Στις τελευταίες μέρες της προεκλογικής εκστρατείας αυτού του φθινοπώρου, για

τις εκλογές της 7ης Νοεμβρίου για το Κογκρέσο, οι Ρεπουμπλικάνοι έχουν στραφεί

σε ένα αναπάντεχο θέμα: την οικονομία. Ο πρόεδρος Μπους μίλησε την περασμένη

εβδομάδα για την ευημερία του έθνους, επιμένοντας ότι «μία ισχυρή οικονομία

πρόκειται να αποβεί πλεονέκτημα για τους υποψηφίους μας».

Και γιατί όχι; Ο δείκτης Dow Jones βρίσκεται στα ύψη. Η ανεργία βρίσκεται σε

χαμηλά επίπεδα. Ο πληθωρισμός έχει δαμαστεί. Οι τιμές των καυσίμων πέφτουν.

Και η συνολική οικονομία αναπτύσσεται σταθερά. Εάν οι Αμερικανοί προβαίνουν σε

αυτό που οι πολιτικοί επιστήμονες αποκαλούν «αναδρομική ψήφο» (όπως τη

χαρακτήρισε αξιομνημόνευτα ο πρόεδρος Ρόναλντ Ρέιγκαν, θέτοντας το διάσημο

ερώτημά του: «Είστε πιο καλά στα οικονομικά σας σήμερα απ’ ό,τι ήσασταν πριν

από τέσσερα χρόνια;»), τότε κανείς θα πίστευε ότι η σημερινή κυβέρνηση

πορεύεται ολοταχώς προς τον θρίαμβο.

Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα στον συλλογισμό αυτό: παρ’ όλες τις ευχάριστες

κουβέντες και τους ευνοϊκούς αριθμούς, οι ψηφοφόροι δεν είναι καθόλου ευτυχείς

με την οικονομία. Παρ’ ότι είναι λίγο πιο θετικοί τις τελευταίες εβδομάδες,

παραμένουν έντονα δυσαρεστημένοι – και προτιμούν κατά πολύ τους Δημοκρατικούς

στα οικονομικά θέματα.

Πολλοί παρατηρητές έχουν αποδώσει την ανυπαρξία αιτιώδους σχέσης ανάμεσα στις

οικονομικές επιδόσεις της κυβέρνησης και στις εκλογικές της επιδόσεις, στον

πόλεμο στο Ιράκ. Η δυσαρέσκεια για τον πόλεμο, αναφέρουν, χρωματίζει την άποψη

που έχουν οι ψηφοφόροι για την οικονομία. Ωστόσο, μία παρόμοια ανυπαρξία

τέτοιας αιτιώδους σχέσης σημειώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’90, όταν οι

ψηφοφόροι επίσης ένιωθαν πολύ πιο αρνητικοί για τις οικονομικές συνθήκες απ’

ό,τι θα δικαιολογούσαν οι αριθμοί. Τότε, όπως και τώρα, συμβατικοί οικονομικοί

δείκτες δεν έμοιαζαν να εκφράζουν τις βασικές ανησυχίες των ψηφοφόρων – την

αίσθησή τους ότι οι δουλειές τους, η ασφαλιστική τους κάλυψη, οι συντάξεις και

το οικογενειακό εισόδημα κινδυνεύουν.

Αυτό βοηθάει να εξηγηθεί γιατί οι Αμερικανοί είναι τόσο δυσαρεστημένοι με την

τρέχουσα οικονομική κατάσταση. Βλέπουν τα συνολικά οφέλη, αλλά δεν πιστεύουν

ότι τα οφέλη αυτά έχουν μεταφραστεί σε μεγαλύτερη ασφάλεια για τις οικογένειές

τους και ανησυχούν για το ρίσκο – είτε πρόκειται για την απώλεια μιας

δουλειάς, για απρόσμενα ιατρικά έξοδα είτε άλλα προβλήματα.

Μέσα στο κλίμα αυτό, το να καυχώνται οι Ρεπουμπλικάνοι για την οικονομία,

μπορεί να τους κάνει να εμφανιστούν όχι σαν να είναι σωτήρες, αλλά σαν να

είναι εκτός τόπου και χρόνου – ακριβώς όπως φαίνεται να είναι η κυβέρνηση

Μπους όσον αφορά το άλλο κυρίαρχο θέμα της προεκλογικής εκστρατείας, τον

πόλεμο στο Ιράκ. Ακριβώς όπως τα γεγονότα στο Ιράκ υποσκάπτουν τις επίσημες

διαβεβαιώσεις για τον πόλεμο, έτσι και οι αγωνιώδεις οικονομικές συζητήσεις

στα αμερικανικά νοικοκυριά βοηθούν να εξηγήσουν γιατί οι Ρεπουμπλικάνοι

κερδίζουν τόσο λίγο από τα οικονομικά στοιχεία – στοιχεία που κάποτε θα

έμοιαζαν με εισιτήρια για τη νίκη.

Ο Τζέικομπ Σ. Χάκερ είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ