους του πληθυσμού.

Την ίδια στιγμή στο παιχνίδι του ανταγωνισμού έμπαινε και η Ρωσία• και εδώ με την οργάνωση και εκτέλεση εκτεταμένου δικτύου σιδηροδρόμων και με ραγδαία ανάπτυξη της βιομηχανίας της και με παραγωγή μεγάλων ποσοτήτων άνθρακα, χυτοσίδηρου και ακαθάριστου βαμβακιού. Το επίπεδο ανάπτυξης της κοινωνίας όμως προχωρούσε με πολύ αργούς ρυθμούς όπως και η οργάνωση της εσωτερικής αγοράς.

Η Ελλάδα ήταν μια πολύ μικρή χώρα, πολύ νέο κράτος 50-80 ετών στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Μετά την απελευθέρωσή της από τους Οθωμανούς και παρά την προεπαναστατική συγκυριακή ανάπτυξη και της οικονομίας και της κοινωνίας του υπόδουλου και παροικιακού Ελληνισμού, η χώρα βρέθηκε σε ρυθμούς καθυστέρησης – το τμήμα του Ελληνισμού, άλλωστε, που απελευθερώθηκε και εντάχθηκε στο ελληνικό κράτος ήταν πολύ μικρό, γύρω στα 2 εκατομμύρια κάτοικοι στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.

Από τη δεκαετία του 1850 άρχισε μια ανάπτυξη στη ναυτιλία και το εμπόριο και έκαναν την εμφάνισή τους οι πρώτες μονάδες εργοστασιακής βιομηχανικής παραγωγής. Παράλληλα, το κράτος προχώρησε στις πρώτες επενδύσεις σε δημόσια έργα. Φυσικά, η κοινωνία, όπως και η παραγωγή δηλαδή, παρέμεναν απελπιστικά αγροτικές.

Θα ακολουθήσουν οι επενδύσεις του ομογενειακού και ευεργετικού κεφαλαίου – όλες σε έργα υποδομής (δρόμοι, σχολεία και πολιτισμός γενικότερα, νοσοκομεία) και αμέσως μετά οι κρατικές κυρίως με τις κυβερνήσεις Χαρίλαου Τρικούπη. Τα δημόσια έργα υποδομής αφορούσαν κυρίως τις μεταφορές, θαλάσσιες και στεριανές, όπως σε όλες τις χώρες του κόσμου.

Ως προς τα κεφάλαια, συνέβη αυτά τα χρόνια μια υπερσυσσώρευση κεφαλαίων που την ακολούθησε βέβαια η ανάγκη να επενδυθούν. Ο ευχερέστερος δρόμος ήταν γι’ αυτά να παραχωρηθούν ως δάνεια σε οικονομίες που βρίσκονταν σε δρόμο ανάπτυξης. Τέτοια ήταν η ελληνική.

Πράγματι, τα έργα είχαν μπει μπροστά και προχωρούσαν όλα μαζί και απαιτούσαν νέα κεφάλαια και νέα κεφάλαια. Δηλαδή νέα δάνεια• από μια Ευρώπη πρόθυμη να τα παραχωρεί.

Εν τω μεταξύ, η χώρα είχε εισέλθει σε παρατεταμένη ύφεση, γιατί την ώρα που προσαρτούνταν η Θεσσαλία, ο μεγάλος σιτοβολώνας η ευρωπαϊκή αγορά είχε κορεσθεί από φτηνό αμερικανικό σιτάρι – το ελληνικό δεν μπορούσε να βρει διέξοδο στο εξωτερικό. Μαζί η ζήτηση σταφίδας στο εξωτερικό μειωνόταν δραματικά γιατί ως πρώτη ύλη μπορούσε πια να αντικατασταθεί από τη ραγδαία αναπτυσσόμενη χημική βιομηχανία. Οι επιπτώσεις ήταν σοβαρές: το εμπορικό ισοζύγιο ανατράπηκε υπέρ των εισαγωγών ενώ ο πληθυσμός, κυρίως ο αγροτικός της Πελοποννήσου βρέθηκε σε ανεργία και φτώχεια.

Η υπερχρέωση της χώρας όμως ήταν ο κύριος λόγος για την κήρυξη της πτώχευσης του 1893 από τον ίδιο τον Χ. Τρικούπη, ως πρωθυπουργό. Ο εθνικιστικός πόλεμος του 1897 με την Τουρκία αποτελείωσε τη χώρα οικονομικά και ηθικά.

Σε αυτό το πλαίσιο εκδηλώθηκε η πρώτη ελληνική μετανάστευση, αγροτικού κυρίως πληθυσμού, προς την Αμερική που διαφημιζόταν ως η γη της ευδαιμονίας• στο τέλος του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα.

Οι οικονομικές επιπτώσεις της πτώχευσης αποδείχτηκαν περιορισμένες: όπως και στην Ευρώπη, έτσι και στην Ελλάδα, άρχιζε για το κεφάλαιο μια μπελ επόκ, ενώ ωρίμαζε μια νέα αστική τάξη.

Ο Βασίλης Κρεμμυδάς είναι ομότιμος καθηγητής

του Πανεπιστημίου Αθηνών