Το βιβλίο αυτό είναι εμπνευσμένο από μια πραγματική ιστορία με μόνο τα ονόματα παραλλαγμένα. Ενας φτωχός Εβραίος, ο Γιακόβ Μποκ, κατηγορείται στις αρχές του 20ού αιώνα ότι σκότωσε έναν δωδεκάχρονο χριστιανό με τελετουργικό τρόπο, αφαιρώντας του το αίμα για τους υποτιθέμενους ανόσιους στόχους της φυλής του. Ο Μποκ είναι ένας φτωχός πολυτεχνίτης μάστορας που ζει ισορροπημένα στο εβραϊκό χωριό του στη σημερινή Ουκρανία ώσπου τον εγκαταλείπει η γυναίκα του. Ο Μποκ δεν έχει σπουδάσει, όμως δεν του λείπει η μόρφωση και ο περιορισμένος χώρος του «στετλ» συν η λοιδορία της κοινότητας τον κάνουν να νιώθει φυλακισμένος. Επιπλέον, τα βιβλία που έχει διαβάσει –λ.χ. μελετά μανιωδώς τον Σπινόζα –έχουν μιλήσει στην καρδιά του με τα θαυμαστά πράγματα που περιέχουν για άλλες πίστεις, άλλες χώρες, άγνωστους λαούς και παράδοξα φυσικά φαινόμενα. Ετσι, μια ωραία πρωία αποφασίζει να αφήσει τα πάντα πίσω του και να μετακομίσει στο Κίεβο, πρώτον, για να γνωρίσει τον μεγάλο κόσμο που μας περιτριγυρίζει και δεύτερον (γιατί όχι;) για να πλουτίσει. Αποκρύπτοντας την ταυτότητά του, εγκαθίσταται ως επιστάτης στο πλινθοποιείο ενός πλούσιου Ρώσου που του χρωστάει χάρη μιας και τον έσωσε από πνιγμό μια μέρα που τον βρήκε αναίσθητο από το ποτό μέσα στα χιόνια. Η ζωή του μάστορα πρόσκαιρα στρώνει παρά τις ανησυχίες του μήπως αποκαλυφθεί η ταυτότητά του και κατηγορηθεί για το γεγονός ότι έχει εγκατασταθεί σε γειτονιά όπου απαγορεύεται η διαβίωση των ομοθρήσκων του. Κερδίζει χρήματα, νοικοκυρεύεται, γίνεται το μακρύ χέρι του αφεντικού και μάλιστα συνιστά το αντικείμενο του πόθου της χωλής μεγαλοκόρης του, την οποία όμως απαρνείται την κρίσιμη νύχτα οπότε θα γίνει το αντικείμενο της μοναξιάς και του μίσους της. Και όταν ένα αγόρι βρίσκεται νεκρό σε μια σπηλιά με το αίμα του στραγγισμένο, οι παλιοί φόβοι και δεισιδαιμονίες ξυπνούν. Το τσαρικό καθεστώς και η Δικαιοσύνη συν οι φανατικοί ορθόδοξοι βρίσκουν την ευκαιρία να κάνουν πολιτική διά του εβραϊκού ζητήματος διαστρεβλώνοντας την ιστορία, ξύνοντας πληγές και ωθώντας σε ένα ακόμη πογκρόμ προκειμένου να καταλαγιάσουν τις επαναστατικές τάσεις της ρωσικής κοινωνίας που είχαν ήδη βρει θεσμική διέξοδο το 1905.

Οι Εβραίοι, λοιπόν, θα έκαναν το έγκλημα, ποιος άλλος; Καθώς μάλιστα το αφεντικό του Μποκ είναι μέλος μιας αντισημιτικής οργάνωσης της εποχής των Μαύρων Εκατονταρχιών, τα πράγματα για τον μάστορα σκουραίνουν. Στις εναντίον του χαλκευμένες μαρτυρίες προστίθενται αυτή τη μάνας του δολοφονημένου παιδιού (που στο πραγματικό περιστατικό αποδείχθηκε ότι εμπλεκόταν άμεσα στο φονικό μαζί με τον εραστή της και τη συμμορία του), όπως και οι εργάτες στο πλινθοποιείο που μισούσαν τον Μποκ μιας και δεν τους επέτρεπε την κλοπή τούβλων από την οποία κερδοσκοπούσαν. Φυσικά πρωτοστατεί το ίδιο το πρώην αφεντικό του και η βαθιά προσβεβλημένη από την ερωτική απόρριψη κόρη του. Ο αποδιοπομπαίος τράγος αποδεικνύεται πολλαπλώς χρήσιμος. Ο Εβραίος μάστορας θα εγκλεισθεί για δυόμισι ολόκληρα χρόνια αναμένοντας τη δίκη του χωρίς να του απαγγέλλονται κατηγορίες, μιας και τα στοιχεία εις βάρος του είναι σαθρά ενώ ταυτόχρονα έχει ξεσπάσει ένα κύμα συμπαράστασης τόσο από (ένα μόνο) μέρος της εβραϊκής κοινότητας, από ρώσους φιλελεύθερους και διανοουμένους, όσο και από τον διεθνή Τύπο.

Το βιβλίο εκδιπλώνει με άπειρες και ενίοτε κουραστικές λεπτομέρειες τη ζωή του κρατουμένου μέσα σε άθλιες από πλευράς υγιεινής και διατροφής συνθήκες, σε απόλυτη απομόνωση τόσο που αναρωτιέσαι πώς επιβίωσε. Ο Μποκ θα επιμείνει ώς το τέλος ότι είναι αθώος, θα αρνηθεί μάλιστα τη χάρη που του απονέμει κάποια στιγμή ο ίδιος ο τσάρος, μέχρι την τελική παραπομπή του σε δίκη. Η έκβαση της υπόθεσής του μένει ωστόσο αναίτια ανοιχτή στο βιβλίο, ενώ στην πραγματική ζωή ο διωχθείς Μέντελ Μπέιλις δικαιώθηκε, εγκαταστάθηκε στην Παλαιστίνη και αργότερα έγινε διασημότητα στις ΗΠΑ. Ανέβηκαν μάλιστα κάμποσα θεατρικά έργα προς τιμήν του και επιπλέον δημοσίευσε ο ίδιος βιβλίο με την τραγική του ιστορία.

Γεωγραφικοί προσδιορισμοί

Το μυθιστόρημα του Μπέρναρντ Μάλαμουντ αντλεί πάμπολλα στοιχεία από την πραγματική ιστορία, ενώ δεν ξεφεύγει καν από τους γεωγραφικούς προσδιορισμούς της. Είναι γι’ αυτό που ο συγγραφέας κατηγορήθηκε επανειλημμένα για λογοκλοπή από τους επιγόνους του Μπέιλις, κάτι που δεν εμπόδισε το έργο να γίνει τεράστια εκδοτική επιτυχία στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Δικαιολογημένα, μιας και το Ολοκαύτωμα ήταν ακόμη σχετικά πρόσφατο και οι ίδιες οι εβραϊκές κοινότητες ανά τον κόσμο αναδιφούσαν την ίδια τους την ιστορία, μεταξύ άλλων για να αντλήσουν διδάγματα ως προς το διαρκές συναίσθημα ενοχής του λαού τους που τους κατέστησε εύκολα θύματα ποικίλων πογκρόμ και, στο τέλος της γραμμής, εύκολη λεία για τον ναζισμό. Επιπροσθέτως το βιβλίο εκδόθηκε στην κορύφωση της ψυχροπολεμικής εποχής και η απόδοση των νομοτελειακά αρνητικών χαρακτηριστικών των σοβιετόστροφων καθεστώτων -που μεταξύ άλλων είχαν καταγγείλει ο Κέσλερ ή ο Σολζενίτσιν –στο αυταρχικό καθεστώς της ρωσικής αυτοκρατορίας ήταν τότε υπαρκτή τάση στον ακαδημαϊκό κόσμο. Ας θυμίσουμε ακόμη ότι δεκαετίες μετά την υπόθεση Ντρέυφους, τα πολιτικά – δικαστικά δράματα είχαν αυξανόμενο αναγνωστικό κοινό, ενώ είχαν αρχίσει να κυριαρχούν και στη μεγάλη οθόνη, ειδικά στις ΗΠΑ, συχνά με αφορμή κακοδικίες εις βάρος Αφροαμερικανών. Ετσι, δεν πρέπει να αποτελεί έκπληξη το ότι ένα βιβλίο, που χρησιμοποιεί όλες τις τεχνικές εκμαίευσης συγκίνησης και ταύτισης του ήρωα με τον αναγνώστη, τα κατάφερε μια χαρά παρά το ότι η εποχή και οι τόποι αναφοράς του δράματος ήταν μάλλον απόμακρα.

n Στο κείμενο του Μιχάλη Μοδινού στο «Βιβλιοδρόμιο» του προηγούμενου Σαββάτου για το βιβλίο «Το δίλημμα της πεταλούδας» του Ηλία Ευθυμιόπουλου αναγράφηκε λαθεμένα ως συνεκδότης, μαζί με την Ακαδημία Αθηνών, το «Μαραγκοπούλειο Iδρυμα», αντί του σωστού «Μαριολοπούλειο Iδρυμα».

Bernard Malamud

Ο Μάστορας

Mτφ. Κατερίνα Σχινά

Εκδ. Καστανιώτη 2017, σελ. 413

Τιμή: 19 ευρώ

Ευφυΐα

Διάλογος μεταξύ ελευθερίας και αναγκαιότητας

Ο Μπέρναρντ Μάλαμουντ (1914-1986) υπήρξε καλός συγγραφέας και αποδεκτός μεταξύ των αμερικανοεβραίων ομοτέχνων του, από τον ΙΣίνγκερ και τον Μπέλοου ώς τον Φίλιπ Ροθ. Ο Μάστορας έχει πλέον ανακηρυχθεί σε κλασικό έργο. Είχα διαβάσει κάμποσο Μάλαμουντ σε νεαρή ηλικία απευθείας στα αγγλικά και είχα εκτιμήσει ιδιαιτέρως την ανέκδοτη στη χώρα μας συλλογή διηγημάτων του The Magic Barrel. Η συμβατική τριτοπρόσωπη γραφή του ξέρει να σε οδηγήσει σε κορύφωση ακριβώς τη στιγμή που είσαι έτοιμος να δηλώσεις κόπωση, μέσω δραματικών επεισοδίων όπως η δολοφονία του ανακριτή που είχε πάρει θαρραλέα το μέρος του κατηγορούμενου ή η συγχώρεση που παρέχει ο μάστορας στην άπιστη γυναίκα του μαζί με την αναγνώριση του παιδιού που έχει στο μεταξύ φέρει στο κόσμο ως δικού του. Το ενδιαφέρον ωστόσο εξάπτουν περισσότερο οι σύντομες φιλοσοφικού τύπου παρεκβάσεις. Ειδικά ο διάλογος μεταξύ ελευθερίας και αναγκαιότητας (ανθρώπινων επιλογών και μοίρας) που διατρέχει όλο το βιβλίο είναι εξαιρετικά ευφυής και δείχνει βαθιά αφομοίωση των τομών μεταξύ θρησκείας και εγκοσμιότητας, απείθειας και μεταμέλειας. Το ίδιο και η σχετικοποίηση της έννοιας της ανθρώπινης προόδου που κατά τον συγγραφέα ουδόλως ταυτίζεται με τον εκπολιτισμό.