Συμπληρώθηκαν εξήντα χρόνια από τότε που ο Αιμίλιος Χουρμούζιος, διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, αλλά και το ΔΣ του ιδρύματος ενέκριναν την πρόταση του Αλέξη Σολομού να ανεβάσει Αριστοφάνη στην Επίδαυρο (1958), τρία χρόνια μετά την καθιέρωση επισήμως των Επιδαυρίων με την «Εκάβη» του Ευριπίδη με σκηνοθέτη τον Μινωτή και θηριώδη διανομή (Παξινού, Κωτσόπουλος, Συνοδινού, Αλεξανδράκης –μουσική Παλλάντιος, κοστούμια Φωκά, σκηνικά Κλώνη, μετάφραση Απ. Μελαχρινού).

Και μόνη η αναγγελία της πρόθεσης της Κρατικής Σκηνής ν’ ανεβάσει στον «ιερό» χώρο της Επιδαύρου τον… βωμολόχο πρόγονο ξεσήκωσε χωρίς εξαίρεση την αντίδραση κυρίως του Τύπου.

Ερχόμουν από την ελληνική επαρχία, φοιτητής τότε στη Φιλοσοφική, και είχα δει Αριστοφάνη από το ’50 ήδη παιγμένο από περιοδεύοντες θιάσους κυρίως τραβεστί ηθοποιών. Το νοικιασμένο ταξί της πόλης που ανήκε στον πατέρα τού αργότερα, μακαρίτη πλέον, ηθοποιού του Εθνικού και Πολύδωρου στην επιδαύρια «Εκάβη», μετά τον Αλεξανδράκη (1958), Θάνο Λειβαδίτη (απόφοιτο συνάμα και της Σχολής Καλών Τεχνών, μαθητή του Παρθένη), περιφερόταν μ’ ένα μεγάφωνο στο καπό και ανήγγελλε την παράσταση της «Λυσιστράτης» ως απαγορευμένης για γυναίκες και αγόρια κάτω των 18 ετών. Πρέπει να σημειώσω πως η παράσταση δινόταν σε διασκευασμένο σε σκηνή σινεμά Σαββατοκύριακο, διήμερο που κυκλοφορούσαν εκατοντάδες στρατιώτες, διότι η πόλη είχε μεγάλο στρατόπεδο. Οι κυριότεροι λοιπόν θεατές του απαγορευμένου θεάματος του βωμολόχου αρχαίου προγόνου ήταν φαντάροι, οι οποίοι προσέφεραν μετά την παράσταση και άλλες υπηρεσίες στους γύρω λόφους σε κάποιους καλλιτέχνες ως ευγνωμοσύνη για το θέαμα.

Κάτι τέτοια θεάματα ώθησαν μια αδελφή της μητέρας μου να μου απαγορεύσει να ξαναπάω στην κωμόπολη όπου ζούσε όταν έμαθε πως θα σπουδάσω θέατρο (1957).

Είδα εκείνη την παράσταση σε μετάφραση του Φώτου Γιοφύλλη, που τυπωμένη πουλιόταν στα καροτσάκια γύρω από το Πανεπιστήμιο, το Χημείο, Σόλωνος και Ιπποκράτους –που τη χαιρόταν διαβάζοντάς την το φοιτηταριό στους διαδρόμους και στα αμφιθέατρα. Ηταν μια μετάφραση έμμετρη (σε δεκαπεντασύλλαβο) και θα έλεγα πιστή με έντονη προβολή της σεξουαλικής κυριολεξίας.

Στην ελληνική κοινωνία μετά τον πόλεμο και τον Εμφύλιο, όπου κυριαρχούσε εκτός από τον εργολάβο ο χωροφύλακας και ο θεολόγος παρέα με τον κατηχητή στα υποχρεωτικά στην επαρχία τουλάχιστον κατηχητικά κυριακάτικα μαθήματα στους ναούς (!), ο Αριστοφάνης των τραβεστί ήταν προθάλαμος της χυδαιότητας και της αμαρτίας!

Αλλά και η Αθήνα του 1953-58 είχε τριπλασιάσει τον πληθυσμό της, αφού είχαν συρρεύσει λόγω Εμφυλίου, οικονομικής ανασυγκρότησης χιλιάδες επαρχιώτες, κυρίως χωρικοί –γεωργοί, ποιμένες, μαστόροι –συντηρητικοί και αγράμματοι. Θυμίζω ότι την ίδια περίοδο τρία – τέσσερα θέατρα λειτουργούσαν στην Αθήνα και ήταν εορταστικό γεγονός οι 100 παραστάσεις ενός έργου με 11 παραστάσεις την εβδομάδα!

Αρα έχει μια βάση ο Τύπος που απορούσε σε ποιο κοινό και με ποια εφόδια και ποια αισθητική (με το συκοφαντημένο παρελθόν των θιάσων που περιέγραψα) θα απευθυνόταν το Εθνικό Θέατρο.

Εδώ κάνω μια παρένθεση για να καταθέσω πως ο Δάσκαλός μου Δημήτρης Ροντήρης που είχε εκμυστηρευτεί πως επιθυμούσε διακαώς μετά τις προτάσεις (από το 1936) για τη σύγχρονη ερμηνεία της τραγωδίας, να προχωρήσει και στον Αριστοφάνη αλλά πίστευε πως μόνο με ηθοποιούς της μεγάλης γενιάς της επιθεώρησης (Μαυρέας, Αυλωνίτης, Βασιλειάδου, Σταυρίδης, Χατζηχρήστος, Ρένα Ντορ κ.τ.λ.) θα μπορούσε να προσεγγίσει τον μεγάλο κωμωδιογράφο. Εγκατέλειψε το σχέδιο γιατί αυτοί οι μαστόροι ήταν μανούλες στον αυτοσχεδιασμό και στις προσθήκες αλλά δεν μπορούσαν να πειθαρχήσουν σε ποιητικό κείμενο σε στίχο!

(Δικαιώθηκε χρόνια μετά τον θάνατό του όταν οι σεμνότεροι και αποτελεσματικότεροι πρωταγωνιστές σε αριστοφανικές κωμωδίες αναδείχτηκαν ο Βέγγος, ο Μουστάκας, ο Βουτσάς, ο Κωνσταντίνου, η Τριφύλλη, ο Ψάλτης –δίπλα βέβαια στον λαϊκό εξπρεσιονισμό του Νέζερ, του Καρακατσάνη, του Μιχαλακόπουλου, του Παρτσαλάκη –για να μείνω στους παλαιότερους).

Ο Σολομός είχε αποπειραθεί Αριστοφάνη πρώτα δοκιμαστικά στο Ηρώδειο με τις «Εκκλησιάζουσες» (1956) με την Αρώνη, τον Νέζερ, τον Ζερβό, την Καρέζη, τον Καζή, με μουσική Χατζιδάκι και εικαστικά Βακαλό στη μετάφραση του Θρασύβουλου Σταύρου, μια «αστική» μεταφραστική πρόταση του σοφού φιλολόγου που μετέτρεψε τις σεξουαλικές κυριολεξίες σε πονηρούς υπαινιγμούς. Σοφά.

Με το ίδιο ερμηνευτικό επιτελείο μπήκε η «Λυσιστράτη» στην Επίδαυρο: Αρώνη, Νέζερ, Ζερβός, Καρέζη (θριαμβεύουσα νέα ηθοποιός δίπλα σε θηρία!). Χατζιδάκις, Σταύρου, Βακαλό, χορογραφία Βαρούτη.

Με αυτή τη «Λυσιστράτη» το Εθνικό, αφού ο Τύπος τάχα είχε παραδεχτεί πανηγυρικά την ερμηνεία με το αστικό της φόρεμα, χωρίς φαλλούς, χωρίς καλιαρντά κ.τ.λ., πήγε στο Παρίσι, στο «θέατρο των εθνών» και κόλλησε την αριστοφανική «αρρώστια» και στην καθολική και την προτεσταντική και στο θέατρο ηθική!

Πέρασαν 20 χρόνια για να τολμήσει ο Πίτερ Χολ να σκηνοθετήσει «Λυσιστράτη». Κανείς άγγλος φιλόλογος δεν τόλμησε τότε να μεταφράσει πιστά Αριστοφάνη και ο μεγάλος σκηνοθέτης κατέφυγε σε ινδό ελληνιστή! Κοστούμια δε με φαλλούς ποιος να τολμούσε εικαστικός στη Βρετανία. Εφεξε και άνοιξε ο δρόμος για θρίαμβο και στον Διονύση Φωτόπουλο για διεθνή καριέρα.

Εκτοτε ο Αριστοφάνης έγινε και ευρωπαϊκή μόδα.

Ιδιαίτερα όταν στο Λονδίνο ο Κουν κυριάρχησε με τους «Ορνιθες» –Ρώτας, Χατζιδάκις, Τσαρούχης, Νικολούδη –ο Αριστοφάνης έγινε και στην Ευρώπη και στην Ελλάδα κυρίως εγγύηση ταμειακή!

Οταν το 1975 ο Ευαγγελάτος με τη δική του «Λυσιστράτη» –Ταχτσής, Ν. Πετρόπουλος, Βασίλης Τενίδης –αποπειράθηκε και πέτυχε έξοχα να υλοποιήσει το όραμα του Ροντήρη, δηλαδή να ανεβάσει τον αρχαίο κωμωδιογράφο με το ύφος, το ήθος και το γούστο του λαϊκού μπουλουκιού, δηλαδή με τον κώδικα της επιθεώρησης και του αυτοσχεδιασμού.

Η διαφορά με την επιθυμία Ροντήρη ήταν να διδαχθούν λόγιοι ηθοποιοί (Βογιατζής, Λογοθέτης, Κυριακίδης –προερχόμενοι από τελείως διαφορετικής αισθητικής σχολές) να μιμηθούν και να χαρούν τη λαϊκή υποκριτική που ερχόταν από τον 19ο αιώνα.

Υστερα προστέθηκε το γούστο του Βολανάκη, η πείρα του Μπάκα, η εικαστική και αισθητική προσέγγιση του Γιώργου Μιχαηλίδη και αρκετοί εξαίσιοι «Πλούτοι» του Ντουφεξή, του Κουγιουμτζή, του Μαστοράκη, του Ευαγγελάτου, του Καρακατσάνη κ.ά.

Κάνω μια άλλη παρένθεση για να τιμήσω μια εξαίσια ομάδα ελλήνων συνθετών που μελοποίησαν αριστοφανικές παραστάσεις: Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, Μαρκόπουλος, Κουρουπός, Μαμαγκάκης, Δημητρίου, Σαββόπουλος, Κραουνάκης, Ανδρέου, Αντωνίου, Λεοντής, Μάτσας, Μικρούτσικος, Χριστιανάκης, Βόμβολος, Αναστασόπουλος, Ξανθούλης κ.ά.

Και η μεταφραστική εποποιία: Σταύρου, Ζενάκος, Νεγρεπόντης, Σολομός, Ρώτας, Ρούσσος, Σκούρτης, Κολώτας, Ταχτσής, Μάτεσις, Βαρβέρης, Μύρης κ.ά.

Κάποια στιγμή η αριστοφανική πλημμυρίδα έφερε στην ακτή και σκουπίδια και πτώματα και δολοφονημένο τον ίδιο τον μεγαλοφυή ποιητή –έλκει πολλούς η βωμολοχική εκδοχή και παραβλέπεται ο μέγας κριτικός των θεσμών και της έκπτωσής τους.

Το 1917 ο Κόκκινος Στρατός ανέβασε στην Κόκκινη Πλατεία της Μόσχας «Λυσιστράτη». Ο Λένιν απαγόρευσε τη συνέχεια διότι τα φαντάρια τόνισαν περισσότερο τις ερωτικές σκηνές και υποβάθμισαν την πολιτική κριτική!