H απεμπόληση της ευκαιρίας του Ελσίνκι το 2004 αποτελεί το βαρύτερο – ώς

σήμερα – λάθος της κυβέρνησης Καραμανλή. Ωστόσο, η διαμόρφωση των προϋποθέσεων

για ένα «νέο Ελσίνκι» δεν είναι ούτε εύκολη υπόθεση ούτε αυτονόητη – πλέον –

δυνατότητα.

Ένα «νέο Ελσίνκι» δεν σκοντάφτει μόνον στο γεγονός ότι η Τουρκία δεν βρίσκεται

πια υπό την πίεση συγκεκριμένου και δεσμευτικού χρονοδιαγράμματος, όπως τότε.

Έχουν αλλάξει επίσης – έκτοτε – πολλά από τα δεδομένα που εξανάγκαζαν την

Τουρκία να προσέλθει στη Χάγη.

Πρώτη αλλαγή είναι η κρίση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που αδυνατίζει ακόμα

περισσότερο την, ούτως ή άλλως αναιμική, κοινή εξωτερική πολιτική.

Δεύτερον, η μεταβολή – επί το επιφυλακτικότερον – της ευρωπαϊκής στάσης έναντι

της προοπτικής πλήρους ένταξης της Τουρκίας, άρα και η υποβάθμιση των κινήτρων

εμπλοκής και άσκησης πίεσης.

Τρίτον, η όξυνση της κρίσης προσανατολισμού της Τουρκίας, που μεταβάλλεται σε

κρίση εξουσίας μπροστά στην πρόκληση της προσαρμογής στο ευρωπαϊκό κεκτημένο.

Τέταρτον, η ανάδειξη από τις ΗΠΑ νέων ρυθμίσεων στη μείζονα περιοχή NA

Ευρώπης, Καυκάσου, M. Ανατολής.

Όλες αυτές οι αλλαγές καθιστούν ακόμα πιο πολύπλοκες και ιδιαίτερα ρευστές τις

συνθήκες, άρα τις ευκαιρίες, τις δυνατότητες αλλά και τους κινδύνους τυχόν

πρωτοβουλιών για ανάλογες διευθετήσεις.

Επομένως, η αναζήτηση των ευκαιριών ενός «νέου Ελσίνκι» επιβάλλει τη διαρκή

μέριμνα στη διατήρηση μιας ισχυρής αποτρεπτικής δύναμης της Ελλάδας, μια

ενεργή και «επιθετική» διπλωματία και μια «αποδαιμονοποίηση» της λογικής

κατάληξης μιας συνδυαστικά επιτυχούς πολιτικής, που πρέπει να είναι η Χάγη.

Σε αυτό το πλαίσιο, οι λεονταρισμοί του κ. Μεϊμαράκη εναντίον του κ.

Στεφανόπουλου ανήκουν περισσότερο στη σφαίρα των χαρακτηρισμών του συναδέλφου

του κ. Κεφαλογιάννη, παρά συνιστούν πρόταση πολιτικής για την Ελλάδα.

Ο Πέτρος Ευθυμίου είναι βουλευτής B’ Αθηνών του ΠΑΣΟΚ.