ΗΤΑΝ ΤΕΛΕΙΩΣ ΑΥΤΟΝΟΗΤΟ ΝΑ ΤΟΝ ΛΗΣΜΟΝΗΣΟΥΜΕ.
ΣΧΕΔΟΝ ΜΟΙΡΑΙΟ
Μια ζωή ζώντας στο περιθώριο, στις παρυφές της αστικής, της μικροαστικής και της λαϊκής γειτονιάς, θαμώνας ο ίδιος των καπηλειών, των σκοτεινών στενών, των αφώτιστων στον Πειραιά, στο Πέραμα, στο Γκάζι παρέα με τους παρίες, τους αποσυνάγωγους, τους «ξεχασμένους» και από τον Θεό, χάθηκε κι αυτός μέσα στην καρβουνόσκονη της ταβέρνας-καρβουνιάρικο, στα νυχτερινά άσυλα των αστέγων, στα μαγειρεία των εργένηδων, μέσα στο πριονίδι των ξυλουργείων, στα ρινίσματα των σιδηρουργών, στα λάδια των μηχανουργείων, στα νεκροταφεία αυτοκινήτων στην οδό Θηβών, στις μάντρες με τα παλιοσίδερα, τις αζήτητες γκαζιέρες, τα ξεκοιλιασμένα ψυγεία πάγου, τα ξύλινα ραδιόφωνα Τελεφούνκεν με το ντουλαπάκι για τους δίσκους 78 στροφών, τη μυρωδιά του μούστου, τις νωχελικές γάτες των προσφυγικών και τα ψωριάρικα σκυλιά των χασάπικων. Τον λησμονήσαμε πενήντα χρόνια μετά τον θάνατό του, τον ηθογράφο των λούμπεν, τον αλητογράφο της λογοτεχνίας μας. Τον Δημοσθένη Βουτυρά.

Πράγματι, πέθανε την ίδια χρονιά με τον τιμώμενο φέτος, και δικαίως, Καραγάτση. Ο Βουτυράς απεδήμησε πλήρης ημερών (1872- 1958) σε σχέση με την πρόωρη αποδημία του Καραγάτση, αλλά είχαν αρκετά παράλληλα. Ο Καραγάτσης στα κύρια έργα του επικέντρωσε τη μελέτη ηθών στη μεγαλοαστική μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή Αθήνα, παρ΄ όλα αυτά για να φωτίσει καλύτερα τον κόσμο της συχνά, και με οίστρο ακρίβειας και συμπάθειας, παρενέβαλε ήθη, χαρακτήρες και τύπους των λαϊκών στρωμάτων και μιας αυθεντικότερης αίσθησης και βίωσης.

Είναι λίγα τα έργα του Καραγάτση που συναντούν τον μικρόκοσμο που αποκλειστικά απασχόλησε

Οι αντι-ήρωες του Βουτυρά είναι άνθρωποι απελπισμένοι, αποδιωγμένοι, εξόριστοι μέσα στον κοινωνικό ιστό

την πένα του Βουτυρά, αλλά είναι εξίσου διεισδυτικά στον ψυχισμό και την «ηθική» των περιθωριακών ανθρώπων. Θυμίζω, για να συνεννοηθούμε, το αριστουργηματικό διήγημα του Καραγάτση «Ο άνθρωπος με το φλεμόνι», την τολμηρή για την εποχή της «Μεγαλοβδομάδα ενός πρεζάκια» και τα έξοχα πορτρέτα ανθρώπων του λούμπεν προλεταριάτου στο «10»: πόρνες, μικροαπατεώνες, χαπάκηδες, άβουλοι και «χαμένα κορμιά».

Ο Βουτυράς ήταν έμμονος και συστηματικά μονότονος στην επιλογή του περιβάλλοντος που επέλεξε ήδη από το 1901 (με τον «Λαγκά») να αναλύσει και να «αγιογραφήσει».

Δεν είναι μόνος σ΄ αυτή τη λογοτεχνική σχολή, ούτε την εφηύρε. Η «αλητογραφία» (και έχω εκτενώς αναφερθεί σ΄ αυτό το λογοτεχνικό φαινόμενο στο θέατρο), υπήρξε μόδα για πολλά χρόνια στη Μεσευρώπη, αλλά και στον Βορρά, χωρίς να αγνοηθεί και η ευδοκίμησή της στην Αμερική. Σ΄ αυτή την τελευταία, τα έργα του Στάινμπεκ («Σταφύλια της οργής» «Άνθρωποι και ποντίκια» «Τορτίλα φλατ»), του Σαρόγιαν, ακόμη και ο αμερικανικός «βυθός» του Ο΄ Νιλ στο «Παγοπώλης έρχεται», απηχούσαν και την κρίση στον αγρότη προλετάριο και το κραχ του χρηματιστηρίου και την ποτοαπαγόρευση. Θυμηθείτε μονάχα πως ο Τσάπλιν δοξάστηκε ως αλήτης και οι πικρότερες κωμωδίες του (αφήνω τον «Αλητάκο»!) είχαν θέμα τα νυχτερινά άσυλα αστέγων, τα συσσίτια ανέργων και τα φιλόπτωχα των εκκλησιών.

Στην Ευρώπη, η μόδα κωδικοποιήθηκε με τα έργα του Χάμσουν («Πείνα» «Ένας αλήτης παίζει σουρντίνα»), του Γκόρκι βέβαια («Βυθός»), του Παναΐτ Ιστράτι («Η κυρά Κυραλίνα»), του Μπερτολάτσι με τον ιταλικό «Βυθό» των δημόσιων ασύλων («Το δικό μας Μιλάνο»), όλα αυτά ως απόηχοι του γαλλικού και του γερμανικού νατουραλισμού (Ζολά, Βέντεκιντ, Χάουπτμαν, Τόλερ) και εξακτινώσεις στο μέλλον με τον ιταλικό νεορεαλισμό του Βισκόντι, του Φελίνι, του Ντε Σίκα (ο άλλος «Βυθός» του «Θαύματος στο Μιλάνο»), ακόμη και του Παζολίνι και των λαϊκών κωμωδιών του Κομεντσίνι κ.λπ.

Στη χώρα μας ο Παρορίτης, ο Πέτρος Πικρός, ο Κώστας Μάκιστος, ο Κατηφόρης, ο Παπαδήμας, ο Μπαστιάς, αλλά και ο μεταπολεμικός Τσιφόρος έως την «Αυλή» του Καμπανέλλη και τους ντοστογιεφσκικούς μπαρόβιους του Κώστα Χατζηαργύρη, η αλητογραφία και η ηθογραφία των βαρναλικών «Μοιραίων» έδωσε έξοχα δείγματα.

Αλλά ο Βουτυράς είναι ο καθολικός και αυθεντικός, ο αποκλειστικά ληξίαρχος του ελληνικού λούμπεν προλεταριάτου. Οι αντι-ήρωες του Βουτυρά είναι άνθρωποι απελπισμένοι, αποδιωγμένοι, εξόριστοι μέσα στον κοινωνικό ιστό, σαν να έχουν πιαστεί μύγες στον ιστό της αράχνης, παραιτημένοι, άβουλοι, απροσάρμοστοι, αναρχικοί, χωρίς αιτία και χωρίς ουτοπία, επαναστατημένοι χωρίς όραμα, ανέστιοι, απόκεντροι, ρατέδες, ρεμάλια, ρετάλια, ράκη, τρωγλοδύτες και πολύ συχνά χολερικοί, εκδικητικοί, φθονεροί, απάνθρωποι και ψυχροί απέναντι στα πάθη και στα τραύματα του διπλανού τους.

Ο «Βυθός» του Βουτυρά είναι οι γειτονιές του Πειραιά (ο Πειραιάς ήταν για τον Βουτυρά ό,τι η Σκιάθος για τον Παπαδιαμάντη, η Αλεξάνδρεια για τον Καβάφη, η Θεσσαλονίκη για τον Πεντζίκη, η Χαλκίδα για τον Γιάννη Σκαρίμπα, τα Γιάννενα για τον Δημήτρη Χατζή), τα πορνεία, οι ταβέρνες, τα οινομαγειρεία, οι ταρσανάδες, τα φτηνά ξενοδοχεία των απόμαχων και ξέμπαρκων ναυτικών, τα διανυχτερεύοντα καφενεία και τα πατάρια των εργαστηρίων με τον γλόμπο μυγοφτυσμένο και να κρέμεται σαν άντερο η αντιμυγική κολλητική ταινία με το ρετσίνι γεμάτη πτώματα από μύγες ετών!

Οι περισσότεροι άνθρωποι του Βουτυρά είναι ατίθασα και συνάμα ξεροκέφαλα αλλά και πατημένοι κοριοί όντα, μουλωχτοί, κρυψίνοες, ύπουλοι, «ασβοί» (έτσι τους έλεγε η γιαγιά μου), σαλιγκάρια, χελώνες και αχινοί, σκαντζόχοιροι για να μπορούν να καταφεύγουν στα κελύφη τους και στα καύκαλά τους, αλλά και γλοιώδεις, σαν σελάχια, εύστροφοι σαν αστρίτες με ακαριαίο στην αντίδραση δηλητήριο και άλλοι χαμαιλέοντες, χαλιά να τους πατήσεις, ηθικές κουρελούδες. Ανθρωποζωολογία. Πώς αλλιώς, όταν η κοινωνία μοιάζει με ζούγκλα και ο μόνος νόμος είναι η επιβίωση και η επικράτηση του ισχυρού. Ως δάσκαλος υπήρξα τυχερός, αφού μπόρεσα να αλιεύσω, σε μιαν εποχή που άλλου είδους εξάρσεις, μόδες και επιταγές καθόριζαν τα γούστα και τους πνευματικούς άξονες της νεολαίας, έστω μια νεανική ψυχή προς τον διηγηματογράφο Βουτυρά.

Δεν θα το ανέφερα, αφού θα εκλαμβανόταν σαν επηρμένη πράξη προβολής, αν δεν είχε καταγραφεί ως οφειλή από τον αλιευθέντα. Ανέλυσα κάποτε σε σχολική τάξη, παραπέμποντας σ΄ όλη την εξέλιξη της ευρωπαϊκής αλητογραφίας, λίγο μετά τη μεταπολίτευση, το αριστουργηματικό «Παραρλάμα» του Βουτυρά. Μίλησα ήδη από τότε πόση σιωπή έχει σκεπάσει την προσφορά του και για να ερεθίσω εκείνον τον ένα (που πάντα υπάρχει και σε φερμάρει), είπα πως ένα ωραίο χόμπι θα ήταν να βρει κανείς στα παλαιοβιβλιοπωλεία στο Μοναστηράκι τις σκονισμένες, κακοτυπωμένες, άθλια συρραμμένες συλλογές διηγημάτων του Βουτυρά.

Ένα παιδί τότε φανατικό για γράμματα τσίμπησε. Έγινε συλλέκτης των δυσεύρετων συλλογών του συγγραφέα των «Αλανιάρηδων», του «Παπά ειδωλολάτρη», του «Θρήνου των βοδιών», των «Τρικυμιών», του «Αργού ξημερώματος» κ.λπ. Το 1958 και το 1960 εκδόθηκαν δύο τόμοι αντίστοιχα με τα «Άπαντά» του. Ποια άπαντα, αφού ήταν επιλογή! Τα προλόγιζαν αντίστοιχα ο Βαρίκας και ο Κατηφόρης.

Ώσπου εμφανίστηκε ως εκδότης και επιμελητής, χωρίς δραχμή επιχορήγηση, το φανατικό παιδί για γράμματα, που σας έλεγα. Ο Βάσιας Τσοκόπουλος με σπουδές στην Κοινωνιολογία και την Οικονομία, συγγραφέας πολύτιμων βιβλίων για τον βιομηχανικό «παρελθόντα» Πειραιά. Εξέδωσε έως τώρα πέντε πολυσέλιδους τόμους με τα πραγματικά «Άπαντα» του Βουτυρά και έχει έτοιμο τον έκτο τόμο.

Κάνω έκκληση μαζί με άλλους αξιόλογους μελετητές της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, έστω επ΄ ευκαιρία της αγνοημένης επετείου του θανάτου του για την τιμή έστω του συναξαριού των αμαρτωλών που αγιογράφησε, να βρεθεί μια χορηγία για να μειώσει λίγο τις ενοχές του επισήμου κράτους για την περιθωριοποίηση του έργου που μνημείωσε το περιθώριο!