Φέτος έτος Καζαντζάκη, 60 χρόνια από τον θάνατο ενός μείζονος όχι μόνο ποιητή και μυθιστοριογράφου, αλλά κυρίως ενός στοχαστή με την έννοια που έδινε στον όρο ο Νίτσε, ο φιλόσοφος που επηρέασε καθοριστικά τη σκέψη του κρητικού συγγραφέα.

Ο ίδιος ο Καζαντζάκης πίστευε έως την ωριμότητά του πως ήταν ποιητής και με άγχος, θα έλεγα, αισθανόταν την ανάγκη να καταφύγει στην πεζογραφία που στη σκέψη του ταυτιζόταν με μια οπισθοχώρηση και έναν συμβιβασμό με τις ανάγκες ενός κοινού που προτιμά μια τέχνη πιο λαϊκή (όχι βέβαια λαϊκίστικη). Δεν υπάρχει εξάλλου αντίρρηση πως το μυθιστόρημα είναι ανακάλυψη των νέων χρόνων, όταν η τρίτη τάξη μπαίνει δυναμικά στη σκηνή της Ιστορίας. Παρ’ όλο που ο απλός λαός, σε εποχές που αγνοούσε ακόμη και τη γραφή και δύσκολα προσέγγιζε τα προϊόντα της τυπογραφίας και περισσότερο τα πανάκριβα χειρόγραφα, παρήγαγε προφορικά μεγάλα ποιητικά αριστουργήματα, μουσικά και χορευτικά μορφώματα, γεμάτα με τους καημούς, τις χαρές, τα πένθη, τα μίση και τις προσδοκίες των απλών ανθρώπων, βρισκόταν μακριά από τη λεγόμενη «έντεχνη» ποίηση, προϊόντα των «ανώτερων ταξικών εμπνεύσεων».

Mετά όμως το άνοιγμα κυρίως της Ευρώπης στις νέες χώρες και την επικράτηση της ελεύθερης διακίνησης των προϊόντων, άρα και τη δημιουργία μιας ισχυρής ομάδας διακινητών αυτών των προϊόντων (έμποροι, τεχνίτες, καραβοκυραίοι), η πλατιά αυτή μάζα πληθυσμών έχει πλέον απαιτήσεις να μετέχει και στην πρόσληψη της γνώσης, όχι μόνο της πρακτικής και της επιστημονικής, αλλά και της δημιουργικής φαντασίας. Οι νέοι χρόνοι συχνά θυμίζουν την αυγή του πολιτισμού. Οπως η Ιστορία της ανθρωπότητας δημιούργησε έργα που αφηγήθηκαν την εποποιία της εισόδου του ανθρώπου στην πρόοδο και την αξιοποίηση των μέσων που του εμπιστεύτηκαν οι καιροί (έπος), έτσι και στους νέους χρόνους η Ιστορία ξαναβρίσκει πάλι καταφύγιο στην αφήγηση και τη λογοτεχνική αξιοποίηση των εμπειριών και των κατακτήσεων της τάξης που ανέλαβε πλέον τη διακίνηση των προϊόντων αλλά και των ιδεών.

Δεν παραβιάζω ανοιχτές θύρες αν θυμίσω πως η ποίηση των λογίων είχε απαιτήσεις μύησης και εθισμού σ’ ένα λογοτεχνικό κατόρθωμα απαιτητικό, ενώ η πεζογραφία είχε ευκολότερη πρόσβαση στα λαϊκότερα στρώματα. Για να ξαναγυρίσω στον Καζαντζάκη. Ο κρητικός ποιητής για χρόνια αφιερώθηκε κατ’ αρχάς να σωρεύσει εμπειρίες από την παγκόσμια σκέψη, άρα οπλίστηκε με εργαλεία σκέψης, ανάλυσης και αισθητικής, παρακαταθήκη της πνευματικής περιπέτειας της ανθρώπινης ευαισθησίας, μυήθηκε στον στοχασμό όπως τον διαχειρίστηκαν τα μεγάλα πνεύματα της εποχής του. Υπήρξε φοιτητής του Μπερξόν και βαθύς μελετητής του Νίτσε και των μετεγελιανών φιλοσόφων του τέλους του 19ου αιώνα.

Ο Καζαντζάκης ήταν μεταφραστής και του Νίτσε και του Δάντη και βέβαια της «Ιλιάδας» και της «Οδύσσειας», συγγραφέας μιας «Ιστορίας της ρωσικής λογοτεχνίας» και μείζων ταξιδιωτικός συγγραφέας, άρα γνώστης του ψυχισμού και του ήθους άλλων λαών και άλλων χρόνων, αποτυπωμένων σε κείμενα και μνημεία.

Αυτές οι περιουσίες τροφοδότησαν το πρωτότυπο έργο του, κυρίως ποιητικό. Ο ίδιος θεωρούσε ως μείζον έργο του και κατόρθωμα αξεπέραστο το έπος του «Οδύσσεια», ένα ποιητικό επικό αφήγημα όπου παρελαύνουν όλες οι μεγάλες πνευματικές κατακτήσεις της ανθρώπινης παράδοσης.

Επίσης το τεράστιο θεατρικό ποιητικό του έργο όπου πίσω από τα μεγάλα πρόσωπα του ιστορικού ή του μυθικού κόσμου αποτυπώνονται οι προσωπικές, του Καζαντζάκη, αγωνίες, υλιστικές, πνευματικές και μεταφυσικές. Ο Ιησούς, ο Βούδας, ο Νώε, ο Προμηθέας, ο Κολόμβος, ο Περίανδρος, ο Καποδίστριας, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, ο Μίνωας είναι τα προσωπεία που επέλεξε ο Καζαντζάκης για να ανιχνεύσει τον ανήφορο που τον οδηγούσε στο μηδέν αλλά δικαίωνε το μόνο καθήκον του ανθρώπου, την ανάβαση ως τη μόνη άξια του ανθρώπου απελπισμένη αποστολή.

Ολο το επικό και θεατρικό έργο του ποιητή Καζαντζάκη έχει ως αφετηρία το εξαίσιο φιλοσοφικό του έργο «Σωτήρες θεοί ή Ασκητική», ένα μετα-κομμουνιστικό μανιφέστο, ήδη «μετά» από το 1929!!

Μόλις η Ευρώπη βρέθηκε μέσα στη δίνη των ολοκληρωτισμών και επέλεξε την κόλαση του πολέμου, ο Καζαντζάκης ένιωσε πως το μείζον έργο του άφησε αδιάφορο τον μεγάλο παχύ ή ισχνό λαό.

Και κατέφυγε στην πεζογραφία.

Πόσο, αλήθεια, συνειδητοποιούμε πως ο μυθιστοριογράφος Καζαντζάκης και το σύνολο των πεζών του δημοφιλών έργων καλύπτουν μόνο 12 χρόνια, τα τελευταία του βίου του! (1943 – 1957).

Ο μεγάλος αυτός δημιουργός δεν άλλαξε ούτε ιδέες, ούτε σκοπούς, ούτε φιλοσοφία ζωής. Ο ίδιος πίστευε ότι συμβιβάστηκε, ότι χαμήλωσε τον πήχυ, ότι αλλοίωσε και την αισθητική του.

Ετσι το πρώτο του μυθιστόρημα «Ο Ζορμπάς» είναι και το πρώτο εκλαϊκευτικό κείμενό του, όπου παλεύει να μην αποστεί από τις θεμελιώδεις ιδεολογικές του επιλογές.

Πάντα μου έκανε εντύπωση πως αυτό το πρώτο και ίσως διασημότερο πεζό του θεωρήθηκε ότι μετέφερε στο ευρύτερο κοινό το λεγόμενο «κρητικό βλέμμα»!

Ο κεντρικός ήρωας του έργου που εκφράζει σαφώς τις γόνιμες ιδεοληψίες του συγγραφέα δεν είναι βέβαια Κρητικός. Θα έλεγα πως πίσω από αυτό το ιστορικά υπαρκτό πρόσωπο, το οποίο γνώρισε και συμβίωσε μαζί του ο Καζαντζάκης, υπήρχαν όλα τα γνωρίσματα μιας άλλης ιδιόμορφης προσωπικότητας που σημάδεψε τον κρητικό ποιητή, του Παναΐτ Ιστράτι, Τσιγγάνου ρουμανικής ιθαγένειας.

Ζορμπάς και Ιστράτι ως σύνθεση αποτελούν ό,τι ως προσωπικότητες, εμπειρίες βίου και πρόσληψη του κόσμου ζήλεψε ο «γραφιάς» Καζαντζάκης. Στον Ζορμπά μόνο ένας ιδεοληπτικός ελληνολάγνος ή εθνολάγνος θα εύρισκε δείγματα ενός ήθους αξιοζήλευτου προς μίμηση. Ενας άρρωστος ερωτισμός που μυρίζει «ιδρώτα του αντρούς» (!), μια κοινωνία που περιφρονεί και σκοτώνει μια ερωτική χήρα, μια κοινότητα που λεηλατεί το σπιτικό μιας ξένης παραπλανημένης πόρνης, μια νεολαία μαχαιροβγάλτες κατά τη γνώμη μου δεν αποτελούν έναν εσμό που ένας συγγραφέας προτείνει ως πρότυπο βίου.

Εξάλλου ο Καζαντζάκης για λόγους που δεν σκοπεύω σήμερα να εξηγήσω, αλλά έχουν εκτεθεί και από την πρώτη του σύζυγο τη Γαλάτεια και την αδελφή της Αλεξίου, είχε στα μυθιστορήματά του τουλάχιστον αλλά και στα θεατρικά του μια απέχθεια (για να χρησιμοποιήσω έναν ήπιο όρο) προς τη γυναίκα, τη γυναίκα θήλυ, ερωμένη, σεξουαλικό «αντικείμενο»!

Ολες οι γυναίκες στα μυθιστορήματά του κατακρεουργούνται, δολοφονούνται, περιφρονούνται και εμφανίζονται σαν πρόσωπα εξ ων έρχεται το σκάνδαλο.

Και στον «Ζορμπά» το ίδιο. Δεν είμαι ψυχαναλυτής, γι’ αυτό περιορίζομαι στη διαπίστωση.

Οι δύο έλληνες σπουδαίοι συγγραφείς Ρέππας και Παπαθανασίου εν πρώτοις έχουν αποδείξει πως τιμούν και σέβονται την παράδοση της γραφής και της δημιουργίας του τόπου μας. Εχουν και στα προσωπικά τους δημιουργήματα καταθέσει και έγνοια, ευαισθησία, προβληματισμό και ευπρέπεια για έναν λαό που έχει πολλά ελαττώματα αλλά κυρίως έχει και μια έντονη κριτική, σχεδόν δηλητηριώδη αίσθηση του χιούμορ.

Οι δύο αυτοί συγγραφείς διασκεύασαν τον «Ζορμπά» και δεν πρόδωσαν τον Καζαντζάκη. Ομως τον απάλλαξαν από το «κρητικό βλέμμα». Περιορίστηκαν στο κοινόχρηστο ελληνικό σύνδρομο!!

Κατανόησαν τον καλά κρυμμένο νιτσεϊσμό του «Ζορμπά» αφού οι δύο κυρίαρχες φιγούρες του έργου, ο συγγραφέας (Καζαντζάκης) και ο Ζορμπάς (Ιστράτι) είναι λογοτεχνικές εκδοχές της νιτσεϊκής θεωρίας περί Απολλώνιου και Διονυσιακού πνεύματος και συνάμα θεατροποίηση της νιτσεϊκής θεωρίας για το τραγικό αφού η τραγωδία γεννιέται από το πνεύμα της μουσικής και ο Ζορμπάς εκφράζεται με τον χορό και το τραγούδι. Και στην παράσταση κυριαρχεί το μουσικό δαιμόνιο του Μίκη Θεοδωράκη.

Ο Σταμάτης Φασουλής κατάθεσε μια από τις καθαρότερες, τίμιες και ισορροπημένες σκηνοθεσίες του.

Αγαπά τον ηθοποιό και τον προβάλλει χωρίς να τον χρησιμοποιεί ως όργανο του θεάματος.

Η διδασκαλία του μας χάρισε δύο έξοχες ερμηνείες των δύο γυναικών – θυμάτων. Η Κουλίεβα και η Δραγούμη αποτελούν υποκριτικά διαμάντια, υπόδειγμα επεξεργασίας ρόλου. Ο Μέμος Μπεγνής, στην καλύτερή του έως σήμερα υπόδυση. Ο νεαρός Ρένος Ρώτας έδειξε την κλάση του, λιτή και μετρημένη ερμηνεία. Ο Βερλέκης ουσιαστικός και καίριος. Ο Παπαματθαίου σε ρόλο με ρίσκο (ο τρελός του χωριού) απέφυγε τις υπερβολές και την εύκολη γραφικότητα. Ο Παντελιδάκης (σκηνικά), η Βαχλιώτη (κοστούμια), ο Παπάζογλου (χορογραφία), ο Παυλόπουλος (φωτισμοί) λειτούργησαν με γούστο και αισθητική αλήθεια. Ολος ο άλλος πολυπληθής θίασος ευπρεπής και πειθαρχημένος.

Ο Γρηγόρης Βαλτινός εντάσσεται πλέον στις ερμηνείες ανθολογίας και υποκριτικού μαθήματος.