Στον «Μεγάλο Αμπάι», ο Μιχάλης Μοδινός, γεωγράφος και περιβαλλοντολόγος μεταξύ άλλων, μυθιστοριογράφος και κριτικός λογοτεχνίας πλέον, πάνω απ’ όλα, αναζητούσε τις πηγές του Νείλου –του Μεγάλου Αμπάι, όπως τον λένε οι Αιθίοπες. Μαζί μ’ αυτό αναζητούσε τα βαθύτερα κίνητρα του ανθρώπου για την περιπέτεια, το ταξίδι, τη γνώση, την κατανόηση όσων δυσκολεύεται να κατανοήσει, στοχαζόμενος πάνω στα όρια και στην αέναη, φυσική ροπή του ανθρώπινου είδους να θέλει να υπερβεί τα όρια αυτά με κάθε τίμημα. Τέλος, αναζητούσε με το βιβλίο αυτό, όπως αργότερα και με την «Εκουατόρια», ένα είδος σίκουελ του «Μεγάλου Αμπάι», μια ελληνική, ίσως καλύτερα ευρωπαϊκή, εκδοχή του μεγάλου, πανοπτικού μυθιστορήματος στα πρότυπα του αντίστοιχου αμερικανικού.

Ακόμη και σε άλλα μυθιστορήματά του, λιγότερο επεκτατικά, αν και όχι λιγότερο φιλόδοξα, όπως «Η σχεδία» ή η «Χρυσή ακτή» ή ακόμα η «Αγρια Δύση», ο Μοδινός επιχειρεί να συνδέσει τη μικροϊστορία με τη μακροϊστορία, να μιλήσει μέσα από ατομικές διαδρομές για πολύ μεγαλύτερα πεπρωμένα, λαών ολόκληρων και κυρίως πολιτισμών: για τα αδιέξοδα του ευρωπαϊκού ορθολογισμού, λ.χ., για τον απόλυτο εγωισμό της ηπείρου μας με όσα πολύ σπουδαία και πολύ καταστροφικά έφερε στην ανθρωπότητα.

Οι ταυτότητες

Ακόμα και στην «Επιστροφή» του, που είναι ένα πιο εσωτερικό μυθιστόρημα, οι ταυτότητες που διερευνώνται δεν είναι μόνο ατομικές, είναι και συλλογικές, έστω στο στενότερο ελληνικό πλαίσιο. Και μόνο στο «Τελευταία έξοδος Στυμφαλία», βιβλίο που κατ’ εξαίρεση έβγαλε στην Εστία –όλα τα άλλα έχουν εκδοθεί στον Καστανιώτη -, φάνηκε να θέλει να πειραματιστεί προς άλλες κατευθύνσεις. Κι εδώ, βέβαια, ο φακός είναι ευρυγώνιος, τα συλλογικά διακυβεύματα είναι πάντα παρόντα, όμως πρόκειται για ένα πολύ ενδιαφέρον μικρό μυθιστόρημα (συνήθως ο Μοδινός γράφει μεγάλα σε έκταση βιβλία) που περιγράφει έναν άνθρωπο που παίρνει νύχτα το αυτοκίνητό του και βγαίνει στον αυτοκινητόδρομο για Λαμία, μέσα σε μια ατμόσφαιρα αισθητά κλειστοφοβική, σχεδόν θριλερική και απόκοσμη, ταιριαστή στο εντελώς αδιέξοδο ελληνικό τούνελ του 2014, όταν κυκλοφόρησε, ξένη όμως ως προς το υπόλοιπο έργο του.

Τώρα πειραματίζεται ξανά. «Το πλέγμα», όγδοο μυθιστόρημά του από το 2005 που άλλαξε συγγραφική ρότα –μέχρι τότε έγραφε μόνο επιστημονικές μελέτες -, είναι ένα μυθιστόρημα που στρέφεται αποκλειστικά στον μικρόκοσμο των ανθρώπων, στην καθημερινότητά τους, στις μικρές αγωνίες, τους έρωτες, τις προδοσίες, τις φαντασιώσεις, τις απογοητεύσεις και τις ελπίδες τους, χωρίς να εμπλέκεται ούτε το οραματικό ούτε το μακροϊστορικό στοιχείο. Πρόκειται για μια σπονδυλωτή ιστορία, για είκοσι κεφάλαια – μονολόγους με άλλον κάθε φορά πρωταγωνιστή – αφηγητή, πρόκειται δηλαδή για 19 διαφορετικά πρόσωπα –αφού το ένα εμφανίζεται ως αφηγητής σε δύο κεφάλαια –που αφηγούνται το καθένα μια ιστορία. Οι ιστορίες αυτές είναι αυτόνομες, αλλά όχι εντελώς, αφού τα πρόσωπα συνδέονται μεταξύ τους, είναι συγγενείς, φίλοι, εραστές, μετέχουν στα επιμέρους κεφάλαια άλλοτε ως αφηγητές και άλλοτε ως δευτεραγωνιστές, υφαίνουν, με άλλα λόγια, ένα «πλέγμα» ιστοριών, έναν ιστό, εντός του οποίου όλοι έχουν κοινές αναφορές και κοινές εμπειρίες.

Η Γιασμίνα Ρεζά

Είναι φανερό ότι ο Μιχάλης Μοδινός αναζητούσε τη φόρμα για να πειραματιστεί κάποτε με το πολύ οικείο, το πολύ τετριμμένο, το πολύ καθημερινό, χωρίς να πέσει στην παγίδα του κλισέ και του ροζ. Τη βρήκε λοιπόν σε ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο που κυκλοφόρησε το 2015 από την Εστία, αλλά δεν προσέχθηκε ιδιαίτερα –ίσως και γιατί το έγραψε θεατρική συγγραφέας -, το «Ευτυχισμένοι οι ευτυχείς» της Γιασμίνα Ρεζά. Η Ρεζά είχε κάνει κάτι ανάλογο, το οποίο είναι εξαιρετικά ευφυές γιατί, μεταξύ άλλων, αποτελεί και πρόταση υπέρβασης του προβλήματος της άψογης πλοκής, προς την οποία νιώθουν δεσμευμένοι οι περισσότεροι συγγραφείς, με έναν τρόπο χαλαρό, που όμως είναι ταυτόχρονα εξαιρετικά δομημένος. Η ιδέα είναι κατά βάση αρκετά θεατρική, έστω και αν θα απαιτούσε πολυπρόσωπο θίασο σε καιρούς χαλεπούς. Στο μυθιστόρημα όμως δεν χρειάζεται ζωντανή σκηνή, ζωντανή σκηνή είναι η φαντασία του αναγνώστη, οπότε μπορούν κάλλιστα να εμφανίζονται 18 με 19 πρόσωπα χωρίς κανένα απολύτως πρόβλημα για τον συγγραφέα – θιασάρχη.

Ο θίασος, λοιπόν, που παρουσιάζει ο Μιχάλης Μοδινός σε αυτό το μυθιστόρημά του έχει ως κεντρικό πρόσωπο, αν θα μπορούσε να ξεχωρίσει κανείς κάποιο ως τέτοιο, τον Δημήτρη Ωραιόπουλο, συνταξιούχο δικαστικό, παντρεμένο με Γαλλίδα, τη Βερονίκ. Γύρω του, και γύρω από το νησί των διακοπών τους, πλέκεται ένας ολόκληρος ιστός ανθρώπων. Η κόρη τους Τζένη, δικηγόρος και ακτιβίστρια, ο γαμπρός τους δημοσιογράφος Μανόλης Σερέτης, ο χρηματιστής Τρύφων Σαλαμέτης, εραστής της Τζένης, η Νόρα Κριτσέλη, ερωμένη του Μανόλη, η Νίκη Ωραιοπούλου, αδελφή του Δημήτρη, ο ταξιτζής που χρησιμοποιεί ο τελευταίος, ο Τάκης Παραστατίδης, μια λογίστρια, ένας ιδιοκτήτης μπαρ, μια καθαρίστρια στην ΕΡΤ, μια διευθύντρια του υπουργείου Γεωργίας, ένας φοιτητής στη Σκωτία και άλλοι ακόμα, όλοι με τα ονόματά τους, όλοι με τη δική τους φωνή, η οποία δικαιούται και αυτή ένα τουλάχιστον κεφάλαιο δημοσιότητας ή διασημότητας. Μερικοί έχουν απλώς τον ίδιο ψυχίατρο, μπροστά στον οποίο εκτυλίσσεται ένα θαυμάσιο επεισόδιο: ο Βασίλης Βυθούλκας, ο ιδιοκτήτης μπαρ στο νησί, θα αναπτύξει το επιχείρημα ότι δεν χρειάζεται άλλη γυναίκα πλην της συζύγου του Ανθής, ότι της είναι γενικά πιστός, όχι γιατί δεν του αρέσει να κοιτάζει άλλες γυναίκες, αλλά γιατί φαντασιώνεται άλλες όταν πηγαίνει με την Ανθή και υποβάλλει και την Ανθή σε αυτήν τη διαδικασία, να σκέφτεται και εκείνη άλλους άνδρες. Ή, ακόμα περισσότερο, να σκέφτονται και οι δύο ότι ο άλλος πηγαίνει με άλλους και η σχέση να ανανεώνεται μέσω της ζήλειας. Αυτό που οδήγησε τον Βυθούλκα στον ψυχίατρο είναι η πιθανότητα όλα αυτά που υποβάλλει στην Ανθή να γίνουν στο μέλλον πραγματικότητα και η σύζυγος να πηγαίνει με άλλους που θα της προκαλούν ακόμη μεγαλύτερους οργασμούς, αφού εκείνη θα φαντασιώνεται ότι συνουσιάζεται με εκείνον. Τέλος, λίγο πριν από τον ζουρλομανδύα, ο ιδιοκτήτης μπαρ παρακαλά τον ψυχίατρο να μην πάει με τη σύζυγό του, γιατί όταν της υπέβαλε την ιδέα ότι ο ίδιος είναι ο ψυχίατρος, εκείνη έδειξε έναν σχετικό συνουσιαστικό ενθουσιασμό.

Κριτική με χιούμορ

Δεν συμβαίνουν, βέβαια, μόνο σεξουαλικού τύπου περιστατικά στο βιβλίο, υπάρχουν συγκρούσεις για τα ψώνια, ο Ωραιόπουλος που το έχει ρίξει στο Facebook για να γλιτώσει από την ανία, μια ανδροπαρέα που τρώει πίτσες μπροστά στο ματς του Τσάμπιονς Λιγκ, η αδελφή του Ωραιόπουλου με τη Βερονίκ που προσπαθούν να αγοράσουν ρούχα αλλά δεν νιώθουν καθόλου καλά με την ηλικία και το σώμα τους και τελικά πίνουν καφέ στο Public, ο νεαρός έλληνας φοιτητής στη Σκωτία που τον προσβάλλουν για την πτώχευση της χώρας και τελικά πέφτει στην αγκαλιά ενός Σκωτσέζου, η αλβανίδα γκαρσόνα στο μπαρ του νησιού που είχε αναπτύξει τρυφερή σχέση πατρικότητας με τον Ωραιόπουλο και πολλά άλλα που φτιάχνουν έναν ολόκληρο μικρόκοσμο σχέσεων που είναι η ζωή μας.

Ο Μιχάλης Μοδινός τα φέρνει βόλτα καλά όλα αυτά, περιγράφει τη σύγχρονη ζωή, ασκεί έμμεση κριτική, τη βλέπει με χιούμορ, κάνει τα ανθρώπινα να φαίνονται μυθιστορηματικά χωρίς ποτέ να αφήνει να του ξεφύγει η απλότητά τους. Παρότι προϊόντα της φαντασίας, τα περισσότερα από τα επεισόδια που περιγράφει μοιάζουν τόσο αληθινά, που μας κάνουν να σκεφτούμε πόσο μυθιστορηματική μπορεί να είναι στα μάτια ενός άλλου η απλή ζωή μας. Και αυτή είναι η επιτυχία του.

Τρανσαμινάσες

«Βυθίζαμε τη θλίψη μας σε ωκεανούς σαρντονέ»

«Το πλέγμα» είναι ένα βιβλίο που χρειάζεται απόσταση και εμπειρία ζωής για να γραφτεί. Είναι μια άλλη εκδοχή της ανθρώπινης κωμωδίας που, όπως φαίνεται, επαναλαμβάνεται αενάως. Στο απόσπασμα που ακολουθεί, ο Δημήτρης Ωραιόπουλος περιγράφει την κραιπάλη που έγινε στη μνήμη του γάλλου πεθερού του μετά την αποτέφρωση:

«Είχε τη φήμη σπουδαίου αμπελουργού ο γέρος, και με είχε διδάξει πολλά σε ατέλειωτες σουαρέ οικογενειακής ντεγκυστασιόν τα πρώτα χρόνια του γάμου μου. Ποικιλίες, είδη, διάρκεια ωρίμασης, χρονιές, ασθένειες. Μια βραδιά με έβαλε να γευθώ δεκαπέντε διαφορετικά κρασιά, συνοδευόμενα από επεξηγήσεις και ιστορικά στοιχεία και ανέκδοτα για την πορεία της αμπελουργίας στην Ανω Σαβοΐα κατά τους μεταναπολεόντειους χρόνους, κι όμως ξύπνησα την επομένη με το κεφάλι μια χαρά. Αυτά πριν ακόμα πέσει η χούντα και τα μαζέψουμε για την Ελλάδα – βλακωδώς όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων – με τον ενθουσιασμό της μεταπολίτευσης να φουσκώνει τα στήθη μας. Δεν θυμάμαι πού ακριβώς κατέληξε η διαφωνία των αδελφάδων αλλά γεγονός είναι πως για μια ολόκληρη βδομάδα ήπια τον άμπακο, παρέα με μακρινά ξαδέλφια, νύφες και μπατζανάκηδες. Είχαν καταφθάσει όλοι με δείγματα της δικής τους παραγωγής από τη Βουργουνδία, τη Βρετάνη, ακόμα και την Ντορντόν, και επέμεναν να δοκιμάσω όλων των ειδών τα τοπικά τυριά και αλλαντικά κάτω στο κελάρι του μακαρίτη. Οι τρανσαμινάσες άσ’ τα να πάνε, η χοληστερόλη ανεξέλεγκτη, το συκώτι δούλευε στο φουλ. Βυθίζαμε τη λυτρωτική θλίψη μας σε ωκεανούς σαρντονέ. Καληνυχτιζόμασταν μ’ ένα καλό καλβαντός από την Ανω Νορμανδία. Θέλω κι εγώ να αποτεφρωθώ, ας είναι και στη Βουλγαρία, αν η Ορθόδοξη Εκκλησία της Αριστεράς εξακολουθήσει να το απαγορεύει στη χώρα μας. Ας σκορπίσουν τις στάχτες μου στη Μαύρη Θάλασσα, δίπλα στον αγωγό Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολη, που τον εγκαινίασαν χτες για πολλοστή φορά (…)».

Μιχάλης Μοδινός

Το πλέγμα

Εκδ. Καστανιώτη, 2018, σελ. 240

Τιμή: 16 ευρώ