Αν κάτι κάνει το αφηγηματικό βιβλίο του Νίκου Ξένιου «Το κυνήγι του βασιλιά Ματθία» άκρως συναρπαστικό, δεν είναι μόνον ότι μέσα στις ενενήντα του σελίδες έχεις μια επιτομή της ανθρώπινης περιπέτειας (όπως μάλιστα την εγκαθιστά ένας συνδυασμός παραμυθιού και σύγχρονου δράματος) στη διάρκεια τετρακοσίων χρόνων. Είναι κυρίως ότι η Ιστορία συμπλέκεται μέσα του μ’ έναν τόσο πρωτόγνωρο τρόπο ώστε σταθμοί της να μην είναι μόνον ο Κοσμάς ο Ινδικοπλεύστης –ελληνικής καταγωγής έμπορος από την Αλεξάνδρεια –που το όνομά του μας γίνεται γνωστό χάρη στο έργο του «Χριστιανική τοπογραφία», το γραμμένο ενώ μόναζε στο όρος Σινά, ο Ιωάννης Μαλάλας, ο εξελληνισμένος Σύρος που θεωρείται ο κατεξοχήν εκπρόσωπος της μοναστικής χρονογραφίας στο Βυζάντιο, αλλά και οι Αριμασποί (κατά τον Παυσανία, σ’ αυτούς είχαν περάσει πρώτα τα θεία δώρα των Υπερβορείων που τα μετέφεραν στους Ισσηδόνες, μετά στους Σκύθες και οι Σκύθες τα μετέφεραν στους Ελληνες) και οι Εσκενάζι (απόγονοι των Ιουδαίων που είχαν καταφύγει στην Κεντρική Ευρώπη το 70 μ.X. για να αποφύγουν τους διωγμούς των Ρωμαίων).

Το παραμύθι

Χωρίς επιπλέον να χρειάζεται να γνωρίζεις οτιδήποτε σε σχέση με όλα αυτά, ώστε «Το κυνήγι του βασιλιά Ματθία» να παραμένει ένα απολύτως προσιτό αφήγημα καθώς γίνεται αντιληπτό σε όλες του τις σελίδες, χωρίς να υπάρχει η ελάχιστη μνεία, ότι η πιο σκληρή σύγχρονη πραγματικότητα, όπως αυτή των μεταναστών, ενδέχεται να ακούγεται ή να διαβάζεται, σε τετρακόσια χρόνια, σαν ένα παραμύθι. Με τους «ανώνυμους» σήμερα Κούρδους Αριμάν, Μπίρκα, Νάζνταρ και Αρτίς να έχουν γίνει τόσο ευδιάκριτα αναγνωρίσιμοι όσο η πριγκίπισσα Μερσούδα του παραμυθιού. Ενα παραμύθι που δεν συνιστά μια δεύτερη αφήγηση μέσα στο βιβλίο –όπως λανθασμένα διατείνεται το οπισθόφυλλο –αλλά ενσωματώνεται απολύτως μέσα στην εξέλιξη της περιπέτειας των σημερινών μεταναστών. Διαφορετικά γιατί ο Μπίρκα θα γινόταν ο αφηγητής του παραμυθιού, τόσο βαθιά γνώστης του, ώστε αν και η οδοιπορία του ίδιου και των συντρόφων του ξεκινάει από τον Κουρδιστάν και περνώντας από την Τουρκία, την Ελλάδα και τη Σερβία φτάνει ώς τη Βουδαπέστη, ενώ οι διαδρομές που χαράσσει το παραμύθι εκτείνονται ώς τη Λυκία, την Κιλικία, την Παμφυλία και το Αμόριο της Φρυγίας, δεν θα απέκλειε κανείς το ενδεχόμενο ένας μακρινός του απόγονος να τον αναγνωρίσει με τη μορφή ενός ελαφιού στο Κουρδιστάν, όπως ο Μπίρκα αναγνωρίζει την πριγκίπισσα Μερσούδα στο βάθος μιας δεντροστοιχίας στη Βουδαπέστη, δίπλα στα φανάρια των αυτοκινήτων, κατά τη διάρκεια μιας μεγάλης κούρσας ελεύθερων δρομέων που γίνεται στο κέντρο της πόλης με σπόνσορα τη Vodafone.

Μεταναστευτικές ροές

Χωρίς ίχνος υπερρεαλιστικής καταβολής ή προοπτικής, «Το κυνήγι του βασιλιά Ματθία» μπορεί να λογαριαστεί ως μια εξαιρετικά ακριβόλογη επιτομή της ευρωπαϊκής ιστορίας των τελευταίων τετρακοσίων χρόνων, με την ανασύνταξή της πλέον να επιχειρείται χάρη στις μεταναστευτικές ροές οπουδήποτε και οποτεδήποτε κι αν εμφανίζονται, τόσο πιο καθηλωτικές καθώς δεν αναπαριστώνται με περιγραφές μαζικών ταλαιπωριών και θανάτων, αλλά σύμφωνα με το πώς σκέφτονται ή πώς ενεργούν συγκεκριμένοι άνθρωποι ανάμεσά τους. Οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι παρά τον ιδιάζοντα χαρακτήρα της μεθόδου που επιλέγει ο Νίκος Ξένιος προκειμένου να διαχειριστεί μια θολή ακόμη στο μυαλό των περισσοτέρων ιστορία, όπως αυτή του μεταναστευτικού προβλήματος, τελικά δεν «κυριολεκτεί» μόνον όσον αφορά την περιπέτεια των πέντε κύριων ηρώων του, μαζί με τον πρωτοπρόσωπο αφηγητή, με τόση πληρότητα σάμπως να τους γνωρίζει κανείς από την πρώτη ώρα που γεννήθηκαν, κατορθώνει επίσης να εκφράζει με τον πιο ελλειπτικά ευπροσήγορο τρόπο τον γραφειοκρατικό παραδαρμό της σημερινής επίσημης Ευρώπης, όσον αφορά το Μεταναστευτικό, χωρίς ωστόσο ο ίδιος ο συγγραφέας να τη θεωρεί άξια να μνημονευτεί μ’ έναν καν υπαινιγμό. Διαφορετικά θα τραυματιζόταν μια αντιστοιχία που θέλει τη σημερινή Ευρώπη να μην παραλλάσσει σε σχέση με την Ευρώπη του 16ου αιώνα –και μάλιστα όπως το επισημαίνει ο μνημονευθείς ήδη κούρδος μετανάστης Μπίρκα, όταν λέει στους συντρόφους του: «Τα χρόνια εκείνα έμοιαζαν οι νύχτες με μαύρη άβυσσο και αν κανείς έβλεπε την Ευρώπη το βράδυ από ένα βουνό, ήταν θεοσκότεινη. Αυτή την εικόνα την είχαν μόνο όσοι έμεναν σε υψώματα και μπορούσαν από εκεί πάνω να διακρίνουν έναν οικισμό τη νύχτα».

Μεταξύ ύπνου και ξύπνιου

Η Ευρώπη και ο θρύλος της πριγκίπισσας Μερσούδας

Οσο δημιουργική μπορεί να σταθεί για έναν πεζογράφο η θέα ενός αγάλματος, όπως αυτό του βασιλιά Ματθία στην κορυφή του λόφου με τα ανάκτορα στη Βουδαπέστη, ώστε η αναδρομή στην ιστορία του –του αγάλματος –να προκαλεί, το επαναλαμβάνουμε, μέσα σε ενενήντα σελίδες, μια πραγματική κοσμογονία, το ίδιο ακριβώς τέσσερις σύγχρονοι κούρδοι μετανάστες μπορεί να πιστώνονται ερήμην τους με την αποκάλυψη μιας Ευρώπης βυθισμένης μεταφορικά σε νύχτα βαθιά όσο τουλάχιστον πραγματικά τώρα βαθιά είναι η νύχτα που περιβάλλει τους ίδιους στην ατέρμονη οδοιπορία τους, τη χαρακτηρισμένη με την τρομερή φράση: «Για μας υπήρχε μόνο ο χρόνος που θα κυλούσε μέχρι την επόμενη στάση». Με την Ελλάδα ως έναν ενδιάμεσο σταθμό να γίνεται χαρακτηριστική η συμβολή της στην περιπέτειά τους χάρη στον παρηγορητικό θρύλο της Μερσούδας, που όπως μας πληροφορεί ο συγγραφέας «είναι ένας συνδυασμός από τοπικές παραδόσεις της Καρύταινας, της Κιμώλου, της Κεφαλονιάς, του Τσεσμέ και της Αρετσού Βιθυνίας». Ετσι ώστε μια σχέση –δηλαδή πολύ στενή –που θ’ αναγνώριζε κανείς ανάμεσα στον ιταλό διανοούμενο Μαρσίλιο Φιτσίνο που δίδαξε στον βασιλιά Ματθία τις πλατωνικές ιδέες περί βασιλέως – φιλοσόφου, αντίστοιχη και ίσως μεγαλύτερη να επισήμαινε κανείς ανάμεσα στο κουρδικό τραγούδι «Ο δρόμος δεν ρωτά πού είσαι, ο δρόμος δεν ρωτά πού πας. Ο δρόμος ποτέ δεν φοβάται. Τίποτε απ’ τον δρόμο δεν μοιάζει σαν τον άνθρωπο. Και τίποτε απ’ τον άνθρωπο δεν μοιάζει σαν τον δρόμο», καθώς ακούγεται να το τραγουδάνε ο Αριμάν, ο Νάζνταρ και ο Αρτίς, και μια πλωτή πλατφόρμα που διασχίζει τον Δούναβη την ίδια ακριβώς στιγμή με πλαγιασμένο και ακουμπισμένο με γερανούς πάνω στο κατάστρωμά της το μπρούντζινο κεφάλι του Λένιν. Σαν να πρόκειται για μια εικόνα της Ευρώπης που συνειδητοποιείται μεταξύ ύπνου και ξύπνιου κι όση σημασία διατηρούν για τον ευρωπαϊκό πολιτισμό ο Πασκάλ, ο Ντιντερό, ο Χάιντεγκερ ή ο Σαρτρ, την ίδια ακριβώς μοιάζει ν’ απηχεί μια φράση που ακούει δυνατά μέσα σε μια παραίσθησή της η πριγκίπισσα Μερσούδα να της λέει, πριν επιβιβαστεί σε μια γαλέρα που θα την πάρει μακριά στο Αιγαίο: «Κανείς να μη σκοτώνει τις πέρδικες».

Νίκος Ξένιος

Το κυνήγι του βασιλιά Ματθία

Εκδ. Κριτική, 2017, σελ. 96

Τιμή: 11 ευρώ