Μια στιγμή αρκεί για να μετατρέψει έναν ήσυχο και μοναχικό σαρανταπεντάχρονο φιλόλογο, που ζει στη γενέτειρά του, την Κω,σε δολοφόνο. Αρκεί για να τεμαχίσει τη ζωή του στα δύο ή ακόμη και στα τέσσερα: στην εποχή πριν γνωρίσει το θύμα του, τον Γιούρι, και στην περίοδο μετά. Και στην εποχή πριν από τη δολοφονία και σε εκείνη που ακολουθεί.

Ποια είναι όμως εκείνη η στιγμή στο μυθιστόρημα του Αντώνη Νικολή «Ο θάνατος του μισθοφόρου» που βαραίνει περισσότερο; Η διαρκείας; Εκείνη που η παρουσία του νεαρού επαγγελματία οπλίτη αρχίζει σαν μικρόβιο να μολύνει σταδιακά τη σκέψη του κεντρικού του ήρωα, του Ηλία, μέχρι να την κυριεύσει; Ή μήπως εκείνη που σε μια κίνηση αυτοάμυνας ο φιλόλογος θα σκοτώσει ακούσια τον άνδρα που θα μπορούσε να είναι «ο γιος που δεν είχε, ο ιδανικός μαθητής που δεν είχε, που ήτανε η εικόνα της ομορφιάς στην όψη και στον εσωτερικό του κόσμο, τα νιάτα, συνεκδοχικά η ζωή»;

Ο αναγνώστης θα πρέπει να απαντήσει αφού αφεθεί στις σελίδες όπου ξεδιπλώνεται η ιστορία του κουρασμένου και αφημένου στη ρουτίνα του Ηλία, του οποίου η ζωή θα αλλάξει δραματικά όταν στην καθημερινότητά του θα εμφανιστεί ο αρρενωπός, ευγενής, αλλά ελάχιστα καλλιεργημένος νεαρός, ο οποίος θέλει να κερδίσει τον χαμένο χρόνο της εφηβείας και έχει επιστρέψει στα θρανία. Ο καθηγητής θα προσφερθεί να του κάνει δωρεάν ιδιαίτερα μαθήματα για να αποκτήσει οικειότητα μαζί του. Κι αν η έλξη που αισθάνεται προς τον νεαρό δεν είναι σεξουαλική, όπως υποστηρίζει, το υποσυνείδητό του αποδεικνύεται πιο ισχυρό. Είναι εκείνο που σε μια στιγμή αδυναμίας θα παρακάμψει τη λογική, θα εκφραστεί με δυο αθώα χάδια στο στέρνο, αρκετάόμως για να πυροδοτήσουν τις εξελίξεις για τις οποίες μας προϊδεάζει ο τίτλος.

Πάθη και εμμονές

Ολα από εκεί και στο εξής θα γίνουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Ο Ηλίας θα καταφέρει να ξεφορτωθεί τη σορό του Γιούρι, όχι όμως και τον πόθο του, τις ενοχές και τις εμμονές του για τον νεαρό. Κι αν τα χαρακτηριστικά ενός αστυνομικού μυθιστορήματος βρίσκονται σε πρώτο πλάνο, ο έμπειρος αναγνώστης γρήγορα διαπιστώνει πως το κείμενο δεν εντάσσεται σε αυτή την κατηγορία, αλλά ουσιαστικά φέρει όλα εκείνα τα στοιχεία που συνθέτουν μια τραγωδία: έλεος, φόβο και κάθαρση.

Ο συγγραφέας σκάβει σε βάθος, στα μαλακά μέρη της ανθρώπινης ψυχής, εκεί όπου όλα είναι ρευστά και ομολογητέα, προτού βγουν ακόμη στην επιφάνεια και παγώσουν από τις κοινωνικές συμβάσεις, αλλά και το βλέμμα των τρίτων για να ερμηνευθούν ανάλογα με τα δικά τους «γνωρίζω» και «θέλω». Αφήνει πάθη κι εμμονές να εκφραστούν όπως πραγματικά καταλαμβάνουν τον νου και την ψυχή. Λειτουργεί ως καθρέφτης μέσα από τον οποίο όταν κοιτάζονται οι χαρακτήρες του, δεν αποκαλύπτονται απλώς, αλλά αφήνουν πάνω στο γυαλί να χαραχθεί ακόμη κι η παραμικρή αμυχή που φέρουν στα κατά τα άλλα αθέατα σωθικά τους. Και μέσα από αυτά τα παιχνίδια του μυαλού και της ψυχής που θα ταλανίσουν τον Ηλία στη μετά Γιούρι εποχή θα έρθει η κάθαρση. Μια καθαρτήρια λύση που θα δώσει ο ίδιος ο δράστης ύστερα από μια δύσκολη διαδρομή και η οποία θα του χαρίσει σε μια άλλη πραγματικότητα τη συντροφιά του ανθρώπου που αθώα αποζητούσε σε τούτη τη ζωή.

Ηδυσμένος λόγος

Η τραγωδία όμως δεν χαρακτηρίζεται μόνο από έλεος, φόβο και κάθαρση, αλλά και από ηδυσμένο λόγο, τον οποίο υπηρετεί η εξαιρετική γραφή του Αντώνη Νικολή με τα άψογα ελληνικά και χωρίς διάθεση εκζήτησης. Μια γραφή που διατηρεί ισορροπία με την πλοκή, χωρίς να τη «στραγγαλίζει», και επιτρέπει στον αναγνώστη να απολαύσει κάθε λεπτή απόχρωση των χαρακτήρων οι οποίοι σκιαγραφούνται με λεπτομέρεια μικροσκοπίου και ακρίβεια χειρουργικής λεπίδας. Τεχνική που ενδεχομένως υποσυνείδητα να σχετίζεται με τις πανεπιστημιακές σπουδές του συγγραφέα, καθώς ξεκίνησε από την ιατρική πριν αφιερωθεί στη φιλολογία.

Με αφορμή δε τους συμπαγείς και καλοχτισμένους χαρακτήρες, ο συγγραφέας τολμά να θίξει ζητήματα που ακόμη και σήμερα δεν έχουν λυθεί στους κόλπους της ελληνικής κοινωνίας, όπως η αμφισεξουαλική ταυτότητα του Ηλία. Δεν διστάζει να περιγράψει τη σεξουαλικότητα όπως εκφράζεται στη σχέση του ήρωά του, είτε συναναστρέφεται με άνδρες είτε με την εξ αποστάσεως σύντροφό του (τη Μερόπη που ζει στην Αθήνα), με λεπτομέρεια, ζωντάνια και ακρίβεια, τόσο που ενώ ο αναγνώστης μπορεί να εισπράξει ακόμη και την ερεθισμένη ανάσα των ηρώων, δεν υπάρχει ούτε υποψία πορνογραφικής διάθεσης. Παρακολουθεί τις επιπτώσεις της κρίσης στη ζωή των Ελλήνων, εντάσσει την υπόθεσή του στο πλαίσιο της «κλασικής» ελληνικής οικογένειας που διατηρεί αρκετά ισχυρούς ακόμη δεσμούς, ενώ η προσοχή του σε κάθε λεπτομέρεια, ώστε να μην αμφισβητείται ως φανταστικό το σκηνικό του, φτάνει σε σημείο να τεκμηριώνει με ιατρικά δεδομένα τις συνθήκες θανάτου του Γιούρι, αλλά και να παρουσιάζει με επιστημονική ακρίβεια τα μνημεία που μελετούσε στον ελεύθερο χρόνο του ο Ηλίας.

Αντώνης Νικολής

Ο θάνατος του μισθοφόρου

Εκδ. Ροδακιό, 2016, σελ. 296

Τιμή: 17 ευρώ