Η μάνα μου ύφαινε. Στο σπίτι, στο κατώι, βρήκε από τη δική της γιαγιά και προγιαγιά έναν αργαλειό και είχε μάθει να υφαίνει. Οταν στην Κατοχή ο φιλόλογος πατέρας μου, που υπηρετούσε στη Λαμία, με νοικιασμένο σπίτι, ζήτησε απόσπαση για την Αταλάντη, την κωμόπολη της μητέρας τής μάνας μου, μετακομίσαμε στο σπίτι της γιαγιάς, όπου υπήρχε τουλάχιστον ψωμάκι, λαδάκι, κοτούλες, κουνελάκια και ζαρζαβατικά. Η μητέρα μου είχε παντρευτεί και είχε ξεκόψει από τις αγροτικές εργασίες. Είχε ακολουθήσει τον πατέρα μου στις συνεχείς υπαλληλικές του μεταθέσεις. Οταν όμως ξαναγύρισε στο πατρικό της και στο κλίμα μιας οικογένειας καθαρά αγροτικής, ο αδελφός της ο μικρότερος ήταν συνειδητοποιημένος αγρότης. Καλλιεργούσε τα χωράφια με τα καπνά, το βαμβάκι, το σιτάρι, το καλαμπόκι, τα μποστάνια με σύγχρονες μεθόδους, αφού είχε, όντας και γερμανομαθής, εγχειρίδια επιστημονικής αντιμετώπισης της ποιότητας αλλά και των ασθενειών των φυτών και των ζώων.

Ετσι η μητέρα μου ξαναμπήκε στον παλιό της κόσμο, το ζύμωμα, την τυροκομία, την οινοποιία, αφού στο κατώι του σπιτιού υπήρχαν πάντα πινακωτές, βαρέλια με λάδι, κρασί, τουρσιά, τυριά και παστά κρέατα. Και βέβαια αργαλειός.

Ημουν επτά χρονών παιδί, καθισμένο δίπλα της, να τη βλέπω να υφαίνει. Ενας κόσμος μαγικός αυτό το εργαλείο που ερχόταν από πολύ μακριά. Ο αδελφός της είχε παντρευτεί σε πρώτο γάμο μια δασκάλα που είχε φτάσει στην κωμόπολη αναζητώντας στέγη και τροφή. Οπως αποδείχτηκε, μια σπουδαία δασκάλα, αφού ήταν από τις πρώτες στη χώρα μας που στη Σχολή Μπερζάν είχε διδάξει τη μέθοδο Ντεκρολί. Εγώ μ’ αυτή τη δασκάλα, όπως κι άλλες φορές έχω αναφερθεί σ’ αυτή τη θέση, έμαθα γράμματα. Και βέβαια από τότε είχαμε μαζί «διαβάσει» την «Οδύσσεια» και γνώριζα τον αργαλειό της Πηνελόπης.

Ενιωσα δίπλα στη μάνα μου να διατρέχουμε μαζί μέσω ενός πανάρχαιου εργαλείου την ιστορία αυτού του τόπου, που κάποιοι σημερινοί μεταμοντέρνοι προσπαθούν να καταργήσουν την ιστορική του συνέχεια και δεν αντιλαμβάνονται πως ένας λαός με την ίδια γλώσσα, τα ίδια ήθη και τα ίδια εργαλεία στον ίδιο τόπο (!), ανεξάρτητα από τραύματα, θρησκευτικές περιπέτειες, ακόμη και αλλαγή θεού (!), είναι αλληλέγγυος. Και θυμίζω, για να μην ξεχνάμε και την ιστορία των παραδομένων λέξεων, πως αλληλεγγύη σημαίνει χέρι χέρι, αφού γύη είναι η φούχτα, εξού και εγγύηση, δηλαδή τι έχω στην παλάμη όταν αγοράζω και πουλώ, είμαι εχέγγυος και φερέγγυος.

Ετσι και με τον αργαλειό. Ερχόταν μέσα από τις αφηγήσεις του αρχαίου, του βυζαντινού και του νεοελληνικού έπους. Τώρα πώς το εργαλείο έγινε αργαλειός, μια άλλη ιστορία.

Βλέποντας τη μητέρα μου να χειρίζεται αυτή τη μηχανή, ανακάλυψα με έκπληξη μια ικανότητα του ανθρώπου που ο αστικός βίος την είχε παραβλέψει. Η υφάντρα εργάζεται ξυπόλητη. Τα πέλματα των ποδιών ακουμπάνε πάνω σε δύο ξύλινες βάσεις οι οποίες κυριολεκτικά οργανώνουν τη λειτουργία του αργαλειού. Οι βάσεις αυτές που είναι πεντάλ απολήγουν σε χοντρά σκοινιά, τα οποία με χειρισμούς των πεντάλ οργανώνουν τη διαδικασία ύφανσης, που δεν είναι τίποτε άλλο από τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στο στημόνι και το υφάδι.

Το στημόνι είναι νήματα που ξετυλίγονται και τρέχουν παράλληλα, αλλά με τους χειρισμούς των ποδιών μπορούν να συμπλέκονται κάθε φορά που η σαΐτα με το νήμα του υφαδιού διατρέχει καθέτως το στημόνι. Ετσι το νήμα του υφαδιού παγιδεύεται και η υφάντρα, ανάλογα με το σχέδιο που θέλει να υφάνει, χρησιμοποιεί διαφόρων χρωμάτων κλωστές ή κουρέλια, αν πρόκειται να υφανθεί «κουρελού».

Παρατηρώντας τη δουλειά της μάνας μου έμαθα και τα υλικά, ανάλογα με το ποθούμενο υφαντό. Υφαινε με κουρέλια, με χοντρά νήματα χαλιά, με λεπτά νήματα από μετάξι.

Εκεί λοιπόν συνειδητοποίησα πως ο θεμέλιος λίθος ενός υφαντού είναι το στημόνι. Είναι σαν τη ραχοκοκαλιά, τον σκελετό των ζώων, σαν το κοτσάνι των φυτών. Το στημόνι είναι η ΓΛΩΣΣΑ του υφαντού. Οταν τυλιχτεί το νήμα του στημονιού σ’ έναν ξύλινο άξονα που περιστρέφεται και αφήνει το νήμα να προχωρά κάθε φορά που πληρούται από το υφάδι, λειτουργεί όπως η γλώσσα ως υποκείμενο κάθε γραπτής ή προφορικής διατύπωσης. Ο μέγας γλωσσολόγος και ακτιβιστής Νόαμ Τσόμσκι απέδειξε πως η γλώσσα προϋπάρχει του λόγου, προϋπάρχει του νοήματος. Είναι μια προίκα του ανθρώπου που λειτουργεί σαν τύπος, σαν φόρμα, σαν καλούπι. Οπως η φόρμα του κέικ προϋπάρχει στο ντουλάπι της γιαγιάς της όποιας συνταγής για κουλουράκια ή κέικ ή ζελέ.

Ε, λοιπόν, στημόνι είναι η ελληνική γλώσσα και υφάδι είναι διαχρονικά οι διάλεκτοι ή οι φάσεις, όπως κάθε φορά το υφάδι στο ίδιο στημόνι φτιάχνει λουλουδάτες ρόμπες, λινά νυχτικά, κουρελούδες, πατάκια, χαλιά, βελέντζες, μεταξωτά μαξιλάρια και νυφικά, τραπεζομάντιλα και κουρτίνες.

Τι άλλο, λοιπόν, είναι η γλώσσα από στημόνι. Και το στημόνι είναι ένα συνεχές. Οταν τελειώσει το ένα υφαντό, αρχίζει άλλο κι έτσι στο ίδιο στημόνι ως ραχοκοκαλιά έχεις ποικίλα υφαντά, όπως με την ίδια γλώσσα έχεις ομόλογα, σονέτα, έπη, ρητορικά φληναφήματα, μπροσούρες, διαφημιστικά σλόγκαν, ύβρεις, διθυράμβους, ύμνους, δικαστικές καταδίκες, συνταγές, το Σύνταγμα του Στάλιν και τις επιστολές του Τρότσκι, τους βίους αγίων και τα έργα του Σαντ.

Η μάνα μου έλεγε εκεί στον αργαλειό πως για να φτουρήσει ένα υφαντό πρέπει να έχει γερό, ανθεκτικό στημόνι. Γι’ αυτό συνήθως το κέρωναν και όταν το ετοίμαζαν και αφού το έπλεναν, έπρεπε να στεγνώσει καλά και να μην μπει στον αργαλειό υγρό, αλλά και πάλι να μην εκτεθεί πολύ στον ήλιο γιατί είναι ευαίσθητο και η μεγάλη ξηρασία το κάνει να σαπίζει και να σπάει.

Και η γλώσσα τόσο ευαίσθητη είναι και τόσο πάλι ανθεκτική. Για ένα ακαλαίσθητο χαλί, για ένα χοντροϋφασμένο σεντόνι δεν ευθύνεται το στημόνι, αλλά το σχέδιο, το υφάδι και συχνότατα η υφάντρα. Ετσι και με τη γλώσσα. Για ένα ηλίθιο πολιτικό πρόγραμμα, για ένα ποίημα ακατανόητο ή βλακώδες, για ένα συμβόλαιο εκμεταλλευτικό, για μια ψεύτικη περιγραφή ή μια ύπουλη μήνυση δεν φταίει η γλώσσα, αλλά ο χρήστης και οι προθέσεις του.

Και τώρα κάτι άλλο. Η ελληνική γλώσσα, το ελληνικό στημόνι που υφαίνεται η ιστορία των ελληνικών ιδεών και ηθών, είναι ένα συνεχές ή άλλαξε μέσα στους αιώνες;

Ε, λοιπόν, για να ξαναγυρίσω στον αργαλειό. Αλλάζουν οι υφάνσεις, αλλάζει το νήμα της ύφανσης, δεν αλλάζει το στημόνι. Αλλάζει η σημασία των λέξεων, οι λέξεις είναι οι ίδιες. Αλλάζουν το υφαντό, η σύνταξη και οι νέες λέξεις, αλλά όλα μπαίνουν και κυρούνται εφόσον τα δέχεται το στημόνι και τους επιτρέπει να δημιουργούν νέα σχέδια, νέα υφαντά, νέες χρήσεις.

Πρέπει να είναι κανείς ή αφελής ή ιδεοληπτικός για να μην αντιλαμβάνεται πως τα εξαίσια υφαντά του Ομήρου, της Σαπφώς, του Μενάνδρου, του Ρωμανού, του δημοτικού τραγουδιού, του ρεμπέτικου, του Σολωμού, του Παλαμά, του Ελύτη αλλά και οι ρητορικές ασκήσεις του Περικλή, του Ελευθερίου Βενιζέλου, του Μεταξά και του Παπαδόπουλου υφαίνονται ως έξοχα ή αχρεία υφαντά στον ίδιον στήμονα.

Στην ίδια γάστρα βράζουν κατσικάκι και ρεβίθια. Στην ίδια γλάστρα φυτρώνουν πανσέδες και γαϊδουράγκαθα. Στο ίδιο παχνί τρώνε γαζέλες και μαϊμούδες. Στην ίδια φωλιά επωάζουν τα αβγά τους γυπαετοί και κοράκια.

Για να θυμηθούμε τον γερμανό φιλόσοφο: η γλώσσα είναι το σπίτι του ανθρώπου. Και στον τόπο μας το σπίτι είναι το προγονικό με διάφορα επανωσηκώματα!