Μόλις τρεις μήνες έχουν περάσει που ο Ρόμπερτ Φόρεστερ έχει εγκατασταθεί στην μικρή κωμόπολη της Πενσιλβάνια. Το επώδυνο διαζύγιό του από μια διαβολική γυναίκα τον ωθεί να εγκαταλείψει την Νέα Υόρκη, αναζητώντας μια αλλαγή στη ζωή του και τη γαλήνη στον πληγωμένο ψυχισμό του.

Φαινομενικά τυπικός, ευγενικός και αξιοπρεπής, στην ουσία μοναχικός, εσωστρεφής και παγιδευμένος στον ιστό της κατάθλιψης, κατασκοπεύει εμμονικά τη νεαρή Τζένι που ζει σε ένα απομονωμένο σπίτι στην εξοχή. Παρακολουθεί, από μακριά, τη ζωή της μέσα από το παράθυρο της κουζίνας της, που σαν διόπτρα φωτογραφικού φακού τού προσφέρει εικόνες από τις απλές καθημερινές στιγμές μιας σπιτικής ζωής. Η υποσυνείδητη διαβεβαίωση πως για κάποιους ανθρώπους σε αυτόν τον κόσμο η ευτυχία εξακολουθεί να υπάρχει, τού προσφέρει την ελπίδα πως μπορεί και ο ίδιος, κάποτε, να αποκτήσει το δικό του μερίδιο σε μια «φυσιολογική» ζωή.

Οταν η νεαρή κοπέλα συναντήσει τον μανιώδη «παρατηρητή» της, θα αναγνωρίσει στο πρόσωπό του τα γνώριμα ίχνη του καταθλιπτικού εαυτού της. Η ανθρώπινη απώλεια και ο θάνατος, άλλωστε, έχουν προ πολλού σημαδέψει ανεξίτηλα και τους δύο.

Η γνωριμία τους γίνεται η αφορμή για την Τζένι να διαλύσει τη σχέση της με τον εκδικητικό αρραβωνιαστικό της ανοίγοντας με αυτόν τον τρόπο έναν κύκλο αγωνίας, όπου οι ρόλοι παύουν να είναι διακριτοί και συχνά αντιστρέφονται, παγιδεύοντας τους πρωταγωνιστές σε ένα κουβάρι παρακολουθήσεων που θα τους οδηγήσει σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις.

Στην αμερικανική επαρχία του 1960 που γράφηκε και διαδραματίζεται το μυθιστόρημα τα πρότυπα της κοινωνικής συμπεριφοράς δεν έχουν ακόμη αλλοιωθεί. Η ηθική αποτελεί τον καταλύτη που ορίζει τους κανόνες και αποτιμά την αξία των κατοίκων της αμερικανικής κωμόπολης. Η αμυντική στάση, την οποία επιβάλλει το αίσθημα αυτοσυντήρησης της μικρής κοινωνίας, τοποθετεί σε παραμορφωτικό φακό τη ζωή του πρωταγωνιστή και επεμβαίνει κλείνοντας τις διόδους του προς τη λύτρωση.

Το έγκλημα και η «δίκη»

«Η κραυγή της κουκουβάγιας» είναι το όγδοο από τα 22 μυθιστορήματα της Πατρίτσια Χάισμιθ. Η αναζήτηση της ευτυχίας από έναν καταθλιπτικό άνθρωπο γίνεται η αφορμή για ένα αστυνομικό βιβλίο που καταφέρνει να ψυχογραφήσει με λεπτομέρεια χαρακτήρες που αλληλεπιδρούν ασταμάτητα με τον κοινωνικό τους περίγυρο. Η συγγραφέας φωτίζει έντονα και εξαρχής το ηθικό παραστράτημα του ήρωά της τοποθετώντας τον επιδεικτικά στο κέντρο ενός «λαϊκού δικαστηρίου», με ενόρκους τον κοινωνικό του περίγυρο και την κοινή γνώμη. Με σκηνικό την αμερικανική κωμόπολη των ανατολικών πολιτειών αναπαριστά τη δική της καφκική «Δίκη», εκεί όπου οι κριτές πρόκειται να γίνουν σκληρότεροι κι από τον ίδιο τον «εγκληματία». Το παράπτωμα του «ηδονοβλεψία» δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο από τη συλλογική κρίση. Αφού είναι ένοχος για αυτό, τότε σίγουρα είναι και ένοχος για οτιδήποτε άλλο τού καταμαρτυρούν. Ακόμη και όταν δεν υπάρχουν οι αποδείξεις.

Εμμονές και απόκλιση

Οσοι αναζητούν άλλο ένα αστυνομικό μυθιστόρημα με συνεχή εγκλήματα, απαγωγές, σπαρμένα στοιχεία που αφήνουν οι δολοφόνοι πίσω τους και ηθικά διδάγματα, ας κοιτάξουν αλλού. Η προκλητική παράθεση γεγονότων που εμπίπτουν στον ποινικό κώδικα δεν έχει θέση σε ένα καθαρά ψυχολογικό θρίλερ.

Οι εμμονές των ανθρώπων, ο εναγώνιος εναγκαλισμός με την κατάθλιψη και οι ατελέσφορες σχέσεις είναι το λεπτό σχοινί που τεντώνει η Χάισμιθ προκειμένου να περπατήσουν πάνω του φαινομενικά ισορροπημένοι χαρακτήρες, που εντέλει βρίσκονται να ακροβατούν ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι.

Η εκκεντρικότητα και η απόκλιση βρίσκουν τη λογοτεχνική τους έκφραση στη «μαύρη ντάμα του νουάρ», όπως αποκαλούσαν συχνά τη συγγραφέα. Η «Κουκουβάγια», προμήνυμα θανάτου για τους ήρωες που θα ακούσουν την «Κραυγή» της, δεν γράφηκε για αυτούς που επέλεξαν την ήρεμη ομορφιά ενός αδιάφορου βίου, παρά για αυτούς που βυθίστηκαν στην παθολογική ένταση μιας νευρωτικής ζωής.
Η σκοτεινή πλευρά

Αδιάφορη για τα ταμπού της εποχής της

Η ιδιόρρυθμη αμερικανίδα συγγραφέας έζησε μια ιδιαίτερα ταραχώδη παιδική ηλικία αποκομίζοντας μια ακόμη δυσκολότερη (στα όριατου μισανθρωπισμού) προσωπική ζωή.«Η φαντασία μου λειτουργεί πολύ καλύτερα όταν δεν είμαι υποχρεωμένη να μιλάω με ανθρώπους»δήλωνε τολμηρά.

Εγινε ευρέως γνωστή από τα βιβλία της –γνωστότερα όλων η σειρά μυθιστορημάτων με ήρωα τον Τομ Ρίπλεϊ -, από τα οποία μάλιστα προέκυψαν και 20 κινηματογραφικές ταινίες.

Για τη Χάισμιθ η συγγραφή αποτελούσε τη μοναδική διέξοδο προκειμένου να αποκαλύψει πτυχές της σκοτεινής πλευράς της προσωπικότητάς της. Πρόβαλλε μέσα από τις σελίδες της τους εσωτερικούς της δαίμονες που την κατέτρυχαν και την ωθούσαν να γράψει για όλα όσα η ίδια δεν μπορούσε να μιλήσει. Περιπλανιόταν στους μαιάνδρους της ψυχής της και ανέσυρε βιώματα και εμπειρίες που αποτύπωνε αφειδώς στο χαρτί.

Ακόμα και η μυθιστορηματική αφετηρία της «Κραυγής της κουκουβάγιας» είναι στην πραγματικότητα «σκηνή» από την αληθινή ζωή της Χάισμιθ. Πρώτη αυτή είχε χαράξει τα χνάρια που θα ακολουθούσαν τα κατοπινά βήματα του κεντρικού της χαρακτήρα Ρόμπερτ Φόρεστερ. Σαν άλλη ηρωίδα των βιβλίων της, μόλις στα 27 της χρόνια, αρχίζει να παρακολουθεί κρυφά μια άγνωστη νεαρή γυναίκα. Εμπειρία που έμελλε να τροφοδοτήσει την έμπνευσή της προκειμένου να πλάσει και την αντισυμβατική «Κάρολ», που μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο το 2015. Αδιαφορώντας για τα ταμπού της εποχής της (γράφτηκε το 1952, με αρχικό τίτλο «The price of the salt»), περιέγραψε το ερωτικό ρομάντζο μεταξύ δύο γυναικών, δίνοντας λόγο και εικόνα στην απαγορευμένη ομοφυλοφιλική πλευρά της.

Patricia Highsmith

Η κραυγή της κουκουβάγιας

Μτφ. Ανδρέας Αποστολίδης

Εκδ. Αγρα, 2017, σελ. 400

Τιμή: 16 ευρώ