Μετά το «Την Κυριακή έχουμε γάμο» (Διόπτρα, 2015), ο Γιάννης Ξανθούλης ανανεώνει το ραντεβού του με το πιστό και πολυάριθμο κοινό του. Το νέο του βιβλίο με τίτλο «Εγώ, ο Σίμος Σιμεών», από το οποίο το «Βιβλιοδρόμιο» προδημοσιεύει ένα απόσπασμα, κυκλοφορεί στις 22 Νοεμβρίου από τις εκδόσεις Διόπτρα. Η δράση είναι τοποθετημένη σε μια φανταστική πόλη της Ανατολικής Μακεδονίας, τη δεκαετία του 1960. Oπως μας γράφει ο ίδιος ο συγγραφέας για το βιβλίο:

«Βρισκόμαστε 1964. Η Ελλάδα στην πιο αισιόδοξη και ελπιδοφόρα στιγμή της. Κάτι καλό δείχνει ότι πάει να γίνει, κανείς δεν υποψιάζεται πως σε τρία χρόνια πολλά θα ανατραπούν σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο. Ηρωας στο βιβλίο όμως είναι ο μοναχικός και εξόχως χαρισματικός ενδεκάχρονος μαθητής Σίμος Σιμεών, νόθος γιος μιας γυναίκας με προβληματική υγεία, που ζει προστατευμένη από τις τέσσερις αδελφές της σε μια εύρωστη μακεδονική κωμόπολη, την Χαλκόπολη. Το παιδί αντιλαμβάνεται πως πρέπει να αναπτύξει ξεχωριστές άμυνες για να επιβιώσει σε ένα υποθετικά αγαπησιάρικο αλλά εχθρικό περιβάλλον βεβαρημένο με τα τότε επαρχιακά στερεότυπα. Το δυνατό σημείο της άμυνάς του είναι η φαντασία του και η φιλομάθειά του που κοντράρεται με την στενομυαλιά του περιβάλλοντος που ζει. Πάνω απ’ όλα όμως ο Σίμος Σιμεών υποψιάζεται και παρηγοριέται πως ουσιαστικά δεν υπάρχει αλλά είναι μια θριαμβευτική επινόηση κάποιου συγγραφέα που παίζει μαζί του. Πρέπει να συμβιβαστεί με αυτή την ιδέα αλλά διακαώς επιθυμεί να πετάξει με δικά του φτερά σε μια αντάξια των ονείρων του ζωή. Αυτό ακριβώς παρακολουθούμε στο βιβλίο μέσα από κωμικοτραγικές καταστάσεις που καθόρισαν ως ένα σημείο το ελληνικό στίγμα όχι μόνο εκείνων των καιρών αλλά και την κατοπινή εθνική μας αυταπάτη».

Η θεία θρηνούσε για

τη γούνα της πεθαμένης

Η Βαβούλα δεν έβγαλε κουβέντα μετά απ’ όσα συνέβησαν στη Μητρόπολη. Ο Αμβρόσιος κυκλοφορούσε με μπανταρισμένη τη μύτη και με τα ρουθούνια βουλωμένα με βαμβάκι, γιατί η αιμορραγία δεν έλεγε να σταματήσει. Πάντως απαγόρευσε τα σχόλια και τηρήθηκε αυστηρώς σιγή επί του θέματος. «Απρόβλεπτη αντίδραση μιας δύστυχης». Αυτή ήταν η ετυμηγορία. Το κορίτσι θα επέστρεφε από βδομάδα κανονικά στη δουλειά και όλοι θα βοηθούσαν να ξεπεραστεί ομαλά το θλιβερό γεγονός.

Οσο για τον Σίμο, αφού ξεβοτάνισε τον μπαξέ της μάνας του, πήγε να επιβλέψει όσα συμφώνησε με τη θεία Νίτσα. Να είναι όλα τέλεια, τίποτα φτηνό, και να φέρουν άσπρα λουλούδια από ανθοπωλείο της Καβάλας. Επιπλέον, ξεκαθάρισε ότι θα τους έδινε και άλλα χρήματα, αν η νεκρή κηδευόταν με τη γούνα που λάτρευε.

«Τρελάθηκες, αγόρι μου… Πεθαμένη με γούνα;».

«Και η γούνα από πεθαμένα ζωάκια έγινε…».

«Αλλο η γούνα. Τι θα πούμε στον κόσμο;».

«Στον κόσμο δεν θα πείτε τίποτα. Σε μένα θα πείτε ότι όλα έγιναν όπως τα θέλω, για να σας δώσω και τα υπόλοιπα…».

Η Νίτσα σήκωσε τα χέρια. Πώς να τα βάλει με τον Σίμο, που το μάτι του άστραφτε από σκληράδα και αποφασιστικότητα μεγάλου άντρα;

«Οταν τελειώσουν όλα, θεία Νίτσα, θα φύγω με τον πατέρα μου».

«Θα δούμε…»

«Δεν έχετε να δείτε τίποτα εσείς. Εγώ είδα πως έτσι είναι καλύτερα. Και εκείνος αυτό θέλει…».

«Το σχολείο σου, οι φίλοι σου, εμείς…».

Η Νίτσα αράδιαζε λόγια που πίστευε ελάχιστα. Εξάλλου, μέσω Αμβρόσιου, σκόπευαν να ειδοποιήσουν σχετικά τον Γρηγόρη Σιμεών.

Δεν ήξεραν ότι του τα ‘χε κιόλας προλάβει ο Τίτιζας, που θρηνούσε –αν και ποτέ μπροστά σε κόσμο –από την ώρα που έμαθε τον θάνατο της Σάσας. Θρηνούσε σαν παραλίγο σύζυγος μιας ωραίας που δεν τόλμησε ποτέ να της εκδηλώσει το ενδιαφέρον του. Κι αυτό πονούσε. Αλλά και τι δεν πονούσε πλέον… Στράγγιξε στο κλάμα κατά μόνας, για να μη ρεζιλευτεί μπροστά σε τρίτους, προτού πάει να αποχαιρετήσει τη σορό της Αναστασίας των «ματαιωμένων ονείρων». Ηθελε να αφυδατωθεί ολόκληρος, να φύγουν όλα τα ένοχα υγρά από το σώμα του, που γερνούσε μοναξιασμένο.

Απόγευμα Πέμπτης κανονικά θα γινόταν η κηδεία, αλλά ο Δήμαρχος Αλατάς παρακάλεσε να μετατεθεί πάση θυσία για την Παρασκευή, ώστε να προλάβουν να ετοιμαστούν καταλλήλως για τα εγκαίνια. Ετσι ορίστηκε η κηδεία για τις τρεις το απόγευμα της Παρασκευής.

Δύο νύχτες με τη νεκρή στο σπίτι, με τόσο ζεστό καιρό, το πράγμα πήρε να γίνεται ιδιαίτερα μακάβριο. Και στα δύο ξενύχτια ο Τίτιζας ήταν παρών. Καθόταν φιλοσοφώντας ως τις τέσσερις το πρωί και έφευγε τρεκλίζοντας από θλίψη και νύστα.

Το δεύτερο και τελευταίο βράδυ, η Τούλα δεν άντεξε και έβαλε τη Βαβούλα να τους τραγουδήσει κάτι που θα ευχαριστούσε τη μακαρίτισσα την αδελφή τους. Η Βαβούλα στην αρχή δίστασε, αλλά για χάρη της Αναστασίας, που για στερνό βράδυ έμενε μαζί τους, έδωσε τον καλύτερο εαυτό της τραγουδώντας βαβουλικά το «Χριστός Ανέστη» και το «Μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά», κάνοντας τους λιγοστούς που ξενυχτούσαν τη νεκρή να χτυπιούνται από τα γέλια μαζί με κλάματα. Το ρεσιτάλ τελείωσε με το «Εις το βουνό ψηλά εκεί είναι εκκλησιά ερημική». Το τραγούδησε απλά, με τα πιο ευγενικά «βου» και «βα» της, σχεδόν με παιδική φωνή.

Ακόμα και ο Σίμος, αδάκρυτος μέχρι τότε, ξαπλωμένος στο κρεβάτι και φορτωμένος σκέψεις, ακούγοντάς την ένιωσε να λιώνει ο πάγος στην καρδιά του και έκλαψε στη μνήμη της γυναίκας που ήταν μαμά του και που κειτόταν από χτες στο φέρετρο, φορώντας το αγαπημένο της γουναρικό και σκεπασμένη ως τη μέση με πρασινάδες, γιατί όλα τα λουλούδια της Χαλκόπολης είχαν μαραθεί από τον παρατεταμένο καύσωνα.

Η θεία Φλορένια

«Μπράβο, βρε Βαβούλα!» επιδοκίμασαν όλοι, εκτός από τη θεία Φλορένια, που της αδύνατο να χωνέψει ότι η ανιψιά της θα έμπαινε στον τάφο με γούνα. Κι όταν έκλαιγε, ή όταν έκανε πως έκλαιγε, θρηνούσε τη γούνα, γιατί από ανιψιές άλλο τίποτα, ενώ τέτοια γούνα… άντε, τράβα να την αγοράσεις.

Ο Σίμος συγκροτημένος όσο ποτέ, ετοιμαζόταν. Η βαλίτσα του έτοιμη και στο μέσα μέρος του παντελονιού, στην κρυφή τσέπη, τα λίγα χρήματα που του είχαν περισσέψει. Είχε βρει όμως και τα δέκα χιλιάρικα που είχε κρύψει η μάνα του από το χρηματικό δώρο της κυρίας καπνεμπόρισσας. Ο μικρός θησαυρός του τού έδινε κουράγιο. Γιατί είχε αποφασίσει να δραπετεύσει, ακόμα κι αν, για κάποιο λόγο, ο Γρηγόρης Σιμεών δεν εμφανιζόταν.

Κοιμήθηκε βαθιά μετά το ξέσπασμά του. Ψίθυροι, λιβάνια και βήματα ξερά δεν τον εμπόδισαν να κοιμηθεί ως τις επτά το πρωί, που ο θείος Κικής έφερε φρεσκοαλεσμένο καφέ, για να συνέλθουν όλοι από την ξαγρύπνια.

Εφυγε το λιβάνι, γέμισε άρωμα εξωτικό το σπίτι, σαράντα βραζιλιάνες μαυρούλες με σφιχτά κωλαράκια στριμώχτηκαν χορεύοντας σάμπα σε ένα τρίλεπτο όνειρο, που το διέλυσε η πικρή, διεγερτική μυρωδιά του εκλεκτού χαρμανιού. Χώθηκε κι ο ήλιος θρασύς από τα παντζούρια που έχασκαν, στο νεροχύτη φλιτζάνια και πιατάκια χοροπηδούσαν, η θεία Νίτσα έδινε νευρικά διαταγές.

Μια δύσκολη μέρα για όλους –και για τον Σίμο, βέβαια –ξεκινούσε…

Γιάννης Ξανθούλης

Εγώ ο Σίμος ΣIμεών

Εκδ. Διόπτρα 2017, σελ. 432

Τιμή: 16,60