Αυτό το βιβλίο είχε πέσει στα χέρια μου στα τέλη της δεκαετίας του ’90. Σχεδόν δέκα χρόνια μετά την πτώση του σοβιετικού κομμουνισμού. Το είχα διαβάσει ελπίζοντας ότι σ’ αυτό θα ανακαλύψω μια άλλη ανάγνωση της αναρχίας και της σχέσης της με τον κομμουνισμό. Δεν έκανα λάθος. Αν και ποτέ δεν αισθάνθηκα ούτε πολύ κοντά στις ιδέες του αναρχισμού ούτε όμως και πολύ μακριά, κάτι μέσα μου μού έλεγε και μου λέει ακόμη ότι ο αναρχισμός, αναδεικνύοντας την προτεραιότητα του ατόμου έναντι της ομάδας, της κοινότητας, του έθνους, είναι πιο κοντά στον φιλελευθερισμό, και το ανάποδο, απ’ όσο μερικοί τού αναγνωρίζουν.

Η «Ιστορία της αναρχίας», γραμμένη από τον Μαξ Νετλάου (1865-1944), συγγραφέα επίσης και ενός επτάτομου έργου με τον ίδιο τίτλο, είναι όχι μόνο η ιστορία του αναρχικού κινήματος, αλλά και η ιστορία της αγάπης του συγγραφέα και της προσωπικής συμμετοχής του σ’ αυτό. Οχι τυχαία πολλές φορές και ίσως και ασυνείδητα ο τρίτος πληθυντικός για τη δράση των αναρχικών μετατρέπεται σε πρώτο πληθυντικό.

Η ιστορία της αναρχικής σκέψης, θα ήταν κατά τη γνώμη μου ο πιο σωστός τίτλος, ξεκινά από το 1789 και φτάνει μέχρι την εποχή συγγραφής του βιβλίου, το 1932-1934. Εχουμε εδώ μια σύντομη αλλά γλαφυρή και περιεκτική περιδιάβαση από τις ελευθεριακές αντιλήψεις στον καιρό της Γαλλικής Επανάστασης στον αμερικανικό ατομικιστικό αναρχισμό στις ΗΠΑ και από εκεί στον ισπανικό, γαλλικό και ρωσικό αναρχισμό, στην Κομμούνα μέχρι τον αναρχισμό των παραμονών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Και η ιστορία μας τελειώνει είκοσι χρόνια αργότερα. Εχουμε την ιστορία ενός κινήματος που δεν μπορεί να διαχωριστεί από την ιστορία των άλλων προοδευτικών εξελίξεων και βλέψεων για ελευθερία, παρόλο που το βαραίνουν πράξεις βίας, οι οποίες δεν ήταν μόνο αντίδραση στη βία της κρατικής εξουσίας.
Κοινή ζωή και αγώνες

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά. Ο Νετλάου δεν είναι ένας συγγραφέας που γράφει για τον αναρχισμό, αλλά ένας αναρχικός που γράφει για τη ζωή των αναρχικών συντρόφων του. Με πολλούς απ’ όσους αναφέρει έχει ζήσει κοινή ζωή και αγώνες, αλλά και με όσους δεν κατόρθωσε να συνεργαστεί αναζητεί κείμενά τους σε πάρα πολλές γλώσσες, σε διαφορετικά αρχεία, συνομιλώντας με συνεργάτες τους και συγγενείς τους. Αναδεικνύεται έτσι στον αποκαλούμενο «Ηρόδοτο της αναρχίας», όπως έγινε ευρύτερα γνωστός.

Γράφει ο Νετλάου: «Σε ποιον λογικό άνθρωπο δεν ήταν από πάντα μισητά το κράτος, οι νόμοι, οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι φόροι, οι διαταγές και οι απαγορεύσεις;». Θα μπορούσα να πιαστώ από αυτό εδώ το απόσπασμα και να ισχυριστώ ότι ο αναρχισμός του Νετλάου και ο νεοφιλελελευθερισμός των Χάγιεκ – Φρίντμαν μάλλον ταυτίζονται. Αν όμως το ισχυριζόμουν, ο αγαπητός αναγνώστης αυτών εδώ των γραμμών θα έπρεπε να αφήσει στην άκρη αυτήν εδώ τη βιβλιοκριτική, ισχυριζόμενος ότι ο συγγραφέας της είναι ανόητος. Οπως επίσης ανοησία είναι αν κάποιος διαβάσει αυτό το βιβλίο και το κλείσει λέγοντας «κοίτα πόσο θετικοί είναι οι αναρχικοί στον υπόλοιπο κόσμο και πόσο ανόητοι οι δικοί μας μπαχαλάκηδες». Κοινοτοπίες. Διαβάζοντας το βιβλίο του Νετλάου θα ανακαλύψουμε υπέροχους και ιδιοτελείς ανθρώπους σ’ όλες τις χώρες και όλες τις εποχές. Οπως και στο ελληνικό αναρχικό κίνημα, με το οποίο δυστυχώς ο Νετλάου ασχολείται ελάχιστα, κάνοντας μόνο δύο αναφορές στον Πλάτωνα Δρακούλη και τον Σταύρο Καλλέργη χωρίς να εμβαθύνει. Ελπίζω ότι η σειρά της Αλεξάνδρειας που έχει τίτλο «Ελευθεριακή Σκέψη», υπό την επιμέλεια του Κοσμά Α. Κοσμίδη, θα προσφέρει υλικό για να υπερβούμε και εδώ τον ρηχό διαχωρισμό του αναρχισμού σε μπαχαλάκηδες και τίποτα άλλο.
Εσωτερικές έριδες

Εξάλλου αυτό ακριβώς είναι και ο στόχος του Νετλάου. Επιδιώκει, σε διαφορετικές συνθήκες, χώρες και εποχές, να κάνει κριτική στις απολυτοποιήσεις και στους δογματισμούς ορισμένων συντρόφων του που δεν επέτρεψαν στην αναρχική ιδέα να γίνει κατανοητή και αποδεκτή, όπως θα το ήθελε ο ίδιος, από τα λαϊκά στρώματα. Δογματισμοί, εσωτερικές έριδες και προσωπικοί ανταγωνισμοί που δεν επέτρεψαν στους αναρχικούς –εκτός αυτών της Ισπανίας –να τεθούν επικεφαλής ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων.

Κατά τον Νετλάου, το αναρχικό κίνημα αναλώθηκε σε συγκρούσεις για το πώς θα είναι η μελλοντική αναρχική ζωή χωρίς κράτος και εξουσία και όχι σε ιδέες και προτάσεις που θα αφορούσαν τη ζωή των καθημερινών ανθρώπων. Για το πώς θα γίνονται η παραγωγή και η αναδιανομή στις συνθήκες της αναρχίας ως μη εξουσίας και όχι για το πώς θα προετοιμαστούν αυτές οι συνθήκες. Σ’ αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και ο «υπόγειος προβληματισμός» του κατά των ατομικιστικών τρομοκρατικών ενεργειών που παραβλέπουν τη δουλειά στις «μάζες». Ο Νετλάου υποστηρίζει μια «αναρχία χωρίς επίθετα», όπως υποστήριζε και ο Φερνάντο Ταρίντα ντελ Μαρμόλ.
Εξουσιαστικός σοσιαλισμός
Ο αναρχικός συγγραφέας, επίσης πολλές φορές, αναφέρεται και στην ανάγκη οργάνωσης του αγώνα κατά των κρατικών εξουσιών και των οπαδών του εξουσιαστικού σοσιαλισμού, όπως χαρακτηρίζει τον Μαρξ και τον μαρξισμό. Τάσσεται κατά της μετατροπής του αναρχοκομμουνισμού των Κροπότκιν και Μαλατέστα «σε αυθαίρετο ατομικισμό αποστερημένο από κάθε μορφή οργάνωσης» (σελ. 173). Τονίζει τις αδυναμίες της υποκατάστασης του «αναρχισμού χωρίς επίθετα» από τη «συνδικαλιστική ουτοπία», αν και βεβαίως βλέπει θετικά την ελεύθερη ανάπτυξη των συνδικάτων. Αυτό όμως που φοβάται περισσότερο είναι μήπως κάποιοι καταστήσουν την αναρχία νόμο. Τον δικό τους νόμο και εξουσία. Γι’ αυτό και περιγελά τις ανούσιες διαφωνίες για το πώς θα είναι ο μελλοντικός αναρχικός κόσμος και την αδιαλλαξία που γεννούν αυτές οι διαφωνίες.

Αποκαλύψεις

Ο Ιψεν, ο Οσκαρ Ουάιλντ και το λάθος του Τολστόι

Δεν έχει νόημα εδώ να αναφερθώ σ’ έναν έναν τους αναρχικούς, τη ζωή και τις ιδέες των οποίων περιγράφει ο συγγραφέας. Είναι πάρα πολλοί. Δεν θέλω να αδικήσω κανένα από τους γνωστούς αλλά και από τους λιγότερο γνωστούς. Είναι όμως εμφανές πως ο Νετλάου έβλεπε με ιδιαίτερη συμπάθεια τον αγώνα του Κροπότκιν, του Ελιζέ Ρεκλί, του Μαλατέστα, του Σέζαρ ντε Πέπε, τον αγώνα σε πολύ δύσκολες συνθήκες των αναρχικών στις ΗΠΑ, των ισπανών αναρχικών της CNT, των άγγλων αναρχικών της παλιάς σοσιαλιστικής Λίγκας στη Βρετανία και της εφημερίδας τους «Freedom», με την οποία και συνεργάστηκε. Σημειώνει πολλές φορές πως το αναρχικό κίνημα είναι γνωστό με πλήθος επικών αγώνων και ατελείωτο μαρτυρολόγιο, αλλά και με θυσίες που θα μπορούσαν να αποφευχθούν.

Μας «αποκαλύπτει» ότι και στη λογοτεχνία του Ιψεν υπήρχαν σημαντικές αναρχικές ιδέες, αλλά και γνωστοί «συντηρητικοί» στοχαστές σαν τον Σπένσερ και τον Μπερκ διακατέχονταν από αναρχικές ιδέες. Το ίδιο ισχυρίζεται και για τον Οσκαρ Ουάιλντ. Θα ήθελα όμως να τελειώσω με την ανάγνωση που κάνει για τις δυο μεγάλες αλήθειες και το μεγάλο λάθος του Τολστόι, τον οποίο επίσης κατατάσσει στους αναρχικούς. Η πρώτη μεγάλη αλήθεια είναι ότι ο ρώσος κλασικός ποτέ δεν υποστήριξε την παθητική υποταγή, αλλά αντιθέτως υποστήριξε την αντίσταση διά της ανυπακοής, δηλαδή την παθητική δύναμη. Η δεύτερη μεγάλη αλήθεια που υποστήριζε επίμονα ήταν αυτή του αισθήματος του καλού, της αλληλεγγύης, της αγάπης και όχι το μίσος που οφείλει να συγκινεί κάθε καταπιεσμένο. Το μοιραίο λάθος του, κατά τον φανατικά άθεο Νετλάου, ήταν η πίστη του στην αξία των θρησκειών.

Μερικές στιγμές τα πολλά και άγνωστα για πολλούς ονόματα, οι περίπλοκες καταστάσεις και συνθήκες, οι ανάγκες μιας σύνοψης, η οποία όμως δεν πρέπει να αφήσει τίποτα σημαντικό στο οποίο να μην αναφερθεί, όλα αυτά κουράζουν τον αναγνώστη. Γι’ αυτό η απουσία ενός χρονολογίου στην έκδοση είναι ιδιαίτερα εμφανής. Επίσης, τουλάχιστον στην «αστική κοινωνιολογία» ο γάλλος θετικιστής φιλόσοφος Auguste Comte αποδίδεται στα ελληνικά ως Κοντ και όχι ως Κομτ. Στη μετάφραση υπάρχουν μερικές γλωσσικές και ορθογραφικές υπερβολές ενός ξεπερασμένου δημοτικισμού που ξενίζουν όλους όσοι δεν είναι εξοικειωμένοι με αυτόν. Αλλά η γλώσσα είναι το πιο δημοκρατικό όπλο του ανθρώπου και οι πολλοί κανόνες την απισχναίνουν.

Σε συνδυασμό με μία ακόμη πρόσφατη έκδοση πάλι από την Αλεξάνδρεια, του έργου του Μάρεϊ Μπούκτσιν «Τρίτη επανάσταση. Λαϊκά κινήματα στην επαναστατική εποχή», σε μετάφραση Κώστα Κουρεμένου, έχουμε δυο πολύτιμα εργαλεία γνώσης των αναρχικών ιδεών. Διαβάστε τα.

Max Nettlau

Ιστορία της αναρχίας

Μτφ. Σύλβια Παπαδοπούλου, Μάκης Κορακιανίτης

Εκδ. Αλεξάνδρεια, 2017, σελ. 320

Τιμή: 16 ευρώ