Η ηλεκτρονική (οπτική και ηχητική) παρακολούθηση προσώπων εκ μέρους κρατικών

Αρχών έχει λάβει τις τελευταίες δεκαετίες σοβαρές διαστάσεις στον χώρο αφενός

της πρόληψης και της καταστολής «σοβαρών εγκλημάτων», αφετέρου της εν γένει

διασφάλισης της δημόσιας τάξης και ειρήνης.

H εν λόγω ενέργεια, ως θεσμοθετημένη (κατ’ αρχάς) «ειδική ανακριτική πράξη»

για την καταπολέμηση μιας σειράς εγκλημάτων, αντιμετωπίζει, δικαιολογημένα

δριμεία κριτική. H έλλειψη σαφήνειας και πληρότητας των σχετικών ρυθμίσεων δεν

συνάδει προς την επέμβαση που συνεπάγεται η πράξη αυτή στα δικαιώματα της

ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και της ιδιωτικής ζωής, καθώς και σε

ιδιαίτερες εκφάνσεις τους. Το δικαιοκρατικό αυτό έλλειμμα καταδεικνύεται ακόμη

περισσότερο στην περίπτωση της αποκαλούμενης προληπτικής (ή διοικητικής)

παρακολούθησης με μαζικό χαρακτήρα, περαιτέρω δε και της καταγραφής των

συμβάντων.

Το σχετικό εγχείρημα θα κείται εκτός της συνταγματικής μας τάξης, αν δεν

αποτελέσει το προϊόν μιας ουσιαστικής νομικής στάθμισης και δεν θεμελιωθεί σε

ρητή διάταξη νόμου που να προβλέπει λεπτομερώς τις προϋποθέσεις και τις

διατυπώσεις ενέργειας μιας τέτοιου είδους επέμβασης.

Τα ερωτήματα στα οποία οφείλει ο νομοθέτης να απαντήσει άπτονται κυρίως της

έντασης, της έκτασης και διάρκειας της εν λόγω παρακολούθησης, των αγαθών

τρίτων προσώπων που αναπότρεπτα θίγονται κατά τη διενέργεια στης σχετικής

πράξης, του δικαστικού ελέγχου και εποπτείας καθώς και της περαιτέρω

διατήρησης και αξιοποίησης του συγκεντρωθέντος υλικού, εν όψει της ανάγκης

προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

Ο Βασίλης Αλεξανδρής είναι δικηγόρος.