Τον Νοέμβριο του 1953, όταν ο Γιώργος Σεφέρης επισκέφτηκε για πρώτη φορά την Αγία Νάπα στην Κύπρο, με οδηγό τον «ξενιστή» του Ευάγγελο Λουίζο, μαγεύτηκε. Και όπως σημειώνει ο πανεπιστημιακός Γιώργος Γεωργής, η Αγία Νάπα είναι το μόνο τοπωνύμιο με το οποίο τιτλοφόρησε δύο ποιήματά του: Αγιάναπα, α’, Αγιάναπα, β’ (περιλαμβάνονται στα «Ημερολόγια καταστρώματος, Γ’»).

Το χωριό εκείνη την εποχή ήταν χτισμένο σε λόφο γύρω στα 800 μέτρα από τη θάλασσα. Υπήρχε όμως και το λιμανάκι των ψαράδων καθώς και μία πολύ ωραία αμμουδιά. Οι κάτοικοι ήταν περίπου πεντακόσιοι –κάπου εκατό οικογένειες. Σήμερα το χωριό είναι αγνώριστο: ούτε τα παλιά σπίτια υπάρχουν στον λόφο ούτε για ψαροχώρι πρόκειται. Ολη η ενδιάμεση έκταση ανάμεσα στον λόφο και τη θάλασσα είναι καλυμμένη με τουριστικές εγκαταστάσεις, εστιατόρια, σουπερμάρκετ, πολυώροφα ξενοδοχεία με πισίνες και all inclusive, η αμμουδιά είναι καλυμμένη με ομπρέλες. Η Αγία Νάπα έχει εξελιχθεί σε ένα από τα γνωστότερα τουριστικά θέρετρα της Κύπρου.

Ο Ναξιώτης Γιώργος Ανωμερίτης, παλιός υπουργός του ΠΑΣΟΚ, δραστήριος ερευνητής και συγγραφέας σήμερα, που ψάχνει τις ναξιώτικες ρίζες του Σεφέρη από τη μητέρα του (που λεγόταν Τενεκίδη) έχοντας φτάσει κάπου δύο αιώνες πίσω, πιστεύει ότι η Αγία Νάπα τού θύμιζε τα Βουρλά. Τα Βουρλά στα οποία από τους τριάντα χιλιάδες κατοίκους, οι δεκαεπτά χιλιάδες ήταν Ναξιώτες. Για την ακρίβεια δεν του θύμιζε τα Βουρλά, πιστεύει, αλλά τη Σκάλα Βουρλών, στην οποία ο Γιώργος Σεφεριάδης έζησε μέχρι τα δεκατέσσερα χρόνια του και τον σημάδεψε. Είχε και αυτή περίπου εκατό οικογένειες και πεντακόσιους κατοίκους.

Σήμερα όλα έχουν αλλάξει. Ούτε τα Βουρλά υπάρχουν και ούτε η σημερινή Αγία Νάπα θα τον ενέπνεε. Ωστόσο η σημερινή Αγία Νάπα κάνει αυτό που μπορεί καλύτερα: αποφασίζει να τιμήσει τη μνήμη του νομπελίστα ποιητή και μέσα από αυτήν το παρελθόν του ίδιου του χωριού, την ιστορία του. Αν μη τι άλλο σήμερα διαθέτει τα χρήματα γι’ αυτό. Και διαθέτει και τη βούληση, κάτι ακόμα σπουδαιότερο. Διοργάνωσε προ ημερών, από κοινού με το Πανεπιστήμιο Νεάπολις Πάφου και τις Πολιτιστικές Υπηρεσίες του υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού της Κύπρου το 3ο Συμπόσιο Σεφέρη. Το 3ο στην Αγία Νάπα, καθώς στην Κύπρο έχουν συνολικά πραγματοποιηθεί οκτώ. Το 1ο της Αγίας Νάπας είχε πραγματοποιηθεί το 1988, το 2ο το 1996. «Μπορούν να γίνουν δεκάδες συνέδρια για τον Σεφέρη, είναι ανεξάντλητος, σκεφτείτε ότι η βιβλιογραφία που τον αφορά είναι η δεύτερη μεγαλύτερη στην Ελλάδα μετά του Καποδίστρια», λέει στο «Βιβλιοδρόμιο» ο Γιώργος Γεωργής, ψυχή του συμποσίου, σήμερα καθηγητής στο Νεάπολις Πάφου, ειδικός στη Διπλωματική Ιστορία και στην Ιστορία της Λογοτεχνίας. Και πράγματι θα γίνουν. Αφού μετά την επιτυχία της επαναφοράς του συμποσίου έπειτα από 21 χρόνια, ο δήμαρχος Γιώργος Καρούσος εξήγγειλε την καθιέρωσή του ανά διετία, καθώς και τη δημιουργία Κέντρου Μελετών Σεφέρη.

Στο συμπόσιο, που ήταν μάλιστα αφιερωμένο στη μνήμη του Δ.Ν. Μαρωνίτη, πήραν μέρος περί τους είκοσι πέντε μελετητές του έργου του Γιώργου Σεφέρη από την Κύπρο και την Ελλάδα. Παρόντες ήταν και οι ποιητές Τίτος Πατρίκιος, Κυριάκος Χαραλαμπίδης, ο πεζογράφος (και ακαδημαϊκός) Θανάσης Βαλτινός αλλά και η Ανθή Μαρωνίτη. Τα θέματα που αναπτύχθηκαν ποικίλα και ενδιαφέροντα, από τα ποιήματα του Στράτη Θαλασσινού (εισηγητής: Παντελής Βουτουρής) ή το «συναπάντημα στο χρόνο και το μύθο» των Σεφέρη – Σικελιανού (Νάντια Στυλιανού) μέχρι τις επιστολές Σεφέρη προς την αδελφή του Ιωάννα (Γιώργος Παναγιώτου), την αλληλογραφία του με τον Ευάγγελο Λουίζο (Δέσποινα Δούκα), τον διάλογό του με τον Κωνσταντίνο Τσάτσο (Κώστας Κουτσουρέλης). Από τη σχέση του Γ. Σεφέρη με τη διπλωματία και ιδίως το Κυπριακό (Κώστας Χατζηαντωνίου, Αντρέας Χριστοφόρου, Κώστας Σερέζης, Αγάθη Γεωργιάδου) μέχρι τον Σεφέρη του Ρόδη Ρούφου (Αλέξανδρος Μπαζούκης) αλλά και τις ποιητικές επιδόσεις της υπόλοιπης οικογένειας Σεφέρη –του πατέρα του, Στέλιου Σεφεριάδη (Δημήτρης Δασκαλόπουλος), του αδελφού του Αγγελου που πέθανε μόλις 45 ετών (Μαρία Στασινοπούλου). Οπως και τα πιο ιδιαίτερα θέματα της θέσης στην ποίηση του Σεφέρη της Λεωφόρου Συγγρού (Ανθούλα Δανιήλ) και του συμβόλου της γοργόνας (Χρήστος Αντωνίου).

Η Ελένη Αντωνιάδου, ακολουθώντας τα ίχνη των ανθρώπων στους οποίους αφιέρωσε ο Σεφέρης ποιήματα ή και συλλογές ολόκληρες, ανέτρεψε την εικόνα του κλειστού, δύσκολου, μη προσηνούς Σεφέρη. Προς συμπαράστασή της και τα όσα βρήκε να έχει πει ο Στίβεν Ράνσιμαν για τον Σεφέρη σε αγγλικό περιοδικό το 1983: «Ευτυχώς, ζουν ακόμα κάποιοι άνδρες και κάποιες γυναίκες που γνώριζαν καλά τον Γιώργο Σεφέρη και μπορούν να αντιταχθούν στην παραποίηση του πορτρέτου του. Μα κι έτσι όμως, εμένα μου φαίνεται ότι η εικόνα που συνήθως επικρατεί γι’ αυτόν σήμερα είναι πολύ προσανατολισμένη σε εκείνην του Πάσχοντος Ανθρώπου (…) Αλλά οι αναμνήσεις που έχω από τον Γιώργο είναι αναμνήσεις γέλιου, είναι αναμνήσεις απόλαυσης της φυσικής ομορφιάς (…)».

Η Εύη Στυλιανού μίλησε για τον ρόλο του μύθου στην ποιητική δημιουργία του Γιώργου Σεφέρη επιχειρηματολογώντας για την κεντρική θέση που δίνει σε αυτόν. Λ.χ. για τον ομηρικό λόγο ή τον σοφόκλειο και αισχύλειο αποφθεγματικό λόγο που διαπερνά το «Μυθιστόρημα». Για τη μεσαιωνική γραμματεία προεξάρχοντος του Λεόντιου Μαχαιρά. Για τη διακειμενικότητα που χτίζει την προσωπική σεφερική μυθολογία.

Στη λήξη του συμποσίου τιμήθηκε με ειδική πλακέτα ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος τόσο για την προσφορά του στις σεφερικές μελέτες όσο και για το συνολικό του έργο, βιβλιογραφικό, κριτικό, ποιητικό.

Αν έχει πάντως κανείς να βγάλει και ένα δυσάρεστο συμπέρασμα από το συμπόσιο αυτό είναι ότι πολλά σημαντικά κείμενα του Σεφέρη, του ενός από τα δύο μοναδικά ελληνικά Νομπέλ, όπως οι επιστολές του προς την αδελφή του Ιωάννα Τσάτσου ή η αλληλογραφία του με τον Ευ. Λουιζίδη, επιμελώς αρχειοθετημένα από τον ίδιο, παραχωρηθέντα στη Γεννάδειο, δεν έχουν ακόμα βρει το δρόμο του τυπογραφείου. Την ώρα μάλιστα που ως ποιητής συχνά θεωρείται ολιγογράφος ενώ τα πεζά του κείμενα, συνήθως σημαντικά, καλύπτουν πάνω από 2.000 σελίδες.

Κάτι που μάλλον υποδηλώνει για την ελληνική κοινωνία ότι όχι μόνο έχει πολύ δρόμο ακόμη να διανύσει μέχρι να υπερβεί τα τοτέμ της, αρχαία και σύγχρονα, αλλά και μέχρι αυτά να μάθει τουλάχιστον, σε πρώτη φάση, να τα υποστηρίζει πλήρως.

Οι σχέσεις του με τον Λόρκα

Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ήταν και η εισήγηση της νεαρότερης της παρέας, Δήμητρας Δημητρίου, για τις σχέσεις του Γιώργου Σεφέρη με την ποίηση του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα που αποδεικνύονται σημαντικές, χωρίς αυτό να έχει αναδειχθεί επαρκώς. Ως πιο πολιτική, η εισήγηση αυτή τοποθέτησε τον Σεφέρη στη θέση ενός ένθερμου δημοκράτη που, ενώ μετά τα Δεκεμβριανά καλλιέργησε μια κάποια αριστεροφοβία, νωρίτερα, στον Μεσοπόλεμο κυρίως, είχε διαφορετικής γωνίας βλέμμα για την Αριστερά, με την οποία πάντως και αργότερα, όταν χρειάστηκε, συνεργάστηκε. Η εισήγηση έφερε άλλωστε στο φως και μία μάλλον άγνωστη πλην σχετικά επίκαιρη λεπτομέρεια: πέρα από τα «Δεκαοχτώ κείμενα» στα οποία συμμετείχε και τη διάσημη δήλωσή του κατά της χούντας επί δικτατορίας συνυπέγραψε μαζί με άλλους 27 έλληνες διανοουμένους (ανάμεσα στους οποίους οι Ρίτσος, Αναγνωστάκης, Τσίρκας) τηλεγράφημα συμπαράστασης προς τους 300 καταλανούς διανοούμενους που είχαν εγκλειστεί, Δεκέμβριο του 1970, στο αβαείο του Μονσεράτ σε ένδειξη διαμαρτυρίας για το φρανκικό καθεστώς. Το τηλεγράφημα δεν έτυχε καμίας αναφοράς στον λογοκριμένο ελληνικό Τύπο και μόνο η κυπριακή «Χαραυγή», όργανο του ΑΚΕΛ, την ανέφερε.