Την άνοιξη του 2017 εκδόθηκε στη Νέα Υόρκη, από τον Simon & Schuster, μια ακυκλοφόρητη συλλογή διηγημάτων του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ, του συγγραφέα του «Μεγάλου Γκάτσμπι», που πέθανε το 1940 σε ηλικία μόλις 44 ετών. Την έκδοση, που έχει τον τίτλο «Θα πέθαινα για σένα και άλλα χαμένα διηγήματα», επιμελήθηκε η μελετήτρια του έργου του Αν Μάργκαρετ Ντάνιελ. Πρόκειται για διηγήματα που γράφτηκαν τη δεκαετία του ’30, όταν ο Φιτζέραλντ υπέφερε από φυματίωση, αλκοολισμό και έπρεπε να συμβάλει στην πληρωμή ακριβών νοσηλίων σε σανατόρια για τη σύζυγό του Ζέλντα. Τα διηγήματα μιλούν για διαζύγια, αυτοκτονίες, για τις συνέπειες της μεγάλης οικονομικής κρίσης της εποχής εκείνης, διακρίνονται όμως και για το χιούμορ τους. Το «Βιβλιοδρόμιο» προδημοσιεύει απόσπασμα από το διήγημα «Το ζευγάρι». Το βιβλίο κυκλοφορεί εντός των ημερών από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος.

Το αποκορύφωμα της τραγωδίας συντελέστηκε στον μεγάλο, φαρδύ, άνετο καναπέ που ήταν το παλαιότερο σχεδόν απόκτημα του έγγαμου βίου τους.

«Εντάξει», είπε ο νεαρός Πόουλινγκ, πολύ σοβαρός και λυπημένος, «ας το αφήσουμε εδώ. Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε, γι’ αυτό καλύτερα να χωρίσουμε. Εναν χρόνο προσπαθήσαμε και το μόνο που καταφέραμε είναι να διαλύσουμε ο ένας τη ζωή του άλλου».

Η Κάρολ κατένευσε.

«Θέλεις να πεις ότι εσύ διέλυσες τη δική μου», τον διόρθωσε.

«Οχι, δεν εννοώ αυτό. Αλλά ας το αφήσουμε εδώ. Ας το αφήσουμε έτσι κι αλλιώς. Δεν μ’ αγαπάς, και το μόνο που δεν καταλαβαίνω είναι πώς δεν το είχες ανακαλύψει προτού παντρευτούμε. Τώρα…» Ο Πόουλινγκ κόμπιασε. «Πότε θα πάρουμε… θα πάρουμε…»

Ο νυχτερινός αέρας στις αρχές του Μαΐου ήταν ψυχρός στο δωμάτιο και η Κάρολ το διέσχισε με χάρη και στάθηκε μπροστά στο αναμμένο τζάκι.

«Θα ήθελα να μείνω εδώ μέχρι να γυρίσει η μητέρα από την Ευρώπη», είπε. «Αλλες δύο εβδομάδες, δηλαδή, και μετά θα τα μαζέψω. Φυσικά, μπορώ να φύγω και αύριο αν θέλεις, αλλά δεν έχω κάπου συγκεκριμένα να πάω».

«Κανένα πρόβλημα», βιάστηκε να πει ο Πόουλινγκ. «Μείνε εδώ. Θα φύγω εγώ, πρωί πρωί αύριο».

«Οχι. Αφού το θέλεις έτσι, εγώ θα είμαι αυτή που θα φύγει. Απλώς σκέφτηκα ότι, αν δεν σε ενοχλούσε να με έχεις εδώ…»

«Να μ’ ενοχλεί! Καθόλου. Κάθε άλλο…» Ο Πόουλινγκ δαγκώθηκε. Αυτή ακριβώς ήταν η αιτία του χωρισμού. Ο,τι και να έκανε την ενοχλούσε σε απίστευτο βαθμό. Είχε καταθέσει εδώ και αρκετές εβδομάδες τα όπλα στον αγώνα της προσπάθειάς του να την κρατάει ικανοποιημένη.

«Και βέβαια μπορείς να μείνεις εδώ», συνέχισε τυπικά. «Θα πάρω τα πράγματά μου απ’ το μεγάλο δωμάτιο απόψε κιόλας».

«Μόνο για δύο εβδομάδες θα είναι».

«Μα, για μένα θα είναι χα…» Και πάλι σταμάτησε. Ηταν έτοιμος να πει ότι για εκείνον θα ήταν χαρά, συνειδητοποίησε όμως ότι δεν ήταν η κατάλληλη έκφραση. Παρ’ όλ’ αυτά, δεν θα απείχε πολύ από την αλήθεια – το μυαλό του γαντζώθηκε από τη σκέψη ότι η Κάρολ θα έμενε μαζί του, έστω και για ένα μόνο δεκαπενθήμερο. Ο χωρισμός, βέβαια, ήταν απαραίτητος – αυτό το σύντομο μεσοδιάστημα, όμως, που θα ήταν συμφωνημένος αλλά όχι ακόμα πραγματοποιημένος θα έκανε τον τελικό αποχαιρετισμό λιγότερο σκληρό και βίαιο.

«Και κάτι άλλο», είπε η σύζυγός του. «Ή μάλλον, δύο πράγματα. Το πρώτο είναι ότι έχω καλέσει κάποια άτομα για δείπνο αύριο το βράδυ…»

«Εντάξει».

«…και το δεύτερο έχει να κάνει με τους υπηρέτες. Η Εστερ και η Χίλντα θα φύγουν το πρωί και θα πρέπει να έχουμε κάποιον μέχρι – μέχρι να επιστρέψει η μητέρα. Βρήκα λοιπόν ένα ζευγάρι σήμερα που πήγα στην πόλη».

«Δύο. Φυσικά».

«Οχι, εννοώ ζευγάρι. Είναι διαφορετικό. Είναι ένας άντρας και η γυναίκα του. Εκείνη μαγειρεύει και αυτός εκτελεί χρέη μπάτλερ και τη βοηθάει στις δουλειές του σπιτιού. Φαίνονται πολύ ωραίο ζευγάρι – αυτός είναι Εγγλέζος κι αυτή Ιρλανδέζα. Δεν θα τους προσλάμβανα αν ήμουν σίγουρη ότι θα χωρίζαμε – αφού όμως θα έρθουν…»

Η φωνή της έσβησε και το βλέμμα της εστίασε σ’ ένα σημείο στο κέντρο του χαλιού.

«Φυσικά», μουρμούρισε ο Πόουλινγκ, κοιτάζοντας στο ίδιο σημείο. Σχεδόν δεν είχε προσέξει ότι η Κάρολ είχε πάψει να μιλάει κι ότι στο δωμάτιο είχε πέσει σιωπή. Σκεφτόταν ότι σε λίγα λεπτά θα έπρεπε να ανέβει επάνω και, όχι με θυμό αλλά με τη λίγη αξιοπρέπεια που του είχε απομείνει, να βγάλει τα πράγματά του από το μεγάλο μπροστινό δωμάτιο – τη βούρτσα και τη χτένα του, το κουτάκι με τα κλιπ και τα μανικετόκουμπά του, τα διάφορα χαρτιά πάνω στο γραφείο του. Μετά, ο γάμος του θα είχε τελειώσει. Κάτι θα γινόταν στη διάρκεια της νύχτας ενώ οι δυο τους θα κοιμούνταν σε χωριστά δωμάτια, κάτι που θα κατέστρεφε για πάντα την ισχνή, μυστηριώδη κυριότητα που είχαν ο ένας πάνω στον άλλο, τον άυλο και μισο-εξαφανισμένο γάμο των καρδιών τους που τους είχε εμποδίσει να χωρίσουν από καιρό. Το πρωί θα άνοιγαν τα μάτια τους σ’ έναν διαφορετικό κόσμο, με την επίγνωση ότι είχαν μείνει χώρια και ότι θα ήταν ικανοί να μείνουν για πάντα χώρια.

Ο Πόουλινγκ σηκώθηκε.

«Λέω να πάω πάνω τώρα», είπε άνετα.

«Εντάξει. Θα κλειδώσω εγώ την πόρτα».

Μισή ώρα αργότερα, ο Πόουλινγκ έσβησε το φως του ξενώνα και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Εξω, η μαγιάτικη βραδιά, δροσερή και καθαρή, έφερε την ανάμνηση μιας άλλης Ανοιξης, μια ανάμνηση διαγραμμένη και μουντζουρωμένη τους τελευταίους μήνες αλλά αφ’ εαυτής ένα υπέροχο και ειδυλλιακό πράγμα. Αναρωτήθηκε αν ο έρωτας θα ξαναρχόταν ποτέ με τέτοια ένταση, μ’ εκείνη την αλέγρα μαγεία της πρώτης αγάπης ή αν είχε σκορπιστεί τώρα και (αναπόδραστα) για πάντα.

Πότε πότε, άκουγε την Κάρολ να κινείται στο κάτω πάτωμα. Οι διακόπτες του ηλεκτρικού κατέβηκαν και τα βήματά της ακούστηκαν στη σκάλα. Ανέβαινε πολύ αργά, σαν να ήταν κουρασμένη, κι όταν έφτασε πάνω, κοντοστάθηκε για μια στιγμή στο κατώφλι του δωματίου του. Επειτα πήγε στη μεγάλη μπροστινή κάμαρα κι έκλεισε πίσω της την πόρτα και μια βαριά σιωπή φάνηκε να έρχεται στο παράθυρο μαζί με τον νυχτερινό αέρα και να κατακαθίζει σ’ ολόκληρο το σπίτι.

F. Scott Fitzgerald

Θα πέθαινα για σένα και άλλα χαμένα διηγήματα

Επιμέλεια: Anne Margaret Daniel

Μτφ. Εφη Τσιρώνη,

Εκδ. Κλειδάριθμος, 2018, σελ. 640

Τιμή: 17,70 ευρώ