Η ευρωπαϊκή απόφαση του Ελσίνκι παραμένει ισχυρό διπλωματικό εργαλείο για την

ελληνική κυβέρνηση, καθώς προβλέπει την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας και

χωρίς λύση του Κυπριακού. Η διάκριση της ένταξης από την επίλυση είναι

ακρογωνιαίος λίθος της εθνικής πολιτικής, μεγάλη διπλωματική επιτυχία και δεν

πρέπει να υπονομευθεί.

Η αίτηση ένταξης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση έγινε για να κατοχυρωθεί και

ενισχυθεί περισσότερο η διεθνώς αναγνωρισμένη Δημοκρατία της Κύπρου και όχι

για να επιλυθεί το Κυπριακό. Το Ελσίνκι ήταν το αποτέλεσμα μιας μακράς

διπλωματικής αναζήτησης κοινών θέσεων της Ελλάδας με τους εταίρους της. Ας μην

ξεχνάμε ότι το 1995 η Ελλάδα συμφώνησε στην Τελωνειακή Ένωση Ε.Ε. – Τουρκίας

μόνον εφ’ όσον, και αυτό έγινε, όλοι οι εταίροι θα συμφωνούσαν στην έναρξη των

ενταξιακών διαπραγματεύσεων Ε.Ε. – Κύπρου.

Αλλά ούτε πρέπει και να ξεχνάμε τη συμφωνία Κρανιδιώτη – Χόλμπρουκ, την οποία

και οι δύο πλευρές συνεχίζουν να τιμούν. Επομένως, άλλο ζήτημα είναι ένταξη

της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και άλλο ζήτημα είναι επίλυση

του Κυπριακού. Σε Αθήνα και Λευκωσία υπάρχει συναίνεση στο ότι η ένταξη της

Κύπρου στην Ε.Ε. δεν είναι αυτοσκοπός! Εάν η διαδικασία ένταξης στην Ε.Ε. δεν

γίνει με πλήρη σεβασμό στην απόφαση του Ελσίνκι και αντίθετα επιχειρηθεί να

συνοδευθεί με «όρους», με τη μορφή «σχεδίου του γ.γ. του ΟΗΕ», για

διευθετήσεις του Κυπριακού που είτε καταλύουν τη διεθνώς αναγνωρισμένη

Δημοκρατία της Κύπρου είτε παρακάμπτουν το κοινοτικό κεκτημένο και δεν

επιλύουν την ουσία του προβλήματος, δεν είναι δυνατόν να γίνουν αποδεκτές και

το Ελληνικό Κοινοβούλιο δεν πρόκειται να επικυρώσει την ένταξη νέων μελών στην

Ε.Ε.

Η Λευκωσία κατέβαλε κάθε προσπάθεια για την επίλυση του Κυπριακού. Από το

ενιαίο κράτος προχώρησε στον γενναίο συμβιβασμό ενός ομοσπονδιακού, διζωνικού,

δικοινοτικού κράτους. Πάντα, όμως, με τον όρο ότι η λύση θα προνοεί ένα

κράτος, δηλαδή μία κυριαρχία, μία ιθαγένεια, μία λειτουργική κεντρική εξουσία,

που θα προκύπτει από καθολικές εκλογές ολόκληρου του λαού της Κύπρου και δεν

θα υπόκειται στο εκλογικό βέτο των εθνικών κοινοτήτων.

Σε αυτό το πλαίσιο, η κεντρική εκτελεστική εξουσία (πρόεδρος ή πρωθυπουργός)

δεν μπορεί να είναι εναλλασσόμενη, όπως πράγματι θα μπορούσε να είναι ένας

χωρίς εξουσίες πολιτειακός παράγοντας. Μετά 28 χρόνια, η απόσταση που χωρίζει

τα δύο μέρη εξακολουθεί να είναι το ίδιο μεγάλη. Στο εδαφικό δεν έχει υπάρξει

κανένας σαφής χάρτης. Γι’ αυτό οι λεπτομέρειες των σχεδίων λύσης συνιστούν

πλέον και την ουσία της επίλυσης του Κυπριακού. Με το υπαρκτό χάσμα στα

θεμελιώδη ζητήματα, η συζήτηση για τις λεπτομέρειες είτε είναι χωρίς

ουσιαστική σημασία (απλώς συντήρηση του διαλόγου) είτε επιχειρεί de facto

λύσεις στα ουσιαστικά ζητήματα. Το Κυπριακό όμως χρειάζεται πλέον καθαρές

λύσεις, όπου τα μέρη θα δεσμευτούν με σαφήνεια για τις υποχρεώσεις και τα

δικαιώματά τους.

Η απόφαση της Κοπεγχάγης για ένταξη της Κύπρου δεν σημαίνει το τέλος των

διαπραγματεύσεων για τη λύση του Κυπριακού, αντίθετα αυτές θα αποκτήσουν νέα

δυναμική, καθώς ακόμη περισσότερο θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη το κοινοτικό

κεκτημένο. Με δεδομένη τη συνεχιζόμενη ενταξιακή πορεία της Τουρκίας στην

Ε.Ε., την οποία στηρίζει η Ελλάδα, η προοπτική επίλυσης του Κυπριακού μετά την

ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας παραμένει ισχυρή.

Ο Στέλιος Αλειφαντής είναι διευθυντής του Κέντρου Ανάλυσης Διεθνών

Συγκρούσεων του Ιδρύματος Μεσογειακών Μελετών.