Η Φαμπιέν Πιέλ, 45 χρονών, είναι μια γυναίκα ζωηρή, ευφυής, δραστήρια. Στη συζήτηση περνάει με άνεση από το ένα θέμα στο άλλο ώσπου ξαφνικά διακόπτει και λέει στη διπλανή της:

«Μα το ραντεβού για το οποίο μιλάμε, ήταν χθες ή προχθές;». Λίγες στιγμές νωρίτερα, στη μέση μιας φράσης, είχε σταματήσει. «Αλήθεια, γιατί σας τα διηγούμαι όλα αυτά;» είχε ρωτήσει τον δημοσιογράφο που της έπαιρνε συνέντευξη.

Η Φαμπιέν Πιέλ πάσχει από Αλτσχάιμερ.

Μόνο στη Γαλλία, γράφει ο Βενσάν Ολιβιέ στο γαλλικό περιοδικό «Λ΄ Εξπρές», 30.000

«νέοι» όπως αυτή, δηλαδή άνθρωποι ηλικίας κάτω των 65 ετών, πάσχουν απ΄ αυτή την εκφυλιστική ασθένεια που καταστρέφει τον εγκέφαλο. Το βιβλίο της «Φοβάμαι να ξεχάσω» (εκδ. Μichel Lafon), στο οποίο αφηγείται με πολύ προσωπικό τρόπο την ιστορία και την αρρώστια της, το έγραψε εν μέρει και γι΄ αυτούς.

«Στην αρχή πίστεψα πως τρελαινόμουν», λέει η Φαμπιέν. Επειδή στην αρχή δεν καταλάβαινε τι συμβαίνει. Ήταν 37 χρονών και ώς τότε διαχειριζόταν θαυμάσια τη ζωή τηςτον σύζυγο, τα παιδιά, το καταφύγιο των ζώων, το εκτροφείο σκύλων… Ξαφνικά άρχισε να ξεχνάει ένα ραντεβού, έναν λογαριασμό, ένα εμβόλιο του σκύλου. Όταν άρχισε να ξεχνάει την κουζίνα αναμμένη και να πάρει την κόρη της από το σχολείο, συμβουλεύτηκε έναν γιατρό, ο οποίος της έδωσε Ρrozac, της πρότεινε να κάνει αξονική τομογραφία και μετά… έχασε τον φάκελό της.

Έτσι πέρασαν τρία χρόνια πριν διαγνωσθεί σωστά η νόσος. Η Φαμπιέν έχει να αντιμετωπίσει έναν εχθρό εξίσου επικίνδυνο και τρομερό με τον καρκίνο, από τον οποίο είχε προσβληθεί στα 29 της. Μια αρρώστια που την καθιστά «ισόβια φυλακισμένη». Και τα συμπτώματα επιδεινώνονται. Κάνει ντους και βγαίνει γεμάτη σαπουνάδες. Πάει να αγοράσει παπούτσια και ξεχνάει να τα βγάλει, με αποτέλεσμα να χτυπάει ο συναγερμός όταν πάει να βγει από το κατάστημα. Ένα απόγευμα περιφερόταν σ΄ ένα πάρκινγκ αναζητώντας το αυτοκίνητό της. Όταν ζήτησε βοήθεια από τον φύλακα, εκείνος νόμισε ότι τον κοροϊδεύει…

Όμως η Φαμπιέν είναι αγωνίστρια. Πολεμάει το Αλτσχάιμερ κολλώντας σημειώματα στο ψυγείο και τους τοίχους του σπιτιού, ασκώντας τη μνήμη της, δημιουργώντας μια ένωση για τους ασθενείς της ηλικίας της, τη «Ζωή χωρίς λήθη». Το βιβλίο της το έγραφε κάθε μέρα, επί δέκα μήνες. Έγραφε για «τα κομμάτια που χάνονται στο κεφάλι μου και πρέπει να τα ξαναβρώ», για την απάντηση που της έρχεται την επομένη, σε μια ερώτηση που της έγινε την παραμονή. «Δυσκολεύομαι να παραμείνω συγκεντρωμένη για περισσότερο από μία ώρα, ακόμη και απέναντι σ΄ ένα μόνο πρόσωπο». Κι όταν θέλει κανείς να της ζητήσει κάτι, καλύτερα είναι να το κάνει με e-mail. «Αν μου το ζητήσει από το τηλέφωνο, θα το ξεχάσω», λέει χαμογελώντας.