ΗΤΑΝ ΝΟΜΙΖΩ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΟΥ
2003, ΟΤΑΝ ΕΙΔΑ ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΩΣ ΤΟΤΕ
ΔΕΝ ΕΙΧΑ ΑΝΤΙΛΗΦΘΕΙ ΝΑ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ,
ΜΑΛΙΣΤΑ ΣΕ ΤΕΤΟΙΟ ΒΑΘΜΟ:
ΠΟΛΛΑ ΠΑΙΔΙΑ, ΠΗΓΑΙΝΟΝΤΑΣ
ΔΙΑΚΟΠΕΣ, ΦΟΡΟΥΣΑΝ Τ-SΗΙRΤS ΜΕ
ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΗΜΑΙΑ. ΠΟΙΑ
ΕΞΟΙΚΕΙΩΣΗ ΠΡΟΫΠΕΘΕΤΕ ΑΥΤΗ Η
ΕΠΙΛΟΓΗ;
Παρά την εδραιωμένη αντίληψη για την άδικη μεταχείριση της χώρας από τους «Μεγάλους», παρά την αντίληψη για τα εθνικά δίκαια που οι «Ξένοι» δεν καταλάβαιναν, παρά τον αναμφισβήτητο πατριωτισμό των κατοίκων αυτής της χώρας, όταν οι συνθήκες το επέβαλαν, η ελληνική σημαία ποτέ δεν είχε γίνει «ποπ»· ποτέ δεν είχε σηματοδοτήσει τίποτε άλλο, έξω από τις επιβεβλημένες εκδηλώσεις της συμβατικής επετειακής υπερηφάνειας. Για ορισμένα μάλιστα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας συνέβαινε μάλλον το αντίθετο. Τι μπορούσε λοιπόν να κρύβει το γεγονός ότι κάποια νέα παιδιά την επέλεγαν για να συνοδέψει την ανεμελιά του καλοκαιριού τους;

Αναλογιζόμενος κανείς τους χρόνους εκείνους, μπορεί να θυμηθεί ορισμένα πράγματα που θα μπορούσαν να αποκωδικοποιήσουν τη μαγική εικόνα: οι διακρίσεις σε αθλητικούς ή μουσικούς αγώνες, η «χώρα- εργοτάξιο», η πανστρατιά του «έθνους» για το πολυπόθητο γέρας των Ολυμπιακών Αγώνων. Μια αισιοδοξία, λοιπόν. Και βέβαια, το γενικότερο πλαίσιο: η ψευδαίσθηση που καλλιεργούσαν συστηματικά οι σοσιαλιστικές μας κυβερνήσεις ότι η Ελλάδα επιτέλους νοικοκυρεύεται, ότι «επιτέλους» μπορεί να μην είναι πια η Ψωροκώσταινα των πατεράδων μας. Η Ελλάδα λοιπόν· μια ιδέα ξανά, στη γενικότητα της οποίας ο καθένας θα μπορούσε να βρει τη δική του θέση. Το καπιταλιστικό ολυμπιακό όραμα των εκσυγχρο νιστών του Σημίτη και της Αγγελοπούλου μπορούσε να επηρεάσει καταλυτικά το φαντασιακό, να διαχυθεί και να γίνει το ενωτικό όραμα της κοινής πατρίδας· το ιμπεριαλιστικό όραμα των βιομηχάνων που εξαπλώνονταν στα ερημωμένα Βαλκάνια ή αλλού για εξεύρεση φτηνού εργατικού δυναμικού (στυγνή εκμετάλλευση το λέγαμε κάποτε, όταν αφορούσε το δικό μας προλεταριάτο) μπορούσε να συμβάλει στην υπερηφάνεια της κοινότητας· η διάκριση στους διεθνείς αθλητικούς διαγωνισμούς, «επί ίσοις όροις», μπορούσε να τονώσει το συλλογικό φαντασιακό.

Δηλώνουν κάτι όλα αυτά; Νομίζω ναι. Δηλώνουν την κορύφωση ενός νέου πατριωτισμού, θα τολμούσα να πω ενός νέου εθνικισμού, ο οποίος, επιθετικός και διεκδικητικός, ερχόταν να διαφοροποιηθεί από τον παλιό αμυντικό εθνικισμό: η χώρα δεν θα ήταν πια στη γωνία. Ο Έλληνας δεν θα ήταν πια ο ψωμοζήτης μετανάστης (αντίθετα: οι μετανάστες ήταν εδώ), μπορούσε πλέον να περηφανεύεται όχι μόνο για την καταγωγή του, αλλά και για το παρόν του- και φυσικά για το μέλλον του. Μια μετατόπιση του συναισθήματος έμοιαζε να αλλάζει τη στάση μας απέναντι στην πατρίδακαι φυσικά στο σύμβολό της, τη σημαία. Έμοιαζε ο συνεκτικός δεσμός να ξαναβρίσκεται, η υπερηφάνεια να βρίσκει τον τόπο της.

Αλλά πρέπει επίσης να μη λησμονούμε και μιαν άλλη παράμετρο της τελευταίας εικοσαετίας: την όξυνση του εθνικισμού, με κύρια έκφραση την αντιμετώπιση των μεταναστών και τις κρατικές πολιτικές στο «Σκοπιανό». Από τα καθόλου δευτερεύοντα παράγωγα της συγκυρίας, θυμίζω πρώτα εκείνο το ωραίο σύνθημα που ακούγαμε με διάφορες ευκαιρίες στους δρόμους της φιλόξενης χώρας μας: «Δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ…» κι ύστερα εκείνη τη φοβερή φράση της συμπαθητικής αθλήτριας την ώρα του κρεσέντο της νίκης: «Η πρωτιά είναι στο DΝΑ του Έλληνα!».

Μπορεί λοιπόν κατ΄ επίφασιν ο νέος εθνικισμός να αντικατέστησε την κακομοιριά με την υπερηφάνεια, αλλά η ουσία δεν άλλαξε. Η «εθνική μας μοναξιά» του Μητροπάνου και το «έθνος ανάδελφον» του Σαρτζετάκη έγιναν ένα με το πρόσωπο εκείνου του νεαρού της διαφήμισης μιας εταιρείας κινητής τηλεφωνίας, που έλεγε διψαλέος: «Θέλω να τα έχω όλα»…