Το ταξίδι, για την ιστορικό και πεζογράφο Λένα Διβάνη, έχει γίνει δεύτερη φύση. Οποτε της περισσεύουν χρήματα, εκεί επιλέγει να τα ξοδέψει, ειδικά όμως από το 2002 και μετά, κάνει και ορειβατικά ταξίδια με οργανωμένες αποστολές. Ηταν τότε που για να βοηθήσει ψυχολογικά μια φίλη της ορειβάτισσα που αισθάνθηκε φόβο για το επόμενο ταξίδι, αποφάσισε να τη συνοδεύσει. «Πρώτο ταξίδι έτυχε ναύλος για τις Αλπεις», που θα έλεγε και ένας Καββαδίας του βουνού. Φυσικά δεν τις ανέβηκε, έμεινε στους πρόποδες. Ηταν όμως το εναρκτήριο λάκτισμα. Και έκτοτε ταξίδεψε (ή μάλλον αναρριχήθηκε) σε Νέα Ζηλανδία, Αιθιοπία, Κούβα, Βιετνάμ, Βενεζουέλα, Ινδία, Παταγονία και γενικά σε όλο τον κόσμο.

Το βιβλίο που έγραψε για όλα αυτά και που λέγεται «Τι έμαθα περπατώντας στον κόσμο» είναι μια τεράστια απόλαυση, όχι μόνο για τους γνώστες, αλλά και για τους ανίδεους περί την ορειβασία, κυρίως λόγω του τρόπου γραφής του. Που ανακατεύει πληροφορίες για το δύσκολο αυτό σπορ, διανθισμένες με πληροφορίες για τον κάθε τόπο και την ιστορία του. Κυρίως, όμως, που είναι εξαιρετικά γλαφυρός, με πολύ χιούμορ και αυτοσαρκασμό. Λέει για το παρθενικό της ταξίδι, που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ (στο οποίο, όμως, πήρε το βάπτισμα του πυρός): «Επί του παρόντος η πορεία ήταν χαλαρή, αλλά άκουσα ότι ο στόχος μας ήταν να βαδίσουμε ανεβοκατεβαίνοντας χλοερούς ελβετόλοφους επί οχτώ ώρες, εν είδει προθέρμανσης για την ανάβαση στο Μον Μπλαν που θα ακολουθούσε.

Μέχρι στιγμής βάδιζα κανονικά χωρίς προβλήματα. Αυτό δεν με ηρέμησε όμως. (…) Αλλο η πόλη, άλλο το βουνό. Αλλο το ίσιωμα, άλλο η ανηφόρα. Αλλο οι χαράδρες να χάσκουν δίπλα σου, άλλο η Πανεπιστημίου. (…) Η μεγαλύτερη δοκιμασία με περίμενε τέσσερα χιλιόμετρα παρακάτω –και όπως πάντα, χτύπησε τη στιγμή που φαινομενικά όλα εξελίσσονταν φίνα και ωραία.

«Ανεβείτε κάθετα»

Ξαφνικά ο αρχηγός σταματάει την ομάδα που ανέβαινε έναν απότομο λόφο από ένα περιφερειακό μονοπατάκι. «Αφήστε το μονοπάτι και ανεβείτε κάθετα το λόφο μέχρι την κορυφή», διέταξε. Οι παλιοί άρχισαν σιγά σιγά να ανεβαίνουν. Εγώ πάγωσα. Μόλις μάλιστα σήκωσα τα μάτια μου ψηλά, ένιωσα τη γη να φεύγει κάτω απ’ τα μποτάκια μου.

Οταν λέμε κάθετα εννοούμε κάθετα, δεν ήταν σχήμα λόγου. Για να ακολουθήσω την ομάδα, έπρεπε να βρω τρόπο να σκαρφαλώσω σαράντα περίπου μέτρα σε ένα κάθετο χορταριασμένο πεδίο. Τρέμοντας έσκυψα και είπα στο αφτί της Ντίνας. «Πώς θα το κάνω εγώ αυτό; (…) Θα φύγω πίσω με το κεφάλι. Θα σκάσω σαν καρπούζι». (…) Η Ντίνα κοίταξε τον Τάσο ελαφρώς συγχυσμένη. «Γιατί;» τον ρώτησε στα ίσα. «Γιατί είναι πιο σύντομο. Να μη χάνουμε χρόνο», της απάντησε. Αυτό μέχρι κι εγώ η άσχετη κατάλαβα ότι ήταν δικαιολογία. (…) Τότε έγινε κάτι σαν επανάσταση μέσα στον εγκέφαλό μου. Κατάλαβα αστραπιαία τι παιζόταν και θύμωσα. Θύμωσα που ο αρχηγός δεν με εμπιστευόταν. Θύμωσα με τον εαυτό μου που του έδωσε το δικαίωμα να μη με εμπιστεύεται. Θύμωσα που φοβήθηκα και τον άφησα να το καταλάβει.

Τα μικρά φαιά μου κύτταρα κοκκίνισαν, η αδρεναλίνη έσπασε το φράγμα και πλημμύρισε όλους τους πόρους του σώματός μου, που αίφνης μεταμορφώθηκε σε σώμα χιμπατζή. «Φύγαμε», είπα στην Ντίνα. «Θα το ανεβώ». Και χωρίς να περιμένω να κλείσει το στόμα της απ’ την έκπληξη, άρχισα να σκαρφαλώνω κυριολεκτικά σαν πίθηκος την κάθετη πλαγιά. Αυτό που με έσωσε εκτός από το θυμό ήταν τα χόρτα.

Αφού δεν είχα μπατόν, άρπαζα τα χόρτα από τις ρίζες για να δώσω ώθηση στα πόδια και συνέχιζα έρποντας σε μια φρενήρη πορεία προς τα πάνω. Αν σταματούσα, αν έριχνα ένα βλέμμα πίσω μου, θα είχα πέσει σαν σύκο από τη συκιά στο ίδιο δευτερόλεπτο από το φόβο μου. Δεν το έκανα όμως».

«Ο κόσμος είναι το σπίτι όλων μας και όλοι είμαστε κάπως συγγενείς»

Η Λένα Διβάνη μίλησε στο «Βιβλιοδρόμιο» για την περιπέτεια της ορειβασίας και το νέο της βιβλίο

Πότε γίνατε από τουρίστρια ταξιδιώτισσα;

Οπως γράφω και στο βιογραφικό μου μεταξύ σοβαρού και αστείου, δηλαδή σοβαρότατα, φημολογείται ότι γεννήθηκα με ένα σακβουαγιάζ στον ώμο. Μεγάλωσα μ’ αυτό. Είχα δηλαδή παιδιόθεν μια έντονη περιέργεια να μάθω τι βρίσκεται έξω από το σπίτι μου, ανυπομονούσα να ξεφύγω από τον μικρόκοσμό μου και να ανακαλύψω επιτέλους τον κόσμο, με κάπα κεφαλαίο. Θυμάμαι ακόμα τη ζήλεια που ένιωσα στα 15 μου όταν άκουσα ένα γνωστό μου Εβραιόπουλο να λέει ότι το καλοκαίρι θα πάει σ’ ένα κιμπούτς στο Ισραήλ! Αν με άφηναν οι γονείς μου, θα έτρεχα κι εγώ σ’ αυτό το κιμπούτς χωρίς να έχω ιδέα τι είναι. Και φυλακή να ήταν, ήθελα να τη δω με τα μάτια μου.

Ευτυχώς ή δυστυχώς μεγάλωσα στον Βόλο, έναν τόπο που ακουμπάει στο βουνό και στη θάλασσα, έναν πανέμορφο τόπο διακοπών για τους άλλους, άρα εμείς δεν κάναμε διακοπές. Μετρούσα μέρες λοιπόν να μεγαλώσω, να φύγω από τον Βόλο, να λυτρωθώ από την τοπική ομορφιά που με κρατούσε αιχμάλωτη και να ανακαλύψω επιτέλους «τα πέρα μέρη» κι ας ήταν και κακάσχημα.

Στα 18 πήρα το πρώτο εισιτήριο Interrail κι άρχισα με τον τότε καλό μου κι άλλους δύο να γυρνάμε όλη την Ευρώπη. Γύρισα σκελετός λόγω αφραγκίας αλλά με μάτια τεράστια, σαν θησαυροφυλάκια εικόνων. Ευτυχέστατη. Μπορεί να πεινούσαμε, να λιώσαν τα πόδια μας από το περπάτημα, να κοιμόμαστε ανάμεσα σε κοριούς σε διάφορα ψιλοάθλια χόστελ, αλλά νιώθαμε πια με μια αστεία, παιδική υπερηφάνεια πολίτες του κόσμου. Γιατί το ήξερα από τότε ότι η χώρα που με γέννησε δεν είναι δική μου, δεν είναι ιδιοκτησία μου, όπως και δεν είναι των Αγγλων η Αγγλία για να ορίζουν ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει. Τα σύνορα είναι πολιτικές αποφάσεις, στρατιωτικές συνέπειες, διοικητικές αναγκαιότητες, αλλά ψυχικά δεν τα έχω ακόμα αποδεχτεί. Ο κόσμος είναι το σπίτι όλων μας και όλοι είμαστε κάπως συγγενείς. Πρέπει λοιπόν να κυκλοφορούμε για να γνωριστούμε. Αλλιώς πώς θα μπορέσουμε να ζήσουμε όλοι μαζί χωρίς να σκοτωθούμε;

Πέρα από το ίδιο το ταξίδι, η ορειβασία τι ξεχωριστό σάς πρόσφερε;

Την ορειβασία, στην οποία μπλέχτηκα τυχαία, όπως εξηγώ στο βιβλίο, την αγάπησα γιατί με εξέλιξε, με ανάγκασε να ανεβώ πίστα, με έστειλε στα πιο άβατα μέρη, εκεί όπου ο τουρίστας δεν μπορεί να φτάσει, στην καρδιά και στο στομάχι κάθε χώρας. Οι πόλεις, και μάλιστα οι πρωτεύουσες τις οποίες προτιμούν οι τουρίστες, είναι βιτρίνες, όπως και να το κάνουμε.

Πήγα, ας πούμε, φέτος το καλοκαίρι στη Γεωργία. Βλέπεις την πρωτεύουσα, την Τιφλίδα, και ομολογουμένως μένεις με το στόμα ανοιχτό. Είναι μια καθαρά ευρωπαϊκή πόλη, κούκλα, αναπαλαιωμένη, ζωντανή, μοδάτη –με τζαζ στον δρόμο, με ωραία καφέ, βίγκαν εστιατόρια κ.λπ. Παθαίνεις σύμπλεγμα ως κάτοικος Αθήνας. Οταν μπήκαμε όμως παραμέσα περπατώντας και είδαμε τον Καύκασο, τα λεηλατημένα χωριά με τους άθλιους τσίγκους, την καταραμένη φτώχεια, τις πληγές των πολέμων, τα σύνορα που μυρίζουν ακόμα μπαρούτι, όταν μιλήσαμε, φάγαμε και ήπιαμε με τους ντόπιους, τότε καταλάβαμε τι είναι αυτή η χώρα και πώς ακροβατεί αναποφάσιστη μεταξύ Ασίας και Ευρώπης. Εξού και στο βιβλίο η ορειβασία είναι μόνο η αφορμή, ο αλτήρας που με εκσφενδόνισε στο κέντρο της Γης και όχι στην επιφάνειά της. Στην πραγματικότητα μιλάω για το τι σημαίνει να ξεβολευτείς, να εκτεθείς στο άγνωστο, να διερευνήσεις τον εαυτό σου περισσότερο παρά την ξένη χώρα.

Στο πλαίσιο της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας, πού εντάσσεται το βιβλίο σας;

Δεν έχω ιδέα. Δεν είμαι φιλόλογος, συγγραφέας είμαι. Εγραψα ένα βιβλίο επειδή έχω την εμμονή να μοιράζομαι όλα τα θαυμαστά πράγματα που συναντάω, αλλά δεν ξέρω έναν έναν τους αναγνώστες μου. Αφού δεν μπορούσα να τα διηγηθώ λοιπόν μια μέρα του χειμώνα δίπλα σ’ ένα τζάκι, κάθησα και τα έγραψα. Επειδή είμαι ιστορικός, έχει τρυπώσει στο βιβλίο και λίγη ιστορία του τόπου. Επειδή όμως είμαι κυρίως παραμυθού, δεν δίνω μεγάλη σημασία στα αξιοθέατα αλλά στις ιστορίες που γεννήθηκαν εκεί από τη σύγκρουση του εαυτού μας με τον άγνωστο τόπο και τους ξένους ανθρώπους. Ούτως ή άλλως, δεν νομίζω ότι έχουμε καμιά λαμπρή παράδοση ταξιδιωτικής λογοτεχνίας γιατί απλούστατα δεν ταξιδεύαμε περιηγητικά όπως οι πλούσιοι Ευρωπαίοι του 18ου και 19ου αιώνα.

Εμείς μεταναστεύαμε και δουλεύαμε για να ζήσουμε –πού καιρός να γράψουμε τις εντυπώσεις μας. Ετσι προδώσαμε, νομίζω, αναγκαστικά τον ιδρυτή αυτής της σχολής, τον Ομηρο. Αυτό άλλαξε τον 20ό αιώνα που βγήκαμε από το εσωστρεφές καβούκι μας κι αρχίσαμε να γινόμαστε ελαφρώς κοσμοπολίτες, αλλά δεν νομίζω να έδωσε τρομερούς καρπούς, πέραν κάποιων λαμπρών αλλά σποραδικών δειγμάτων. Για μένα πάντως ο Καζαντζάκης ήταν αυτός που με ταξίδεψε όταν εγώ ήμουν εγκλωβισμένη στον Βόλο. Πήγα Ιαπωνία μαζί του, πήγα Ρωσία, και πού δεν πήγα. Σήμερα τα βιβλία του αυτά μου φαίνονται κάπως αφελή, τότε όμως μου έσωσαν τη ζωή.

Ποιο ήταν το πιο αξιοσημείωτο μέρος που είδατε;

Ποιο να διαλέξω τώρα; Ως χώρα το πρώτο βραβείο πανεμορφιάς και ευταξίας παίρνει η Νέα Ζηλανδία. Εχει τα πάντα, από ηφαίστεια και παραμυθένια δάση με παλαιολιθική χλωρίδα μέχρι φιόρδ. Επιπλέον είναι υπεροργανωμένη και καθαρή έως απολυμάνσεως (αυτό το τελευταίο την κάνει λιγάκι βαρετή, βέβαια). Από την αντίπερα όχθη τής γνέφει η Βενεζουέλα.

Η περιοχή που εξερευνήσαμε, δηλαδή τα τεπούι, τα πανύψηλα οροπέδια της Γκραν Σαβάνα, είναι σχεδόν εξωγήινης ομορφιάς και πλήρους αταξίας. Θα σας πω μόνο ότι απ’ αυτά εμπνεύστηκε ο Αρθουρ Κόναν Ντόιλ και έγραψε τον «Χαμένο κόσμο». Αποδείχτηκαν λίγο επικίνδυνα βέβαια, αλλά το ξέρουμε αυτό: πρέπει να πληρώσεις πάντα ένα τίμημα για να συναντηθείς με την ομορφιά…

Λένα Διβάνη

Τι έμαθα περπατώντας στον κόσμο

Εκδ. Καστανιώτη, 2017, σελ. 352

Τιμή: 17 ευρώ