Ο τίτλος της νουβέλας αυτής της Τόνι Μόρισον που εκδόθηκε το 2012 είναι «Ηome». Ο όρος είναι πλουσιότερος από το απλό σπίτι (house), καθώς μπορεί να υποδηλώνει κατά περίπτωση την εστία, τον οίκο, την πατρίδα, τον τόπο προέλευσης, ακόμη και το αίσθημα του ανήκειν σε έναν συγκεκριμένο και γνώριμο γεωγραφικό χώρο. Στα ελληνικά είναι αδύνατο να αποδοθεί μονολεκτικά. Δικαίως ως εκ τούτων η μεταφράστρια επέλεξε ως τίτλο το «Γυρισμός», υπονοώντας ότι ο ήρωας, ο 25χρονος Φρανκ, επιχειρεί να γυρίσει στο ενδιαίτημα από όπου ξεκίνησε, το Λότους στην Τζόρτζια, ένα χωριό με λίγα σπίτια και καμιά εκατοστή μαύρους κατοίκους που βράζουν στο ζουμί τους χωρίς πολλές ελπίδες για κάτι καλύτερο. Αυτός ο Φρανκ λοιπόν επέλεξε να καταταγεί στο στρατό για ν’ αποδράσει από έναν τόπο που στη μνήμη του είναι χειρότερος κι από τα πεδία των μαχών της Κορέας. Εζησε αποτρόπαιες σκηνές βίας, έχασε τους δύο παιδικούς του φίλους σε εχθροπραξίες και έγινε μάρτυρας ακόμη και σκοτωμού αμάχων. Πίσω στην πατρίδα, άφραγκος και με βίαιες διαλείψεις στα όρια της παραφροσύνης, θα συνδεθεί με μια νεαρή γυναίκα στο Σιάτλ, ώσπου θα λάβει ένα γράμμα που τον πληροφορεί ότι η ζωή της αγαπημένης του αδελφής, της Σι, βρίσκεται σε κίνδυνο. Εγκαταλείπει τη συμβία του και διασχίζει διαγωνίως όλη τη χώρα για να σώσει την έσχατη ώρα τη Σι από τα χέρια ενός λευκού ευγονιστή γιατρού που τη χρησιμοποιεί ως πειραματόζωο.

Οι μάστιγες

Στη μακρά πορεία του ώς πίσω στο σπίτι, μια σειρά καλοπροαίρετων ανθρώπων (πάστορες, εργάτες ή άγνωστοι) θα τον σώσουν την έσχατη ώρα, όταν δεν έχει πού να μείνει και τι να φάει, όταν τον ληστεύει μια συμμορία ή όταν βρίσκεται με χειροπέδες σε κλινική ύστερα από κάποια πράξη βίας που δεν θα αποκαλυφθεί ποτέ και που ο ίδιος αδυνατεί να ανακαλέσει. Παρόλη την παρέλαση καλών Σαμαρειτών, ο Φρανκ (και φυσικά η Τόνι Μόρισον) αρνείται να δει την πατρίδα του ως φιλόξενο τόπο. Ενας λόγος είναι ότι καθ’ οδόν θα γίνει επίσης μάρτυρας σκηνών που παραπέμπουν στις εμμένουσες φυλετικές διακρίσεις εκεί στη δεκαετία του ’50, ενώ με συνεχείς αναδρομές που δίνονται στο κείμενο με πλάγια γράμματα επιχειρεί να δώσει νόημα στο κατάμαυρο (μεταφορικά) παρελθόν του: μια αγροτική κοινότητα στο Τέξας απ’ όπου η οικογένειά του εκδιώχθηκε από τους λευκούς χωρίς καμιά εξήγηση, τη γέννηση της αδελφής του στη διάρκεια της φυγής, την εγκατάσταση στο Λότους όπου τα παιδιά θα τα προσέχει μια κακή γιαγιά μητριά και ένας αδιάφορος παππούς, ενώ οι γονείς σκοτώνονται στη δουλειά στα χωράφια. Για να ολοκληρωθούν οι μάστιγες, οι γονείς θα πεθάνουν νωρίς λόγω των ανθυγιεινών συνθηκών εργασίας και αυτό θα φέρει ακόμη κοντύτερα τα δύο αδέλφια, ώσπου ο Φρανκ να καταταγεί και η Σι να το σκάσει με τον πρώτο τυχόντα εραστή, που κι αυτός θα την εγκαταλείψει στην ψύχρα. Ολα κακά σ’ αυτό τον κακό κόσμο, μας λέει με σταθερότητα η Μόρισον, με αποκορύφωμα τον ίδιο τον πόλεμο (εν προκειμένω της Κορέας).

Διττή έννοια

Σ’ όλη την διάρκεια της επιστροφής με τη διττή έννοια, την κυριολεκτική (στο σπίτι) και τη μεταφορική (στο παρελθόν), ο Φρανκ απωθεί τις ενοχές του. Δεν πρόκειται μόνο για τους δύο παιδικούς του φίλους που δεν κατάφερε να τους σώσει στην Κορέα, αλλά και για μια αποτρόπαια πράξη που αποκαλύπτεται προς το τέλος και που προτιμώ να μην τη μαρτυρήσω. Είναι αυτό το μνημονικό τραύμα (κατά τη σύγχρονη δημοφιλή ορολογία) που προσπαθεί να απωθήσει ο Φρανκ και το οποίο άμα τη αποκαλύψει του θα σχίσει τους ιστούς της μνήμης και θα επιφέρει την αποδοχή της πραγματικής ενοχής (και τη λύτρωση, υπό όρους φυσικά). Το μετατραυματικό στρες (θα λέγαμε στις μέρες μας) του ήρωα θα ντουμπλαριστεί από το κυριολεκτικό σωματικό τραύμα της Σι στα χέρια του γιατρού και αφεντικού της, πατέρα δύο υδροκέφαλων παιδιών και ως εκ τούτου οπαδού των πλέον ακραίων θεωριών περί φυσικής επιλογής και ευγονικής, στις οποίες αναφέρεται και η Κατερίνα Σχινά στο επίμετρό της. Η Σι σώζεται με τα πολλά στα χέρια των στωικών γυναικών του χωριού με παραδοσιακά γιατροσόφια και ο Φρανκ συμβιβάζεται επιτέλους με τη ζωή και το ενδιαίτημά του. Μάλιστα, αυτό το ασήμαντο έως και αβίωτο Λότους, που έχει σκιαγραφηθεί σε νεορεαλιστικής έμπνευσης ασπρόμαυρο φόντο, αρχίζει να αποκαλύπτεται στα μάτια του με τις πλέον ανθρώπινες ιδιότητές του, στις καλύτερες σελίδες του βιβλίου: τη σπιτική πάστρα, τις μυρωδιές της κουζίνας, τα μποστάνια, τους καρπούς της καλλιεργημένης γης, τα απόβραδα στη βεράντα της καλύβας, εντέλει τον προ πολλού μυθοποιημένο πολύχρωμο αμερικανικό Νότο ενός Φόκνερ ή μιας ΜακΚάλερς. Ο ήρωας διαθέτει τώρα πια το κλειδί για αυτό τον ετοιμόρροπο έστω οίκο, όπως μας προϊδεάζει ένα ποίημα της ίδιας της συγγραφέως που χρησιμοποιείται ως προμετωπίδα.

Νόμιμο, μα όχι αρκετό

Ωστόσο ο συγγραφικός κόσμος της Μόρισον παραμένει ασπρόμαυρος (και όχι μόνο λόγω των φυλετικών προκαταλήψεων). Είναι ενδιαφέρον ότι αισθάνεται ασφαλέστερη όταν αντλεί υλικό από τους παλιούς καιρούς της δουλείας, όταν ο κόσμος διαιρείται σε μονοσήμαντα καλούς και κακούς, όταν η φτώχεια είναι αποκλειστικό «προνόμιο» των Αφροαμερικανών, όταν η μαύρη γυναίκα αναδεικνύεται διπλά καταπιεζόμενη και υπό τις δύο κυρίαρχες ταυτότητές της –ως γυναίκας και ως μαύρης. Ακόμα και το σεξ είναι συνήθως κακό, τουλάχιστον για τις γυναίκες. Το ότι έχουν μεσολαβήσει τόσα και τόσα από το Κίνημα για τα Κοινωνικά Δικαιώματα και τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ ώς την ανάρρηση του Μπαράκ Ομπάμα στην προεδρία δεν την απασχολεί, ούτε άλλωστε και η αναγνώριση της μαύρης κουλτούρας σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη (με προεξάρχοντα τη μουσική και τον χορό). Είναι για μένα προφανές ότι αδυνατεί να βγει από τον μνησίκακο, βίαιο πλην ασφαλή ασπρόμαυρο κόσμο του παρελθόντος. Νόμιμο, αλλά όχι αρκετό.

Συμβολισμοί

Στα όρια μιας αφελούς, ντεμοντέ σχηματοποίησης

Αναμφίβολα η γλώσσα της 84χρονης πια Μόρισον παραμένει πλούσια και λυρική, όσο στα παλιότερα, πιο ολοκληρωμένα βιβλία της. Με την ιερατική της φωνή –κυρίως όταν αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο ο ίδιος ο Φρανκ -, η συγγραφέας μάς επαναφέρει στον κόσμο των γκόσπελ και των ρυθμικών φωνητικών ασκήσεων κατά την εξαντλητική δουλειά στα μπαμπακοχώραφα. Τα κεφάλαια όπου τον λόγο έχει ο παντογνώστης αφηγητής ρέουν άκοπα. Ενδιαφέρουσες είναι και ορισμένες παρεκβάσεις του Φρανκ όπου απευθύνεται στον αφηγητή αμφισβητώντας τον, διορθώνοντάς τον ή προτείνοντας γραμμές πλεύσης. Ο στόμφος ωστόσο κυριαρχεί, η ρητορεία καταλήγει σε διδαχή, οι συμβολισμοί είναι περισσότεροι απ’ ό,τι αντέχει ένα μικρό βιβλίο και οι λοιποί γυναικείοι χαρακτήρες που σκιαγραφούνται σε επιμέρους κεφάλαια με άφησαν ανικανοποίητο ως ανεπαρκείς και αποσπασματικοί.

Η Τόνι Μόρισον αξιοποίησε αναμφίβολα τις ενοχές του λευκού ανθρώπου όπως θα ‘λεγε και ο Πασκάλ Μπρικνέρ, ικανοποίησε το κατεδαφιστικό αίσθημα αυτοκριτικής που θάλλει στην αμερικανική κοινωνία και έδωσε μια σαφή ατζέντα στους σοφούς της Στοκχόλμης ώστε να απονείμουν στο πρόσωπό της το πρώτο γυναικείο αφροαμερικανικό Νομπέλ. Αν και το καλομεταφρασμένο αυτό βιβλίο τσουλάει αφηγηματικά, κινείται εντέλει στα όρια μιας αφελούς, ντεμοντέ σχηματοποίησης.

Toni Morisson

Γυρισμός

Mτφ. Κατερίνα Σχινά

Εκδ. Παπαδόπουλος 2017, σελ. 175

Το βιβλίο θα κυκλοφορήσει στις 30 Οκτωβρίου