Δύο από τους βομβιστές της Βρετανίας, ο Ρίτσαρντ Ράιντ και ο Μουκτάρ Σαΐντ

Ιμπραήμ, προσηλυτίστηκαν ή επανα-προσηλυτίστηκαν στο Ισλάμ μέσα στις φυλακές.

Πρόκειται φυσικά για έναν πολύ μικρό αριθμό. Όπως έχουμε όμως ήδη δει, δεν

χρειάζεται μεγάλος αριθμός τέτοιων ανθρώπων για να απλωθεί η μυρωδιά του

θανάτου επάνω από τη Βρετανία. Και οι φυλακές της χώρας ευνοούν τον

πολλαπλασιασμό τους.

Καταρχήν, ο αριθμός των μουσουλμάνων κρατουμένων έχει αυξηθεί τα τελευταία 15

χρόνια κατά 600%, φτάνοντας σήμερα τους 4.000. Κατά δεύτερον, ο προσηλυτισμός

στο Ισλάμ είναι πολύ διαδεδομένος στις φυλακές. Στην πραγματικότητα, με βάση

τα θρησκευτικά βιβλία που κυκλοφορούν μέσα σε αυτές, ένας παρατηρητής εύκολα

θα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η Βρετανία είναι περισσότερο ισλαμική παρά

χριστιανική χώρα. Τρίτον, οι κρατούμενοι ως ομάδα είναι επιρρεπείς στον

θρησκευτικό προσηλυτισμό. Το έγκλημα είναι «παιχνίδι» των νέων, και οι

περισσότεροι εγκληματίες το απαρνούνται το αργότερο μέχρι τα 40. Οι

περισσότεροι αλλάζουν ζωή αυθόρμητα, χωρίς την έξωθεν επιρροή. Ορισμένοι όμως,

συχνά οι περισσότερο ευφυείς και σκεπτόμενοι, αναζητούν ένα άλλοθι για να το

κάνουν. Αυτό ακριβώς το άλλοθι τους προσφέρει η θρησκεία. Προσχωρώντας στο

Ισλάμ, οι κρατούμενοι σκοτώνουν με έναν σμπάρο δυο τρυγόνια: επιβάλλουν στον

εαυτό τους όρια χωρίς εντούτοις να νιώθουν ότι δέχθηκαν άνευ όρων τις

απαιτήσεις της κοινωνίας.

Όμως το σπίρτο που βάζει φωτιά σε αυτό το εύφλεκτο μείγμα είναι μια γενική

αίσθηση του κρατουμένου πως είναι θύμα της κοινωνικής αδικίας. Μεγάλο μέρος

του θρησκευτικού φανατισμού οφείλεται στον άνισο καταμερισμό των υλικών

αγαθών. Ο πολιτικο-θρησκευτικός φανατισμός που φοβόμαστε, και δικαίως, δεν

είναι προϊόν μόνο του Ισλάμ, αλλά ενός αμαλγάματος του Ισλάμ με την

κοινωνιολογική θεωρία, που θέλει τις προσωπικές αποτυχίες να οφείλονται

αποκλειστικά στους άλλους, στην κοινωνία. Για όλους αυτούς τους λόγους, οι

βρετανικές φυλακές αποτελούν ιδιαίτερα εύφορο έδαφος για την καλλιέργεια

βομβιστών αυτοκτονίας.

Ο Theodore Dalrymple εργαζόταν μέχρι πρόσφατα ως γιατρός σε βρετανικό

σωφρονιστικό ίδρυμα