Ο διανοητής και καθηγητής Θανάσης Διαμαντόπουλος, αξιοποιώντας τις διεπιστημονικές του γνώσεις στην Ιστορία και την Πολιτική Επιστήμη, προσεγγίζει τις διαιρετικές τομές της ελληνικής κοινωνίας κατά τη δεκαετία 1940-1950. Πρόκειται για μία ενδιαφέρουσα και διεισδυτική ανάλυση των παραγόντων που διαμόρφωσαν το ιστορικό πλαίσιο της μεταπολεμικής Ελλάδας έως την ανατροπή του από τη δικτατορία των συνταγματαρχών. Θέμα πολυσύνθετο και απαιτητικό, που ο συγγραφέας διεξέρχεται με άνεση και επάρκεια.

Αυτή η μελέτη αποτελεί μια κατάδυση στα σκοτεινά βάθη της βίαιης και μακράς δεκαετίας του 1940 («Η μακρά σκιά της δεκαετίας του ’40», τιμητικός τόμος Χάγκεν Φλάισερ, Αθήνα 2015). Οπως επισημαίνει εμφατικά ο συγγραφέας, «Η δεκαετία του 1940 ασφαλώς και έχει μείνει στο ιστορικό ασυνείδητο των Ελλήνων ως η δεκαετία της μεγάλης αδελφοκτόνου ανθρωποσφαγής».

Πράγματι, το φαινόμενο της εμφύλιας βίας 1943-1949 υπήρξε πρωτόγνωρο και δυσεξήγητο για τα δεδομένα του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Μέχρι το 1940 η χρήση βίας στην ελληνική πολιτική σκηνή δεν ήταν βεβαίως εξαιρετικά περιορισμένη, ωστόσο οι συγκρούσεις, ακόμη και οι αιματηρές είχαν ένα όριο. Ο «εθνικός διχασμός» των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα, με την αιματηρή βία των Επιστράτων, αλλά και τα εναντίον τους αντίποινα, τα πολυάριθμα κινήματα και αντικινήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας, οι δυναμικές εργατικές κινητοποιήσεις του 1930, η δικτατορία Μεταξά είχαν μεν προκαλέσειανθρώπινες απώλειες, αλλά όχι σε ιδιαιτέρως μαζικό επίπεδο.

Η απόλυτη μορφή βίας

Αυτός ο κανόνας της μιας κάποιας πολιτικής αυτοσυγκράτησης καταλύθηκε τη δεκαετία του 1940 με βαρυσήμαντες συνέπειες. Οι εμφύλιες συγκρούσεις αποτελούν προνομιακά πεδία άσκησης βίας σε βάρος του άμαχου πληθυσμού (Stathis N. Kalyvas, «The logic of Violence in Civil War», Cambridge UP, 2006, σελ. 52). Από τη φύση της η εμφύλια βία συνιστά πολύμορφο κοινωνικό φαινόμενο, το οποίο διαχέεται και διαπερνά όλους τους κοινωνικούς χώρους. Αλλες φορέςεμφανίζεται ως προσβολή εννόμων αγαθών, όπως η ελευθερία, η ιδιοκτησία, η ερωτική αυτοδιάθεση κ.ο.κ. και άλλοτε εκδηλώνεται με τη μορφή πρόκλησης υλικών βλαβών σε άτομα, που αρχίζει από τις πιο ελαφρές μορφές σωματικής βλάβης και φθάνει έως τον θάνατο. Ο τελευταίος αποτελεί την απόλυτη μορφή της βίας γιατί είναι ακραίος, οριστικός και ανεπανόρθωτος. Με δεδομένο δε ότι πρόκειται για «ληξιαρχικό» γεγονός, που καταγράφεται και απογράφεται, αποτελεί συνήθως τον βασικό δείκτη μέτρησης της βίας στις συγκρούσεις.

Ως πρώτη από τις διαιρετικές τομές της δεκαετίας του 1940 ο Θανάσης Διαμαντόπουλος αναλύει την τριχοτόμηση της ελληνικής κυβερνητικής εξουσίας. Πράγματι, την περίοδο 1941-1944 υπήρχαν ταυτόχρονα τρεις ελληνικές κυβερνήσεις. Η γερμανόφιλη κυβέρνηση των Αθηνών, η εξόριστη κυβέρνηση της Μέσης Ανατολής και η λαοκρατική κυβέρνηση της Ελεύθερης Ελλάδας στα βουνά.

Οι παρατηρήσεις του γι’ αυτά τα τρία κυβερνητικά σχήματα είναι οξυδερκείς όσο και ισορροπημένες. Σε σχέση με την κατοχική κυβέρνηση των Αθηνών που αντλούσε την νομιμοποίησή της από την στρατιωτική ισχύ των κατακτητών, ο συγγραφέας εκτιμά «την ανάγκη, προφανή στην αντίληψη όσων την στελέχωναν, και ίσως όχι μόνον αυτών, να διασφαλιστεί η δυνατότητα μιας διαμεσολάβησης ανάμεσα στον κατακτημένο λαό και τις κατοχικές δυνάμεις». Είναι μία διαπίστωσηπου συμβαδίζει με ορισμένες τάσεις στη νεότερη ιστορική έρευνα, αν και, κατά τη γνώμη μου, αλλά και όπως ο ίδιος ο συγγραφέας υποστηρίζει, υπήρχε διακύμανση στους στόχους και τη βούληση των προσώπων που στελέχωσαν τις κατοχικές κυβερνήσεις όπως και ανάμεσα σε αυτές τις ίδιες.

Η νομιμοποίηση

Σε ό,τι αφορά την κυβέρνηση της Μέσης Ανατολής ο Διαμαντόπουλος επισημαίνει ότι αντλούσε τη νομιμοποίησή της από την αναγνώρισή της από τις κυβερνήσεις των Συμμάχων και από το γεγονός ότι αποτελούσε τη νόμιμη συνέχεια της ελληνικής κυβέρνησης, που είχε διεξαγάγει τον ηρωικό πόλεμο ενάντια στην Ιταλία και τη Γερμανία.

Τέλος,η κυβέρνηση της Ελεύθερης Ελλάδας, που δημιουργήθηκε τον Μάρτιο του 1944 στα ελληνικά βουνά με την επίνευση του ΕΑΜ. Η ριζοσπαστικοποίηση της κοινωνίας της Κατοχής (Πολυμέρης Βόγλης, «Η αδύνατη Επανάσταση. Η κοινωνική δυναμική του εμφυλίου πολέμου», εκδ. Αλεξάνδρεια 2014, Mark Mazower, «Inside Hitler’s Greece, The Experience of Occupation», 1941-1944, Yale UP 1999, σελ. 267-269) και η απονομιμοποίηση της «κυβέρνησης» των Αθηνών σε συνδυασμό με την έλλειψη στρατηγικού ενδιαφέροντος των στρατευμάτων Κατοχής να διατηρήσουν μόνιμη στρατιωτική παρουσία στις ορεινές περιοχές της χώρας είχαν επιτρέψει στο ΕΑΜ να ελέγχει μέσω του ΕΛΑΣ εκτεταμένες περιοχές της ορεινής Ελλάδας.

Στη συνέχεια ο συγγραφέας εξετάζει τις διαιρετικές τομές των αντιστασιακών και των δωσιλόγων και των βασιλοφρόνων απέναντι στους δημοκρατικούς και επισημαίνει ότι «η μεταχείριση που επιφυλάχτηκε από τις μετακατοχικές κυβερνήσεις, καθώς και από την συντεταγμένη Δικαιοσύνη, στους άμεσα ή έμμεσα συνεργασθέντες με τις κατοχικές δυνάμεις υπήρξε σκανδαλωδώς επιεικής». Και εδώ το συμπέρασμά του στοιχείται με τα πορίσματα της σύγχρονης ιστορικής έρευνας (Δημήτρης Κουσουρής, «Δίκες των δοσιλόγων 1944-1949, Δικαιοσύνη, συνέχεια του κράτους και εθνική μνήμη», 2η έκδ. 2014).

Για την παραδοσιακή πολιτική διαίρεση μεταξύ των βασιλοφρόνων και των δημοκρατικών ο Διαμαντόπουλος παρατηρεί ότι ενώ στις αρχές της Κατοχής σύμπας ο πολιτικός κόσμος απέκλειε την επιστροφή του μονάρχη χωρίς δημοψήφισμα, στη συνέχεια «πολλοί βενιζελογενείς αντιμοναρχικοί πολιτικοί… άρχισαν πλέον να αυτοπροσδιορίζονται πρωτίστως ως εθνικόφρονες / αντικομμουνιστές».
Ενδοπαραταξιακή πάλη

Η κατίσχυση των αδιαλλάκτων

Οι εσωτερικές διαιρέσεις των στρατοπέδων του Εμφυλίου προσδίδουν στη συγγραφή του Διαμαντόπουλου πολιτική και επιστημονική ιδιαιτερότητα και σημασία. Ο συγγραφέας επικεντρώνεται στο εξαιρετικά ενδιαφέρον ζήτημα των διαφοροποιήσεων στο εσωτερικό του στρατοπέδου της αντικομουνιστικής εθνικοφροσύνης, κυρίως ως προς τη σκληρότητα που θα έπρεπε να επιδειχθεί προς τους ηττημένους του εμφυλίου πολέμου, αλλά και στον αντίποδα του πολιτικού φάσματος και τις διαιρέσεις στο εσωτερικό της εαμογενούς παράταξης. Από την μια πλευρά η γραμμή των εαμογενών δυνάμεων της Αριστεράς για αποδοχή μιας πλουραλιστικής πραγματικότητας και για ειρηνικό πέρασμα στον σοσιαλισμό και από την άλλη πλευρά η αντίληψη του ιστορικού ηγέτη του ΚΚΕ Νίκου Ζαχαριάδη, ο οποίος υποστήριζε την διά της επαναστατικής βίας μετάβαση στην «καλή πλευρά» της Ιστορίας. Τελικά, καταλήγει ο συγγραφέας, η ενδοπαραταξιακή εσωτερική πάλη εντός του αριστερού στρατοπέδου κατέληξε στην κατίσχυση των αδιαλλάκτων όπως ακριβώς συνέβη και στο αντίπαλο στρατόπεδο της εθνικοφροσύνης με τις τραγικές συνέπειες που επακολούθησαν.

Η παρατήρηση του Νίκου Μαραντζίδη στο επίμετρο-σχόλιο του τέταρτου αυτού τεύχους ότι «ο Θανάσης Διαμαντόπουλος με τα μεθοδολογικά εργαλεία του πολιτικού επιστήμονα επιχειρεί να εισαγάγει και να κάνει κατανοητό στον μη ειδικό αναγνώστη τον πολιτικό χαρακτήρα που πήραν οι συγκρούσεις μέσα στην συγκεκριμένη δεκαετία», είναι μια παρατήρηση που σε τελευταίο επίπεδο ανάλυσης διέπει και τα έντεκα τεύχη του συγγραφέα για τις ισάριθμες δεκαετίες πολιτικών διαιρέσεων στην Ελλάδα.

Θανάσης Σ. Διαμαντόπουλος

Δέκα και μία δεκαετίες πολιτικών διαιρέσεων

Τεύχος 4: Η δεκαετία

του 1940, η αδύνατη συνύπαρξη

Επίμετρο – σχόλιο: Νίκος Μαραντζίδης

Εκδ. Επίκεντρο, 2017, σελ. 96

Τιμή: 6 ευρώ