Διαβάζοντας το συναρπαστικό, είναι αλήθεια, «Ημερολόγιο μιας επιστροφής» του Τηλέμαχου Χυτήρη (μια σύνθεση τριών αφηγημάτων με το πρώτο που φέρει τον τίτλο του βιβλίου να είναι σε έκταση όσο τα δύο άλλα μαζί, η «Συνταγή» και το «Ιάσονα… Ιάσονα!») σκέφτεται κανείς την παρατήρηση που είχε κάνει κάποτε ο Αλέξης Μινωτής στον Γιάννη Τσαρούχη λέγοντάς του για τη ζωγραφική του και, αφού προηγουμένως του είχε εκφράσει τον θαυμασμό του, «Γιάννη, μη ζωγραφίζεις μόνον αυτό που βλέπεις, να ζωγραφίζεις κι αυτό που δεν φαίνεται». Δεν εννοούμε πως ο Τηλέμαχος Χυτήρης δεν θα είχε γράψει το αφήγημα το «Ημερολόγιο μιας επιστροφής», αν δεν είχε υπάρξει η δικτατορία των συνταγματαρχών στην Ελλάδα, όπως επίσης το αφήγημα «Ιάσονα… Ιάσονα!», αναρωτιόμαστε όμως σε ποιον βαθμό η «πρώτη ύλη» μπορεί να παίρνει τόση έκταση μέσα στα αφηγήματα, προκειμένου να δραστηριοποιηθεί η έμπνευσή του, ώστε έξοχα κομμάτια, γραμμένα στον ρυθμό μιας εσωτερικής αυτοαναφορικότητας, να φαίνονται σχεδόν ως ο φτωχός συγγενής μέσα στην όλη σύνθεση.

Χωρίς να κατηγορεί κανείς τον Χυτήρη ότι η 21η Απριλίου του 1967 συνιστά μια εύκολη καταφυγή προκειμένου να κάνει τα αφηγήματά του ενδιαφέροντα και συγκινητικά, θα έπρεπε να τον προβληματίζει το γεγονός ότι η συχνή αναφορά της, μαζί με την αχρείαστη, σε ένα καθαρόαιμο αφηγηματικό βιβλίο, όπως είναι αυτό το Χυτήρη, αποστροφή για τους πραξικοπηματίες «μας θεώρησαν «παρασυρμένους» και ο Μπάμπαλης μας έδιωξε γρήγορα με τις γνωστές και αγοραίες απειλές. Αρκούσε αυτό όμως για να σιχαθώ όλους αυτούς τους λεγόμενους και «υπερπατριώτες»», δεν αποκτά σε αφηγηματική εμβέλεια ούτε το ένα εκατοστό της μνείας –όπου και όταν γίνεται –των παιδικών χρόνων του συγγραφέα. Βεβαίως αναγνωρίζει κανείς ότι το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο είναι αυτό που σταθεροποιεί πάντα την ποιότητα των πιο μυστικών και ανομολόγητων προσωπικών αντιδράσεων και δίνει γενικότερα τον τόνο σε ένα αφηγηματικό βιβλίο, είτε πρόκειται για το «Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων» του Ντοστογέφσκι είτε για το «Στάλαγκ» του Ομηρου Πέλλα.

Χωρίς λοιπόν να θεωρεί κανείς την 21η Απριλίου ένα πλαίσιο ευκαιριακό και παρά τη ρητή αποστροφή του Χυτήρη ότι «ο άνθρωπος τελικά είναι τα γεγονότα που τον περιβάλλουν», μας προβληματίζει γιατί άραγε τον ήρωα του «Ημερολογίου επιστροφής» τον γνωρίζεις πολύ καλύτερα χάρη σε ένα δίπλωμα της Ιόνιας Ακαδημίας, καθώς το περιμαζεύει μόλις το διακρίνει πεταμένο σ’ ένα χαντάκι, παρά χάρη σε όσα ανταλλάσσει με τον άνθρωπο της Ασφάλειας λίγο πριν παρουσιαστεί στον στρατό και ενώ έχει επιστρέψει ύστερα από οκτώ χρόνια συνεχούς παραμονής στο εξωτερικό. Δεν θα ήταν υπερβολή να έγραφε κανείς ότι με το «Ημερολόγιο μιας επιστροφής» είναι σαν να διαβάζεις δύο βιβλία ταυτόχρονα, ένα βιβλίο όπου εξεικονίζονται περιστατικά σχετικά με την επταετή δικτατορία, γνωστά με τον ίδιο τρόπο σε όσους είχανε πάνω – κάτω την ίδια ηλικία στη διάρκειά της, και ένα βιβλίο με γεγονότα όπως τα βίωσε ο ήρωάς του με μια εντελώς ιδιαίτερη αίσθηση όσον αφορά την επαφή του με τα ίδια και με τους άλλους. Ετσι ώστε αν ξεχώριζες τα σχετικά χωρία, ενώνοντάς τα, θα προέκυπτε ένα συναρπαστικό είδος εσωτερικού μονολόγου που θα αναδείκνυε την αυτόνομη και καίρια σημασία μιας αχαρτογράφητης περιοχής όπως είναι πάντα το βάθος του κάθε ανθρώπου. Τόσο περισσότερο που αν αφαιρέσει κανείς την απρόβλεπτη πάντα λειτουργία της μνήμης που διαστέλλει τον χρόνο, ο πραγματικός χρόνος του «Ημερολογίου επιστροφής» είναι συνολικά πέντε με έξι μέρες, οι τελευταίες μέρες της δικτατορίας και οι πρώτες μέρες της Μεταπολίτευσης. Μέρες που αν σου δίνουν την εντύπωση μιας κοσμογονίας, όσον αφορά τον ήρωα του «Ημερολογίου», είναι γιατί αν και βαθιά πολιτικοποιημένος ο ίδιος, ζει την ατμόσφαιρα της πτώσης της δικτατορίας με ένα αίσθημα αποξένωσης, μετεωριζόμενος υπαρξιακά τόσο σπαρακτικά ώστε η φράση «ποιος να το ‘λεγε, τόσα χρόνια κατά της δικτατορίας στο εξωτερικό και τώρα εδώ, άγνωστος μέσα σε αγνώστους, την ώρα που αλλάζουν τα πράγματα και καταρρέει το καθεστώς του φόβου. Τριγυρνούσε ανάμεσα στους πολλούς παρακολουθώντας τις αντιδράσεις του, επιθυμούσε να τους πει «είμαι κι εγώ εδώ…». Κανένας δεν του έδινε σημασία» να μην απηχεί απλά μια περιστασιακή πολιτική συνθήκη αλλά μια ανθρώπινη μοίρα συνώνυμη με την αγωνία για την εύρεση μιας ταυτότητας.

Ο Λεωνίδας Κατέχης

Αν τελικά ο τόσο διαυγής τίτλος όπως το «Ημερολόγιο μιας επιστροφής» φαίνεται να μπερδεύει λίγο τα πράγματα, είναι κυρίως γιατί προκειμένου να μη θιγεί η αφηγηματική αυτοτέλεια του βιβλίου, ο Χυτήρης κάνει ό,τι περισσότερο μπορεί ώστε να γίνεται σχεδόν αδύνατη η ταυτοποίηση του ήρωά του που φέρει το όνομα Λεωνίδας Κατέχης με τον ίδιο τον συγγραφέα. Μάλλον ατελέσφορη μέθοδος αν διαβάσεις το βιογραφικό του Χυτήρη στο εσωτερικό αφτί του βιβλίου και συνδυάσεις την Ιταλία ως χώρα των σπουδών του (όπως κατά κόρον σημειώνεται στις πρώτες κιόλας σελίδες του «Ημερολογίου» ότι συνέβαινε για τον Λεωνίδα Κατέχη), ή συνδυάσεις –λεπτομέρεια πάλι του βιογραφικού –την έκδοση του πρώτου του βιβλίου στην Ελλάδα με τον τίτλο «Ποιήματα εκ προμελέτης», στα 1973, ενώ ο ίδιος απουσίαζε στην Ιταλία, με την «ανακάλυψη» ενός αντιτύπου του σε ένα βιβλιοπωλείο της Κέρκυρας –όπως μας το εξιστορεί τώρα πια ο Κατέχης –τις πρώτες κιόλας μέρες που επιστρέφει στη γενέτειρά του. Φτάνει να θεωρείς πως η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, όπως συμβαίνει με τα αφηγήματα «Συνταγή» και «Ιάσονα… Ιάσονα!» θα έκανε το «Ημερολόγιο» ακόμη πιο αιχμηρό αφού το καθεαυτό συγγραφικό υπόστρωμα του Χυτήρη παραμένει κατ’ εξοχήν ποιητικό.

Τα λόγια του ταξιτζή

«Ο δαίμονας, ο τραγόπαπας, είναι άνθρωπός τους»

Αν αισθάνεσαι τα αφηγήματα του Χυτήρη να μεταφέρουν έναν παλμό πραγματικής ζωής, δεν είναι για την απόφανση του κεντρικού ευρωτραπεζίτη Τρισέ «πλέουμε σε αχαρτογράφητα ύδατα» ή του αντιπροέδρου της ιταλικής κυβέρνησης, το 1970, του Νένι, που έλεγε «διευκολύνουμε και προστατεύουμε τους έλληνες δημοκράτες φοιτητές», αλλά για την κουβέντα ενός οδηγού ταξί τις πρώτες μέρες της Μεταπολίτευσης «ο πούστης ο παπάς τη γλίτωσε (σημ. εννοούσε τον Μακάριο), άκουσα τη φωνή του στο ραδιόφωνο. Αυτός φταίει για όλα. Τον έσωσαν οι Αγγλοι. Ο δαίμονας, ο τραγόπαπας, είναι άνθρωπός τους και τώρα μπαίνουν οι Τούρκοι στην Κύπρο». Τελικά αν το «Ημερολόγιο μιας επιστροφής» αφήνει μια γλυκόπικρη αίσθηση, δεν είναι τόσο για τον υπαρξιακό μετεωρισμό ενός ανθρώπου ούτε γιατί αισθάνεται πως τα μεγάλα γεγονότα, ενώ συμμετείχε σ’ αυτά, θα διεκδικούσαν σχεδόν αποκλειστικά τις αναμνήσεις του στο μέλλον. Είναι γιατί δεν θα μάθει ποτέ τι απέγινε ο οδηγός του αυτοκινήτου που τον μετέφερε από την Κέρκυρα στην Αθήνα τον Ιούλιο του ’74, ή γιατί δεν θα μπορούσε ξανά ποτέ, όπως έγινε επίσης τον Ιούλιο του ’74, να φάει με τρεις δραχμές ένα σουβλάκι και να αγοράσει την εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ».

Τηλέμαχος Χυτήρης

Ημερολόγιο ΜΙΑΣ επιστροφής

Εκδ. Μελάνι,

2017, σελ. 166

Τιμή: 13 ευρώ