Αν υπάρχει κάτι που φοβίζει τους ανθρώπους είναι να ονοματίσουν αυτό που τους συμβαίνει. Γιατί όταν κάτι έχει όνομα, αποκτά αυτομάτως υπόσταση και, επομένως, δεν είναι δυνατό να αγνοηθεί. Οι ήρωες του μυθιστορήματος της Αλεξάνδρας Κ* με τον αινιγματικό τίτλο Πώς φιλιούνται οι αχινοί (Πατάκης, 2017) είναι εξασκημένοι σε αυτό. Πάνω τους βαραίνει μια πόλη που καίγεται από την καλοκαιρινή ζέστη και ταυτόχρονα μια ανείπωτη για τον καθένα τους προσωπική ιστορία. Και ενώ αυτά τα ίδια πρόσωπα φλέγονται εσωτερικά από την επιθυμία να μιλήσουν και να ακουστούν, η σιωπή βρίσκει τον τρόπο να τους επιβληθεί για να σκεπάσει όσα δεν πρέπει να δουν το αθηναϊκό φως. Κι εδώ ακριβώς οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ένα εύρημα της συγγραφέως. Ενώ πλάθει μυθιστορηματικά τις ιστορίες των ηρώων της ισχυρότερες από αυτούς, σαν να άγονται και φέρονται από ζωές που δεν τους ανήκουν, ξένοι προς αυτές, παρατηρητές τους, κάνει μια τομή που μόνο τρυφερότητα προδίδει: με τον θάνατό τους αποκαλύπτει την πραγματική τους ιστορία, την ανθρώπινη, και την αφήνει να εννοείται στις σελίδες του βιβλίου απροστάτευτη και διάφανη.

Στο μυθιστορηματικό σύμπαν της Αλεξάνδρας Κ* κυκλοφορούν πλάσματα μοναδικά. Ακυρωμένα από το ίδιο το περιβάλλον που τα δημιούργησε, περιφέρονται σε μια πόλη που τα αγνοεί επιδεικτικά, σε «μια χώρα που στενεύει μέρα τη μέρα και τα πετά απ’ έξω». Εξόριστα από την ίδια τους τη ζωή, επινοούν για τους εαυτούς τους καθωσπρέπει προσωπεία προκειμένου να επιβιώσουν. Αφόρητο βάρος και ανεξάντλητο αδιέξοδο να ζεις τη ζωή ενός άλλου. Το αίσθημα της ενοχής, που σηματοδοτεί τις ανθρώπινες σχέσεις και εκθέτει την παθογένεια της ελληνικής οικογένειας, η οδυνηρή υπενθύμιση μιας υποτιθέμενης –οικειοθελούς και ταυτόχρονα αζήτητης –θυσίας, ορίζει το πλαίσιο της αγωνιώδους προσπάθειας των ηρώων να δραπετεύσουν από έναν προορισμό που δεν επέλεξαν.

Ωστόσο, τα πρόσωπα του βιβλίου δεν υποκύπτουν. Επιζητούν την ομορφιά χωρίς να πτοούνται από την ασχήμια της πόλης, την ηδονή έξω από θεωρητικά σχήματα, την ανόθευτη αγάπη που ρέει αποκλειστικά από την ανθρώπινη φλέβα και την άφεση της μοναδικής αμαρτίας που έχουν διαπράξει: να θάψουν επιμελώς τον εαυτό τους.

Η Αλεξάνδρα Κ* κάνει το πέρασμά της από το παιδικό βιβλίο στη λογοτεχνία ενηλίκων με τρόπο πραγματικά «μυθιστορηματικό», αφήνοντας ένα σαφές λογοτεχνικό αποτύπωμα, του οποίου η εξέλιξη σε επόμενα βιβλία θα πρέπει να αποτελεί προσωπικό της αίτημα και στόχο. Ο τρόπος με τον οποίο η συγγραφέας παρατηρεί τα πράγματα προδίδει σπουδή στην ανθρώπινη φύση μέσα από ένα βλέμμα ευφυές, που παρηγορεί την αλήθεια και την κάνει να φαίνεται κανονική. Η ανοίκεια εικόνα δύο αχινών που φιλιούνται λειτουργεί παραβολικά, καθώς η Αλεξάνδρα Κ* επιτυγχάνει να μετατρέψει τα άλογα στοιχεία σε απολύτως λειτουργικά με τρόπο που δεν διασπούν την αφηγηματική ενότητα του κειμένου, αλλά, αντίθετα, συνθέτουν μια νέας υφής οργάνωσή της.

Το προσόν του μυθιστορήματος δεν είναι τόσο η πρωτοτυπία του, αλλά κυρίως η αυθεντικότητά του. Η αφηγηματική του δύναμη βρίσκεται στην ικανότητα της συγγραφέως όχι να εφεύρει κάτι καινούργιο, αλλά να προσδιορίσει και να μορφοποιήσει κάτι που υπάρχει ανάγκη να γίνει ορατό. Αυτό το «κατεπείγον της ποίησης» που επικαλούνται οι ήρωες του βιβλίου αποδεικνύεται κατεπείγον και για την ίδια τη συγγραφέα, η οποία πρώτη καταδύεται στα βάθη που αντέχει ώστε να ανασύρει στην επιφάνεια εαυτόν και αλλήλους.

Ολα τα παραπάνω η Αλεξάνδρα Κ* δεν θα μπορούσε να τα συνθέσει χωρίς αυτό το σπουδαίο εργαλείο που λέγεται γλώσσα. Μια γλώσσα σύγχρονη, καθημερινή, έντονη, εξόχως ποιητική, προκλητική, παλλόμενη, παρηγορητική, «μια γλώσσα εν στύσει» κατά μία διατύπωση του Νάσου Βαγενά. Και δεν υπάρχει καθαρότερη απόδειξη γι’ αυτό από τον τρόπο με τον οποίο αποδίδει τις ερωτικές συνευρέσεις των ηρώων της. Χάρη στη δημιουργική της δύναμη, δεν προδίδει το κείμενό της διολισθαίνοντας στην πορνογραφία για χάρη μιας ρεαλιστικής αποτύπωσης, δεν προδίδει όμως ούτε τους ήρωές της, επιδιώκοντας να τους δώσει ένα δυσκολεμένο άλλοθι. Με λίγα λόγια, δεν επιθυμεί να τους σώσει. Επιθυμεί απλώς να τους απελευθερώσει.

Το Πώς φιλιούνται οι αχινοί παραμένει, παρά τα όσα μας αποκαλύπτει η ανάγνωσή του, ένα αίνιγμα ώς το τέλος. Κυρίως για το φιλί του τίτλου και τις συνδηλώσεις του: για την εγγύτητα, την αυτοπροστασία, την τρυφερότητα και τα λεπτά, εύθραυστα, κελυφώδη, όριά τους.

Αλεξάνδρα Κ*

Πώς φιλιούνταιοι αχινοί

Εκδ. Πατάκη, 2017,

σελ. 264

Τιμή: 12,20 ευρώ