«Ο λόγος είναι σπόρος». Δεν μπορεί να γνωρίζει κανείς ποιος διεκδικεί την πατρότητα της φράσης αυτής, που της επιφυλάχτηκε λαμπρή σταδιοδρομία αιώνες τώρα (δεν αποκλείεται η καταγωγή της να μπορεί να ανιχνευτεί στα Ευαγγέλια), χωρίς στο μεταξύ να έχει χάσει σε ενάργεια και κύρος στα νεότερα χρόνια, όπως τόσες λαμπρές ρήσεις που τις έχουν τα χρόνια αυτά κατασυκοφαντήσει, αν δεν τις έχουν πλήρως εξευτελίσει. Μας επανήλθε ζωηρά στο μυαλό η φράση αυτή, όπως η έκδοση ενός βιβλίου του πεζογράφου Πάνου Σαμαρά με δύο μυθιστορήματά του («Νύχτα» και «Το χαμένο λιβάδι») μας έκανε να θυμηθούμε ένα κείμενο του Ανδρέα Καραντώνη, και πιο συγκεκριμένα την κατακλείδα του, δημοσιευμένο στη «Νέα Εστία» τον Ιούνιο του 1971, αμέσως μετά την αποδημία του Πάνου Σαμαρά, που έλεγε τα εξής: «Αποτεινόμαστε στον αγαπητό μας Αντώνη Βουσβούνη, τον δημιουργό και εμψυχωτή του «Γαλαξία», και του προτείνουμε να υιοθετήσει την «εκδοτική δοκιμασία» του Σαμαρά. Ξέρουμε πως πολύ τον συμπαθούσε κι εκτιμούσε κι είχαν μάλιστα συνεργαστεί στον πνευματικό τομέα του Στρατού κατά τη διάρκεια του ανταρτοπόλεμου. Δεν μπορούμε τίποτε περισσότερο να κάνουμε για τον αγαπημένο φίλο, που πια δεν μας συντροφεύει, και για τον αξιόλογο συγγραφέα, που πια δεν έχει να μας προσφέρει τίποτε άλλο».

Αδικη μοίρα

Το παρήγορο είναι πως έστω και σαράντα επτά χρόνια αργότερα ό,τι δεν έκανε, είτε γιατί δεν είχε την ευχέρεια να το κάνει είτε γιατί εκώφευσε ο Αντώνης Βουσβούνης, το επιχειρούν οι εκδόσεις Σκαρίφημα και ο πεζογράφος Σπύρος Καρυδάκης, τόσο πιο επαινετοί καθώς είχε στο μεταξύ εκλείψει κάθε στοιχείο για τον πεζογράφο Πάνο Σαμαρά. (Ακόμη και στο συγκροτημένο μ’ έναν εξαντλητικά πλήρη τρόπο «Λεξικό νεοελληνικής λογοτεχνίας» των εκδόσεων Πατάκη δεν γίνεται η ελαχιστότερη μνεία του, όταν για άλλους, ενδεχομένως υποδεέστερούς του, εκπροσώπους της Γενιάς του ’30 υπάρχει ένα εκτεταμένο βιβλιογραφικό σημείωμα). Ακόμη και η δοκιμασία των τριάντα χρόνων που υποτίθεται ότι χρειάζεται να υποστεί ένας συγγραφέας μετά τον θάνατό του, προκειμένου να είμαστε σίγουροι αν θα «επιζήσει» ή αν θα «ενταφιαστεί» για πάντα, δεν φαίνεται να επιφυλάχτηκε στον Σαμαρά, αφού από την επομένη κιόλας της αποδημίας του είναι σαν να μην υπήρξε ποτέ. Κάτι που ασφαλώς θα το χαρακτήριζε κανείς ως μια άδικη μοίρα ή και κατατρεγμό ακόμη, αφού κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητο υπήρξε το πεζογραφικό του έργο με τα επτά μυθιστορήματά του («Στρόβιλος», «Διάσελο», «Στους τροπικούς», «Χιονοθύελλα», «Νύχτα», «Το χαμένο λιβάδι», «Πτήσεις 520»), αλλά και τα τέσσερα ποιητικά του βιβλία («Χαρακώματα μιας ζωής», «Απόβροχα», «Νιφοβόλι», «Ο κύκλος»), αν και ο Ανδρέας Καραντώνης στο ίδιο επιμνημόσυνο κείμενό του σημειώνει ότι «η στιχουργία στάθηκε για τον Σαμαρά ένα περιοδικό χόμπι» κι ότι «την αληθινή ποίησή του τη συναντά κανείς στην πεζογραφία του».

Κι αν για τον Ανδρέα Καραντώνη θα έλεγε κανείς ότι μεροληπτούσε –γεγονός που κάθε άλλο παρά τον χαρακτήριζε ως «πολιτεία», αφού γνώριζε, όσο ουδείς άλλος, ακόμη κι όταν γινόταν «αδικαιολόγητα» επαινετικός, να μπορείς να τον λογαριάζεις ως νόμιμα και με όρους λογοτεχνικούς δικαιολογημένα «ανθρώπινο» –, δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί το ίδιο για τον Στράτη Μυριβήλη, τον Αιμίλιο Χουρμούζιο και τον Αλέξανδρο Κοτζιά που είχαν γράψει για το «Διάσελο» και τη «Νύχτα» κρίσεις ουσιαστικά εγκωμιαστικές, όπως τις παραθέτει στην τεκμηριωμένη και διαυγέστατης εμβρίθειας εισαγωγή του ο Σπύρος Καρυδάκης στη σημερινή έκδοση της διλογίας, όπως χαρακτηρίζεται, «Νύχτα» και «Το χαμένο λιβάδι».

Με τον αυστηρότατο άλλωστε Χουρμούζιο να πιστώνεται με το ανέβασμα, το 1956, του θεατρικού έργου του Πάνου Σαμαρά «Αρχοντας» στη Β’ Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, τη μόνη «δημόσια χαρά», κατά τον Καραντώνη, που γνώρισε ο δημιουργός του «Στρόβιλου» και του «Διάσελου». Εχουμε λοιπόν να κάνουμε σε σχέση με τον Σαμαρά με μια παραγνωρισμένη συγγραφική ιδιοφυΐα ή έστω μ’ έναν άδικα λησμονημένο πεζογράφο που διέθετε ένα σημαντικό αφηγηματικό εκτόπισμα;

Ποιος Σαμαράς;

Τελικά, όσες γραπτές ή προφορικές μαρτυρίες κι αν διασώζονται (καθώς, σύμφωνα με τις δεύτερες, ο Καραγάτσης, που ο Σαμαράς υπήρξε στενός του φίλος, δεν τον θεωρούσε καν συγγραφέα), δεν απομένουν παρά μόνο τα ίδια τα κείμενα, με προβληματική ωστόσο και αυτή την εκδοχή, αφού, αν δεν μεσολαβούσαν οι εκδόσεις Σκαρίφημα, το όνομα Σαμαράς θα παρέπεμπε στο μέλλον σ’ έναν αλλοτινό πρωθυπουργό κι ούτε μία στο εκατομμύριο σε έναν άνθρωπο που είχε γράψει. Οσο κι αν ο πρωθυπουργός δεν θα μπορούσε να πιστωθεί μια τόσο παλμώδη ιδιοσυγκρασία που να δημιουργεί ανθρώπους όπως ο συνονόματός του πεζογράφος, ανθρώπους που, κατά τον Αλέξανδρο Κοτζιά, «πάσχουν, παιδεύουν και ονειρεύονται, που έχουν όλοι «οχτρούς» δίχως λόγο, χαρίζουν «πεσκέσια», τρώνε και πίνουν, αλληλομηνύονται, υπομένουν, διαπράττουν μοιχείες, αιμομιξίες, κτηνοβασίες, αγαπούν, μικρολογούν, θυσιάζονται και δεν ξέρουν ποτέ τι ακριβώς θέλουν».

Ομως αν οι ήρωες του «Διάσελου» «αγαπούν, μικρολογούν, θυσιάζονται», εντελώς διαφορετικά έχουν τα πράγματα στη «Νύχτα» και στο «Χαμένο λιβάδι». Κυρίως γιατί αλλάζει τελείως το σκηνικό και δεν χρειάζεται ένα πλήθος ανθρώπων για να ολοκληρωθούν οι ιστορίες, ενώ ο «χρόνος» τους, όπως τον οριοθετεί η κατοχική και η μετακατοχική περίοδος στην Αθήνα και τη Γερμανία, που φαίνεται να διαστέλλεται εντυπωσιακά χάρη σε εξαιρετικά εκτεταμένους χώρους, σε σχέση με τον αγροτοποιμενικό χώρο του «Διάσελου», δεν παύει να ανήκει στη «διαχείριση» ενός μόνο ανθρώπου. Ή, ακόμη καλύτερα, να πρόκειται για μια «διαχείριση» που υλοποιεί με τον πιο εκφραστικό τρόπο τον στίχο του Κώστα Βάρναλη «Ενας όλοι». Οπως μάλιστα μιλάμε για μια τραγωδία, όπως αυτή της κατοχικής Αθήνας και της μετακατοχικής Γερμανίας, που τη μοιράζονταν εκατομμύρια άνθρωποι, μοιάζει ο «περιορισμός» της και η «αξιοποίησή» της χάρη σ’ έναν άνθρωπο να την κάνουν ακόμη πιο εφιαλτική, αφού πολύ αμεσότερα ταυτίζεται κανείς μ’ έναν άνθρωπο που υποφέρει, παρά μ’ ένα πλήθος που δοκιμάζεται –στην περίπτωση αυτή θα μπορούσε να ελπίσει κανείς ότι θα ήταν η εξαίρεση. Αν υπάρχει ένα πραγματικά σκοτεινό και αβυσσαλέο δράμα, είναι του ανθρώπου που παραμένει ο ίδιος ο μοναδικός μάρτυράς του, με τον αναγνώστη, ενώ έχει μετουσιωθεί σε κείμενο το δράμα αυτό, να αισθάνεται ως ένας λαθραίος παρατηρητής του. Είναι το βασικό προσόν της διλογίας «Νύχτα» – «Το χαμένο λιβάδι» καθώς στο δράμα, αν και κατεξοχήν ενός περίκλειστου υπαρξιακού χαρακτήρα, ο καθένας θα μπορούσε να εντοπίσει τις αιτίες του, όπως για παράδειγμα την πείνα ή τη νοσταλγία του γενέθλιου τόπου. «Τρύπωνα στο υπόγειο μπουσουλώντας. Ξάπλωνα στο στρώμα μου και χαμογελούσα. Γιατί να μη χαμογελώ; Εκεί, μέσα στο υγρό σκοτάδι, είχα όλη μου την ελευθερία. Εκεί δεν πάτησε κανένας άλλος, έξω από μένα. Μιλούσα όπως και όσο μου άρεσε. Ελεγα για τη ζωή, για τον κόσμο, που στους μεγάλους δρόμους πηγαινοερχόταν με γρήγορα βήματα, για τον πόλεμο και στο τέλος έκλεινα τα μάτια και κοιμόμουν».

Με κάτι ακόμη πιο αξιοπαρατήρητο στον Σαμαρά: όση γοητεία διατηρεί ένα υπόγειο που δεν θα γνώριζε κανείς ποτέ στη ζωή του, η ίδια να περιβάλλει αίφνης την οδό Αθηνάς, την Πατησίων, την Πύλη του Αδριανού ή τη Βουλιαγμένη, όπως αν τις πρωτοαντίκριζε.

Πάνος Σαμαράς

Νύχτα

Το χαμένο λιβάδι

Εκδ. Σκαρίφημα, 2017, σελ. 540

Τιμή: 25 ευρώ