Γίνεται συχνά συζήτηση στις μέρες μας για την επίδραση που έχει ο ηλεκτρονικός υπολογιστής στα ίδια τα κείμενα, για το τι σημαίνει η ταχύτητα του γραψίματος και η ταχύτητα του σβησίματος (χωρίς ίχνη, μάλιστα) για την ίδια τη γραφή. Ομως διαπιστώνουμε ότι ένα παρόμοιο θέμα, το πόσο δηλαδή το μέσο της συγγραφής επηρεάζει την ίδια τη συγγραφή, είχε ανακύψει ήδη με τη χρήση της γραφομηχανής. Σε μια πρωτότυπη έκδοση που κυκλοφορεί αυτές τις μέρες από τις εκδόσεις Κίχλη, ο διάσημος φιλόσοφος Φρίντριχ Νίτσε αλλά και ο επίσης πολύ σημαντικός συγγραφέας Ζίγκφριντ Κρακάουερ, όχι πολύ γνωστός στην Ελλάδα, συμπίπτουν στο πάθος που μοιράζονται για τη γραφομηχανή, πάθος που ξεπερνάει καμιά φορά και το πάθος τους για την ίδια τη γραφή. Αλλωστε είναι γνωστό ότι η γραφομηχανή υπήρξε αντικείμενο – φετίχ, κάτι που δεν θα συμβεί ποτέ με τον υπολογιστή με τον ίδιο τρόπο.

Το «Βιβλιοδρόμιο» προδημοσιεύει αποσπάσματα των γλαφυρών κειμένων τους καθώς και του εκτενούς και ιδιαίτερα κατατοπιστικού και διεισδυτικού εισαγωγικού κειμένου του μεταφραστή Νικήτα Σινιόσογλου. Η έκδοση ανήκει στη σειρά της Κίχλης «Τα άστεγα» και έχει τίτλο: «Η γραφομηχανούλα –Nietzsche ex machina».

Η κλειστοφοβική ιστορία μιας σχέσης

Η Γραφομηχανούλα περιγράφει με όρους ερωτικούς την εκτροχιασμένη, προσώρας μανιακή σχέση τού αφηγητή με μια γραφομηχανή. Εύλογα αναρωτιέται λοιπόν κανείς: πώς συνδέεται τούτη η κλειστοφοβική ιστορία μιας σχέσης, η οποία εκτυλίσσεται εξ ολοκλήρου σ’ ένα δωμάτιο, με την αστική περιπλάνηση που συνέχει το υπόλοιπο βιβλίο του Κρακάουερ;

Κι όμως: υπάρχει μια εσωτερική συνάφεια ανάμεσα στα βήματα του flaneur και τους χτύπους της γραφομηχανής, η ίδια που συνδέει τη διαδρομή ενός περιπατητή με εκείνη ενός συγγραφέα. Τα βήματα του πλάνητα αθροίζονται ενστικτωδώς και φυσικά, όπως τα ψηφία της γλωσσικής έκφρασης. (…)

Μήτε η Γραφομηχανούλα μήτε τα άλλα κείμενα της συλλογής φαίνεται να έχουν εκ πρώτης όψεως κάποια σημασία πολιτική, όμως μια προσεκτικότερη ανάγνωση δείχνει ακριβώς το αντίθετο.

Κατ’ αρχάς, ο Κρακάουερ μελετούσε σε βάθος τον τρόπο ζωής μιας ανερχόμενης τάξης υπαλλήλων γραφείου, που έμελλε να παίξει καίριο ρόλο στην οικονομική ζωή των ευρωπαϊκών μητροπόλεων. Οι υπάλληλοι αυτοί δεν είναι προλετάριοι, ούτε αστοί –καθότι χαμηλόμισθοι· είναι «χαρτογιακάδες» με αδιαμόρφωτη ιδεολογία και δίχως ταξική συνείδηση, μια ενδιάμεση και ανομοιογενής ομάδα που διαρκώς αμφιρρέπει μεταξύ της σκληρής εργασίας στα γραφεία και της νεόκοπης έννοιας του «ελεύθερου χρόνου». Την περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης οι Βερολινέζοι υπάλληλοι γραφείου γίνονται φορείς μιας νέας κουλτούρας, όπου κυριαρχούν τα απαστράπτοντα καταστήματα κι ο φετιχισμός του εμπορεύματος, τα τεχνικά επιτεύγματα, όπως το γραμμόφωνο, κι η μαζική ψυχαγωγία (κινηματογράφος).

Ο αφηγητής της Γραφομηχανούλας μοιάζει με έναν τέτοιο «χαρτογιακά» σε βουβή εκκρεμότητα, που αναζητεί από κάπου να πιαστεί, ένα κάποιο έρεισμα τέλος πάντων, ώσπου γοητεύεται από ένα άψογο τεχνούργημα, το οποίο λειτουργεί κι ως εκθαμβωτικό σύμβολο της νεωτερικότητας: τη γραφομηχανή.

Ο τρόπος που το τεχνικό αυτό επίτευγμα φτάνει στα χέρια του, «σαν σκυλάκι», κι όχι με τον χυδαίο τρόπο μιας αγοραπωλησίας σε κάποιο εξειδικευμένο κατάστημα, προδίδει τις ρομαντικές καταβολές του χαρακτήρα του.

(…)

Η Γραφομηχανούλα διέπεται από το αίσθημα δυσθυμίας που πηγάζει από την επίγνωση πως ζούμε σε μια εποχή όπου η σχέση μας με τα πράγματα (a fortiori με τα πρόσωπα) είναι όχι μόνον εφήμερη, μα λογίζεται κι ως αμέσως αντικαταστάσιμη. (…) Ναι, ίσως η Γραφομηχανούλα να είναι μια μελαγχολική και ρομαντική κριτική της νεωτερικότητας, ενδεδυμένη τον μανδύα της ερωτικής και φετιχιστικής παραβολής. Το βαθύτερο θέμα της μοιάζει να είναι ο αναπόφευκτος συμβιβασμός με τον νεωτερικό κι απομαγευμένο τρόπο που συνδέεται κανείς με πρόσωπα, πράγματα και, εντέλει, με τον εαυτό του.

(…)

Ο ψυχικός εκτροχιασμός τη συνοδεία των ανερμάτιστων χτύπων μιας γραφομηχανής είναι οπωσδήποτε θέμα ιδιαίτερο. Και τυχαίνει ο πρώτος μεγάλος φιλόσοφος που έγραψε σε γραφομηχανή να είναι κι ο πρώτος που ένιωσε κι εντόπισε ακριβώς τούτη τη γοητεία μιας ενδεχόμενης ώσμωσης διανοητή και μέσου. Γύρω στα 1882 ο Φρίντριχ Νίτσε χάνει σιγά σιγά την όρασή του και δυσκολεύεται να γράψει. Σκέφτεται να παραγγείλει μια «γραφόσφαιρα» (Schreibkugel) τύπου Malling-Hansen, μια από τις πρώτες γραφομηχανές στην ιστορία, την οποία είχε σχεδιάσει για την επικοινωνία των τροφίμων του ασύλου κωφαλάλων που διηύθυνε ο δανός πάστορας Hans Rasmus Malling Johan Hansen (1835-1890). Τη μηχανή έκανε εντέλει δώρο στον Νίτσε για τα Χριστούγεννα η αδερφή του Ελίζαμπετ. Στη Γένοβα, όπου είχε εγκατασταθεί προσωρινά ο Νίτσε, την έφερε ο φίλος του Paul Rée. Ελαφρώς στραπατσαρισμένη από τη μεταφορά, χρειαζόταν μια πρώτη επισκευή. Στις 11 Φεβρουαρίου 1882 γράφει ο Νίτσε στην αδερφή του: «Ζήτω! Η μηχανή μόλις κούρνιασε στο σπίτι μου! δουλεύει πάλι άψογα. δεν ξέρω τι κόστισε η επισκευή, ο φίλος Ρέε δεν ήθελε να μου πει». Κι ο Ρέε γράφει στην Ελίζαμπετ: «Εχθές, ήμασταν τόσο ευτυχισμένοι κι οι δυο. Παραλίγο να την αγκαλιάσω τη μηχανή, εφόσον λειτουργούσε εκ νέου, να όμως που σήμερα δυστυχώς, δυστυχώς, μία ακόμη κρίση έπιασε τον αδερφό σας.

(από την εισαγωγή του Νικήτα Σινιόσογλου)

Ζίγκφριντ Κρακάουερ

«Σχέδια καμωμένα με γλωσσικά σημεία»

Εδώ και λίγο καιρό έχω τη δική μου γραφομηχανή. Ποτέ ώς τώρα δεν ήμουν κύριος μιας μηχανής. Ούτε να φανταστώ δεν θα μπορούσα πως θα κατέληγε ποτέ κάποια στην κυριότητά μου. Αναγνωρίζω ότι για τους περισσότερους ανθρώπους είναι εύκολη υπόθεση: μπαίνουν σε ένα εξειδικευμένο κατάστημα, εξετάζουν τα μοντέλα και επιλέγουν όποιο τους ταιριάζει. Ομως η σκέψη να αγοράσω μια γραφομηχανή όπως θα αγόραζα μια γραβάτα, να την αποκτήσω ούτως ειπείν με τρόπο αγοραίο, δεν μου είχε ποτέ περάσει από το μυαλό· μου φαινόταν κραυγαλέα επίδειξη και διαφωνούσα επί της αρχής. Μόνον μέσα από τις συμπληγάδες ασυνήθιστων συγκυριών, τις οποίες μου απαγορεύει να αναπτύξω η στοιχειώδης εκείνη αίσθηση τακτ που διακρίνει τους ανθρώπους, έφτασε η μηχανή στα χέρια μου. Σαν σκυλάκι δίχως αφέντη έτρεξε στην αγκαλιά μου. Να αρνιόμουν να το δεχτώ θα ήταν αδικία. Από την πρώτη στιγμή αγάπησα τη μηχανή για την τελειότητά της. Είναι χαριτωμένα καμωμένη, πανάλαφρη και αστράφτει στο σκοτάδι. Το σύστημα των στοιχειοφόρων ράβδων είναι λεπτεπίλεπτο σαν τα πόδια των φλαμίνγκο. Οποτε βυθιζόμουν στην παρατήρηση της μηχανής, πράγμα που συνέβαινε συχνά, έμενα πάντοτε με την εντύπωση πως δεν θα μπορούσε κανείς μήτε να της προσθέσει το παραμικρό μήτε να της αφαιρέσει· έτσι όπως ήταν έπρεπε να είναι. Κι ενώ είχα πέσει για ύπνο, ξεγλιστρούσα πότε πότε από τα παπλώματά μου για μια φορά ακόμη, άνοιγα το κουτί και τοποθετούσα τη μηχανή πλάι μου σε μια καρέκλα. Τότε μόλις άρχιζα να γλυκοκοιμάμαι. (…) Για μεγάλο διάστημα δεν τολμούσα να χρησιμοποιήσω τη μηχανή. Τέλεια καθώς ήταν, μου φαινόταν πλάσμα ανώτερο, που θα ήταν ανεπίτρεπτο να υποστεί την παραμικρή ζημιά από τυχόν κακομεταχείριση. Αμήχανος, μονάχα χάιδευα –τότε, στην αρχή της σχέσης μας –τα δροσερά της μέλη. Το απαλό άγγιγμα αρκούσε για να με κάνει ευτυχισμένο. Αλλοτε άφηνα τον κύλινδρο να περιστρέφεται και πείραζα τα καρούλια με τις μελανοταινίες κρατώντας ολίγη αντίσταση με τα δάχτυλα. Οποτε αμελούσαν οι επισκέπτες μου να εκφράζουν τον θαυμασμό τους για τη μηχανούλα, τους μισούσα.

Προοδευτικά συνήθισα τη ζωή με τη μηχανούλα. Η συναναστροφή μας με εξευγένιζε. Κι αν παλαιότερα έγραφα με την επιθυμία να εκφράσω κάτι συγκεκριμένο, τώρα συνειδητοποιούσα ότι μόνον την πράξη της γραφής καθεαυτήν άξιζε να επιδιώκω. Σε μεγάλα φύλλα χαρτιού πάλλευκα χτυπούσα στήλες με αριθμούς και απεικονίσεις γραμμάτων, που δεν σήκωναν την παραμικρή υπόνοια νοήματος. Η άσκοπή μου δραστηριότητα δεν ήταν παρά ένας τρόπος τρυφερός να δείχνω τη λατρεία μου στην τελειότητα της μηχανούλας· και η ανταμοιβή μου υπήρξε ότι η μηχανούλα ήταν πάντοτε έτοιμη να με δεχτεί. Σύντομα απέκτησε για μένα μεγαλύτερη σημασία απ’ ό,τι μια σύζυγος ή οι φίλοι. Εφορμούσαμε από το αριστερό περιθώριο προς το άγνωστο και γυρνούσαμε πάλι πίσω· κάθε σημείο του χαρτιού γέμιζε με χαρακτήρες. Εβδομάδες μας άφησαν ξοπίσω τους κατ’ αυτόν τον τρόπο. Μακάριες ώρες περάσαμε μαζί στο λυκόφως, όταν πια δεν έβλεπα καλά καλά τα πλήκτρα. Φαντασιωνόμουν τότε πως με παρασύρει το συναίσθημα και ολόγυρα ξεπηδούσαν υπέροχα σχέδια καμωμένα με γλωσσικά σημεία. Σαν γιορτινές σημαίες σε κατάφωτη γη κυμάτιζαν. Ολο και σπανιότερα μας αναζητούσε κανείς.

Φρίντριχ Νίτσε

«Ενα πράγμα, σαν κι εμένα, από ατσάλι»

Ο Φρίντριχ Νίτσε αποκαλούσε τη γραφομηχανή «γραφόσφαιρα». Ο στίχος που γράφει ο γιατρός του στην επιστολή που ακολουθεί («η γραφόσφαιρα είναι ένα πράγμα σαν κι εμένα από ατσάλι») είναι ο πρώτος στίχος του ποιήματος που έγραψε ο ίδιος ο Νίτσε και περιέχεται στο βιβλίο.

[Επιστολή αρ. 408 στην Ελίζαμπετ Νίτσε στη Ρώμη]

Γένοβα, Παρασκευή 27 Απριλίου <1883>

–Σε ό,τι αφορά τη γραφομηχανή, χάλασε εντελώς: όπως καθετί που πέφτει στα χέρια αδύναμων ανθρώπων για κάποιο διάστημα, είτε πρόκειται για μηχανές, για προβλήματα η για γυναίκες, όπως η Λου. Αλλά ο γιατρός μου εδώ, που κατάγεται από τη Βασιλεία και με φρόντισε κατά τη διάρκεια μιας μόλυνσης από ελονοσία, διασκεδάζει να έχει μαζί του τη μηχανή και να την «κουράρει»· και πράγματι, εσχάτως μου έδειξε έναν στίχο που κατάφερε να γράψει σ’ αυτήν και ξεκινά ως εξής:

«η γραφόσφαιρα είναι ένα πράγμα σαν κι εμένα από ατσάλι»

–Σε ό,τι τώρα αφορά το «ατσάλι»: μου ζητάς λοιπόν εσύ να γίνει πηλός. Μα τι σκέψη! Αγαπημένη μου Ελίζαμπετ, όσο περισσότερο κανείς με λησμονεί, τόσο το καλύτερο για τον υιό μου, ο οποίος εν προκειμένω ονομάζεται «Ζαρατούστρα»: αυτό είναι καίριο και θεμελιώδες ζήτημα –για μένα και για σένα.

Η υγεία μου έχει επανέλθει κάπως, ωστόσο, για να ηρεμήσει το νευρικό μου σύστημα, χρειάστηκε να παίρνω υπνωτικά επί τέσσερις μήνες κάθε νύχτα: τα οποία επιθυμώ να ξεσυνηθίσω.

–Οι διορθώσεις τέλειωσαν, άρα μπορώ να ταξιδέψω. Οπότε προτείνω να φύγω από εδώ την επόμενη Πέμπτη (3 Μαΐου) τη νύχτα: Παρασκευή μεσημέρι θα βρίσκομαι λοιπόν στη Ρώμη.

Ώς τότε γράψε μου τα νέα σου.

Με τις θερμότερες ευχαριστίες,

Ο γερο-αδερφός σου Φριτς

[Επιστολή 210 στον Φραντς Οφερμπεκ

στη Βασιλεία (δακτυλογραφημένη)]

<Γένοβα, 17 Μαρτίου 1882 >

Ενα άρθρο στην Berliner Tageblatt που περιγράφει την παραμονή μου στη Γένοβα με διασκέδασε πολύ –ούτε τη γραφομηχανή δεν άφησαν απέξω. Ετούτη η μηχανή είναι ντελικάτη σαν μικρός σκύλος και δημιουργεί μπόλικους μπελάδες –και κάποια διασκέδαση. Πρέπει τώρα οι φίλοι μου να σκαρφιστούν επιπλέον μια μηχανή που να μου διαβάζει κείμενα: αλλιώς θα μείνω πίσω στα διαβάσματά μου και δεν θα μπορώ πια επαρκώς να τραφώ διανοητικά. Ορίστε μια ακόμη καλύτερη λύση: έχω την ανάγκη ενός νέου ανθρώπου διαρκώς κοντά μου, ο οποίος να είναι ευφυής και μορφωμένος επαρκώς, ώστε να μπορεί να εργαστεί μαζί μου. Μέχρι και σε κάνα γάμο για δύο χρόνια θα έμπλεκα για τον σκοπό αυτό –στην περίπτωση αυτή, βεβαίως, θα έπρεπε να λάβω υπόψη και μια δυο άλλες παραμέτρους.

Siegfried Kracauer

Η γραφομηχανούλα

Friedrich Nietzsche

Nietzsche ex machinA

Εισαγωγή-μτφ. Νικήτας Σινιόσογλου

Εκδ. Κίχλη, 2017, σελ. 88

Τιμή: 10 ευρώ