Θυμάστε το «Βlack Αngel» των Ρόλινγκ Στόουνς; Η Άντζελα Ντέιβις έγινε τραγούδι, έγινε μπλουζάκι, όμως παραμένει μια από τις λίγες φυσιογνωμίες πρώτης γραμμής των κινημάτων του ΄60 και του ΄70 στις ΗΠΑ που διασώθηκαν πολιτικά και προσωπικά- κάτι που δεν συνέβη λ.χ. με τον Έλντριτζ Κλίβερ… Αυτή η μαχητική φεμινίστρια, η εμβληματική φυσιογνωμία του κινήματος της Μαύρης Υπερηφάνειας που γνώρισε το 1970 την εμπειρία της φυλακής και δέκα χρόνια αργότερα υπήρξε υποψήφια του Κ.Κ. για την αντιπροεδρία (1980, 1984), αυτή η μαθήτρια του Μαρκούζε που σπούδασε Φιλοσοφία και Λογοτεχνία, είναι σήμερα 64 χρόνων και παραμένει ενεργή τόσο ως ερευνήτρια όσο και ως ακτιβίστρια. Με το ίδιο θρασύ άφρο μαλλί που πάντα την ξεχώριζε, διδάσκει (από το 1991) Ιστορία της Συνείδησης στο Πανεπιστήμιο της Σάντα Κρουζ στην Καλιφόρνια, και παράλληλα αγωνίζεται καταγγέλλοντας τον ρόλο του αμερικανικού σωφρονιστικού οικοδομήματος στην αναπαραγωγή της πολιτικής καταπίεσης. Αυτό είναι και το θέμα του πλέον πρόσφατου βιβλίου της Δημοκρατία χωρίς δεσμά- Αμερικανική αυτοκρατορία,φυλακές και η ανεκπλήρωτη κατάργηση της δουλείας (εκδ. Άγρα) που μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά με πρόλογο, σημειώσεις και εξαίρετη μετάφραση του Κώστα Ράπτη. Ένα βιβλίο αποκαλυπτικό για τον λανθάνοντα ρατσισμό που καλλιεργούν οι δημοκρατίες μας.

Ένα βιβλίο που θα διαψεύσει όσους θεωρούσαν την Ντέιβις ξεπερασμένη. Πράγματι, την είχαμε διαβάσει στη δεκαετία του ΄80 με τα: Αν αυτοί έρθουν την αυγή (Νέα Σύνορα, 1982), Γυναίκες,φυλή,τάξη (Σύγχρονη Εποχή, 1984), Γυναίκες,κουλτούρα και πολιτική (Καστανιώτης, 1991), κι έπειτα τίποτα. Ωστόσο τότε ακριβώς είχε αρχίσει να ενοχλεί πραγματικά το σύστημα, ως δημόσια διανοούμενη. Εδώ λοιπόν, συζητά με τον Εντουάρντο Μεντιέτα του Πανεπιστημίου Stony Βrook για το πλέγμα των πρακτικών βίας που στηρίζουνόπως αποδεικνύει- τους αμερικανικούς μηχανισμούς εξουσίας στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό, διαιωνίζοντας τις δομές του ρατσισμού. Μπορεί να βλέπουμε μαύρους όπως ο Κόλιν Πάουελ ή η Κοντολίζα Ράις στην καρδιά των κυβερνητικών μηχανισμών, αλλά αυτό «δεν συνεπάγεται κάποια πρόοδο για όλη την κοινότητα των μαύρων», επισημαίνει η Ντέιβις. Και εξηγεί ότι η πολυπολιτισμικότητα που διαφημίζεται ως συνώνυμη με τον αντιρατσισμό, δεν συνεπάγεται αναγκαστικά φυλετική δικαιοσύνη. Η πρόκληση του 21ου αιώνα λοιπόν «δεν είναι η διεκδίκηση ίσων ευκαιριών συμμετοχής στον μηχανισμό της καταπίεσης, παρά είναι ο εντοπισμός και η εξάρθρωση εκείνων των δομών οι οποίες καθορίζουν ποιος θα πάει φυλακή και ποιος όχι, ποιος θα φοιτήσει στο πανεπιστήμιο, ποιος θα έχει υγειονομική κάλυψη και ποιος όχι…».

Στις 9 Μαΐου 1970,όταν ο πόλεμος του Βιετνάμ ήταν στο απόγειό του, πραγματοποιήθηκε η μεγαλύτερη φοιτητική κινητοποίηση στην αμερικανική ιστορία. Τέσσερα εκατομμύρια φοιτητές κήρυξαν αποχή σε 900 πανεπιστημιακά ιδρύματα και 100.000 συμμετείχαν σε μια ταραχώδη αντιπολεμική διαδήλωση στην Ουάσιγκτον. Η Άντζελα Ντέιβις πρωτοστατούσε εκείνη την εποχή στην προσπάθεια να συσχετιστεί ο αγώνας ενάντια στον φασισμό στο εξωτερικό, με τον αγώνα ενάντια στην οικονομική και πολιτική καταπίεση των εγχρώμων και των φτωχών στο εσωτερικό. Ποια διδάγματα θα μπορούσε άραγε να αντλήσει κανείς από εκείνα τα κινήματα για τη σημερινή πάλη για την ειρήνη και την κοινωνική δικαιοσύνη; Η Ντέιβις δεν καταφεύγει στη λαϊκίστικη ρητορεία προκειμένου να απαντήσει, ούτε κρύβεται. Δεν έχει τον κυνισμό των πρώην αγωνιστών, και ο ρομαντισμός της είναι προσγειωμένος. Όπως και σε ολόκληρο το βιβλίο, η σοβαρότητά της πείθει. «Το πεδίο στο οποίο καλούμαστε να οργανωθούμε σήμερα, είναι πολύ διαφορετικό απ΄ ό,τι πριν από 30 χρόνια», τονίζει. «Πάντοτε πίστευα ότι οι διαδηλώσεις είχαν το νόημα να καταδηλώνουν τη δυνητική ισχύ των κινημάτων». Όμως στις μέρες μας «έχουμε την τάση να θεωρούμε ότι η διαδικασία τού να καθιστάς το κίνημα ορατό, αποτελεί και την ουσία του ίδιου του κινήματος». Ενώ το ζητούμενο είναι να δημιουργηθούν τέτοιες συλλογικότητες «που να μην εξατμίζονται μπροστά στην εφόρμηση της καθημερινής ρουτίνας». Το δίδαγμα που αντλεί λοιπόν από το ΄60 και το ΄70 είναι να ενθαρρύνει τους ανθρώπους «να πειραματιστούν». «Ο καλύτερος τρόπος για να υπολογίσουμε τι μπορεί να είναι αποτελεσματικό, είναι απλώς να το κάνουμε, ασχέτως των λαθών που μπορεί να διαπραχθούν. Στην πραγματικότητα, τα λάθη μάς βοηθούν να δημιουργήσουμε νέες μορφές οργάνωσης που να συνασπίζουν τους ανθρώπους».

Η σημασία αυτού του βιβλίου είναι πολλαπλή. Ιδιαίτερα τώρα που με την υποψηφιότητα του Μπάρακ Ομπάμα για το προεδρικό χρίσμα φάνηκε ότι αξιοποιείται η «race card» σε μια προεκλογική διαμάχη που υποτίθεται ότι θα επιβεβαίωνε το οριστικό ξεπέρασμα των ρατσιστικών προκαταλήψεων. Αυτό επαληθεύει- όπως σημειώνει ο Κ. Ράπτης- τις παρατηρήσεις της Ντέιβις. Αλλά και οι ειδικότερες επισημάνσεις της, για την κατάχρηση του εγκλεισμού ατόμων από φυλετικές μειονότητες (2 εκατ. κρατούμενοι στις ΗΠΑ κατά το 70% έγχρωμοι), για τη θανατική ποινή ως κληροδότημα της δουλείας, για την κανονικοποίηση των βασανιστηρίων, την εκμετάλλευση της εργασίας των φυλακισμένων ή τις δυσκολίες της επανένταξής τους, φωτίζουν τις θεσμοθετημένες μορφές ρατσισμού στις φιλελεύθερες δημοκρατίες· και θέτουν σοβαρά ερωτήματα για το πώς αντιμετωπίζονται οι κοινωνικές δυσλειτουργίες που προκαλούν η φτώχεια, η έλλειψη στέγης ή η απουσία ευκαιριών. Κάτι που σχετίζεται με την τύχη που επιφυλάσσει και το ελληνικό σύστημα στους πρόσφυγες… Δυστυχώς.