«Φύσις φιλεί κρύπτεσθαι». Ερχεται από τον παντοτινό προφήτη της ανθρώπινης μοίρας, τον Ηράκλειτο, αυτή η διαπίστωση. Η φύση συνηθίζει, το έχει χούι, θα έλεγε η γιαγιά μου, να κρύβεται, να καταφεύγει κάθε φορά σε κρυφά μέρη, απρόσιτα, κρησφύγετα και να εμφανίζεται ξαφνικά εκεί που δεν το περιμένεις, με άλλη δυναμική, άλλη κατεύθυνση, άλλον σκοπό και άλλα μέσα. Γιατί; Διότι υπακούει, όπως πάλι ο Ηράκλειτος μας ειδοποιεί, στη ζαριά του χρόνου, που είναι ένα παιδί που παίζει κότσια, ζάρια. Αφού έτσι ο χρόνος συλλαμβάνεται ως παιδί, γι’ αυτό και παίζει ρίχνοντας ζαριές στην τύχη. Αντε τώρα να προβλέψεις, όταν αυτό το παιδί κάνει και ζαβολιές, αφού του αρέσει να μας αιφνιδιάζει και διασκεδάζει με την αμηχανία μας και την έκπληξη ή την απελπισία μας.

Η φύση λοιπόν κρύβεται. Πίσω από τα φαινόμενα. Αυτά τα φαινόμενα από την αυγή του πολιτισμού, είτε εμπειρικά είτε με συστήματα έρευνας που ονομάσαμε επιστήμες, είναι που κρύβουν την ουσία. Γι’ αυτό οι επιστήμες αρκούνται στην έρευνα και την ανάλυση των φαινομένων και μόνο η φιλοσοφία ανέκαθεν προσπάθησε να διεισδύσει στην ουσία της φύσεως.

Είναι γνωστό το επιστημονικό, έξοχο, ανέκδοτο: ο Αϊνστάιν συνομιλώντας με τον άλλο μέγιστο φυσικό Μαξ Πλανκ δηλώνει πως «ο Θεός δεν παίζει ζάρια» και ο φίλος του, μειλίχια, τον ειδοποιεί «πάψε, Αλβέρτο, να υπαγορεύεις στον Θεό τι παιχνίδι θα παίξει»!

Ο Οιδίπους, όταν ψάχνοντας να βρει τον δολοφόνο του Λαΐου, πλησιάζει να αποκαλυφθεί ως ο φονιάς του πατέρα του και η δύστυχη Ιοκάστη που παντρεύτηκε έναν σωτήρα που αποδεικνύεται γιος της προσπαθεί να τον αποτρέψει να δει, εκείνος παρεξηγώντας την αντίδρασή της και νομίζοντας πως η γυναίκα του φοβάται που θα αποδειχθεί γόνος αγενούς, όχι ευγενούς οικογενείας, κραυγάζει γεμάτος έπαρση: «Είμαι παιδί της τύχης». Αρα της ζαριάς. Διότι όταν έντρομος από τη δελφική μαντεία πως θα κοιμηθεί με τη μητέρα του και θα σκοτώσει τον πατέρα του φεύγει από την Κόρινθο, οδοιπόρος «φυγάς θεόθεν και αλήτης», τυχαία σ’ ένα τρίστρατο στη Δαύλεια παίρνει το μονοπάτι που πάει στη Θήβα και οδηγείται στη μοίρα του. Γίνεται ό,τι απέφυγε: αιμομίκτης και πατροκτόνος!

Οταν οδοιπόρος φτάνει στη Θήβα λύνει το αίνιγμα της Σφίγγας, γίνεται σωτήρας της πόλης, παντρεύεται τη βασίλισσα, κάνει μαζί της τέσσερα παιδιά, και στην κορυφή της δόξας του αλαζονεύεται και επαναπαύεται στα φαινόμενα, ενώ η αλήθεια καιροφυλακτεί στα παρασκήνια. «Η ζωή είναι θέατρο» θα πει ο Σαίξπηρ, «η ζωή είναι όνειρο» ο Καλντερόν.

«Η ζωή είναι ατμός» θα πει ο Θρασύβουλας – Βέγγος στο έργο του Ψαθά!!

Ο αγώνας, βέβαια, του πολιτισμού είναι να «σώζει τα φαινόμενα» και καλά κάνει, αφού τα φαινόμενα είναι μετρήσιμα, η ουσία, το αριστοτελικό «όντως ον» αναζητείται και εικάζεται και συνεχώς «φιλεί κρύπτεσθαι».

Πάλι κατά τον Ηράκλειτο, ο θεός Απόλλων των Δελφών «ου λέγει, ου κρύπτει, αλλά σημαίνει», μιλάει με σημεία, άρα χρειάζεται αποκρυπτογράφηση. Οπως στο «περιγιάλι το κρυφό» του Σεφέρη γράψαμε στην άμμο τ’ όνομά της και ήρθε το κύμα και σβήστηκε η γραφή. Τίνος όνομα; Της ζωής; την πήραμε λάθος κι αλλάξαμε γραφή. Και τι μάθαμε στο καινούργιο αλφάβητο; Ξανά μανά από την αρχή!

Οταν ο άνθρωπος έφυγε από τον «Παράδεισο», δηλαδή όταν επαναστάτησε με τίμημα τη γνώση ότι είναι θνητός (αυτό είναι το τίμημα όταν γεύεσαι τον καρπό του δέντρου της γνώσης, πεθαίνεις και το ξέρεις, ενώ τα άλλα ζωντανά του Θεού πεθαίνουν και δεν το ξέρουν ότι θα πεθάνουν, γι’ αυτό και δεν κάνουν ούτε επιστήμη, ούτε θρησκείες, ούτε βέβαια τέχνη!), μπήκε πλησίστιος δεν Ιστορία και στάθηκε απέναντι στη φύση, ως κατακτητής και αντίπαλος.

Ακούμε τώρα για περιβαλλοντική κρίση, δηλαδή για τις συνέπειες αυτής της αντιπαράθεσης που άρχισε εκείνο το μυθικό (;) πρωινό στον «Παράδεισο» ή όπου αλλού.

Φώναζε ο προφήτης: «Ματαιότης, ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης». Τίποτε, όρθιοι στην πρύμνη του πλοίου, όπως ο βαγκνερικός «Ιπτάμενος Ολλανδός» ταξιδεύουμε κόντρα στην τρικυμία, τη θύελλα, τώρα είναι αργά πλέον, δεν υπάρχει επιστροφή, πλέουμε στον «Ατλαντικό», όπως μας ειδοποίησε ο άτεγκτος αισιόδοξα τραγικός Εγγονόπουλος.

Πολύ συχνά αντιληφθήκαμε πως η φύση αγανακτούσε με τα έργα μας. Ο Ομηρος στην «Ιλιάδα» πέρα από τον θανατηφόρο λοιμό του Απόλλωνα που γέμισε το στρατόπεδο με νεκρούς που καίγονται κατά σωρούς, σε μια αριστουργηματική του εικόνα βάζει τον ποταμό που διαρρέει την Τροία να αγανακτεί που τον έχουν φορτώσει πτώματα και αρχίζει έξαλλος να τα πετάει, να τα ξερνάει κυριολεκτικά μακριά από τις όχθες του. Η φύση εκδικείται και εκδικείται άγρια.

Στους κλασικούς χρόνους η φύση είναι ένα πεδίο όπου ο άνθρωπος παλεύει να επιβιώσει, ταπεινώνοντάς την, νικώντας την ή ικετεύοντάς την.

Αυτή η ικεσία κάποτε έφτασε στην αγιοποίηση της φύσης, κάνοντάς την αισθητικό αντικείμενο λατρείας. Πιθανά στον Ομηρο, στους τραγικούς, στους ιστορικούς, στους ρήτορες δεν υπάρχει ένα χωρίο που η φύση να περιγράφεται ως μια καλλονή. Ο πρώτος και ο δεύτερος ρομαντισμός τραγούδησαν τη φύση, παρέλυσαν μπροστά σε μια ανατολή ηλίου, σε μια λαμπρή δύση, σε μια τρικυμισμένη θάλασσα, σε μια χιονισμένη βουνοκορφή. Ατένισαν με θαυμασμό μια πλαγιά την άνοιξη με ανθισμένα χαμολούλουδα και γιόρτασαν στη γέννηση ενός σκύμνου, μιας πεταλούδας σπάζοντας το κουκούλι της και σ’ ένα κοπάδι από καρχαρίες ή αποδημητικά πουλιά.

Την ίδια ακριβώς εποχή που ο ερευνητής άνθρωπος αναζητεί το κύτταρο, το άτομο, το διασπά, το μιμείται, το αντιγράφει, το αντικαθιστά.

Ο ιδιοφυής Μπομπ Γουίλσον στο έξοχο έργο του «Ο Αϊνστάιν στην ακτή» έβαλε τον μεγάλο σοφό σιωπηλό να ατενίζει το πέλαγος, στην ακτή του ωκεανού, ενώ στους γύρω λόφους χιλιάδες θεατές απολάμβαναν το θέαμα ακούγοντας τη μουσική του Φίλιπ Γκλας, διάχυτη στον αέρα, όπως το θεϊκό «γένοιτο» την αυγή της Δημιουργίας. Ηταν μια αναφορά στον επιστημονικό πρόδρομο Αναξίμανδρο, εκεί στην Ιωνία, που οραματίστηκε τη δημιουργία της ζωής από τη θάλασσα, απ’ όπου ξεπήδησε η ζώσα ύλη και μόλις έφτανε στην ακτή έβγαζε φτερά, τέσσερα πόδια, λέπια, κελύφη, πτερύγια, όπως τα περιγράφει ο Πρωταγόρας στον διάλογο του Πλάτωνα και τα αποδίδει στον Προμηθέα.

Αυτή είναι η φύση των θαυμαστών φαινομένων, με τα άπειρα είδη της ζωής και την ποικιλία της. Μέσα σ’ αυτή την ποικιλία, είδος της ο άνθρωπος συμπορεύτηκε χιλιάδες χρόνια με τα ομόλογα άλλα είδη. Εως εκείνο το μοιραίο πρωινό που επέλεξε να αποδράσει και να κάνει τη φύση ολόκληρη τεράστιο τραπέζι για να ρίχνει ζαριές, σαν αξεδίψαστο παιδί που χαίρεται το παιχνίδι μιμούμενο τον παίχτη χρόνο. Με τη διαφορά πως το παιδί γνωρίζει πως στο παιχνίδι υπάρχει όριο. «Τέρμα» που λέει ο Εμπειρίκος «Ποταμός Αχέρων»!!

Ενα επιβατηγό αεροπλάνο που ταξιδεύει από την Αθήνα στο Λος Αντζελες καίει τόσο οξυγόνο όσο χρειάζονται έναν αιώνα χιλιάδες δέντρα να το παραγάγουν. Κάθε μέρα από το Λονδίνο, το Παρίσι, τη Μόσχα, τη Νέα Υόρκη χιλιάδες αεροπλάνα καίνε «φύση».

Εκδικούνται άραγε τη μοίρα που τους έγραψε η φύση (ή ο Θεός, διαλέξτε) εκείνο το πρωί στον «Παράδεισο» να είναι θνητοί και να επιδιώκουν ν’ αφήσουν πίσω τους αθάνατα τα έργα της θνητής τους ιδιοφυΐας;