Δεν είναι διόλου ευκολοδιάβαστο αυτό το μυθιστόρημα του 55χρονου έγχρωμου πεζογράφου και ποιητή Πoλ Μπέιτι. Ούτε είναι περίεργο ότι απορρίφθηκε από ουκ ολίγους έντρομους εκδότες ως ακατανόητο, προκλητικό και εκτός οποιασδήποτε συγγραφικής νόρμας. Οταν βρήκε επιτέλους τον δρόμο του στις φιλόξενες αγκάλες ενός μικρού αγγλικού εκδοτικού οίκου, ακόμη και οι κριτικοί που το είδαν θετικά ομολόγησαν ότι ζορίστηκαν ιδιαιτέρως μέχρι να βρουν τα αναγνωστικά πατήματά τους. Δεν παύει ωστόσο να είναι ένα μικρό αριστούργημα –ένα από τα ευφυέστερα βιβλία που έχω διαβάσει ποτέ, κι ας με βασάνισε τόσο η κατανόηση όσο και η αιρετική ανατροπή όλων των παραδεδεγμένων κατακτήσεων του σύγχρονου ανθρώπου στο πεδίο των περιώνυμων ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Παρά το ότι για τον έλληνα αναγνώστη προκύπτουν πρόσθετες δυσκολίες λόγω του πραγματολογικού φορτίου και του πλήθους των εντελώς άγνωστων παραμέτρων που παρεισφρέουν, οι ανταμοιβές είναι πολλαπλές. Μία από αυτές είναι το αγνό πλούσιο γέλιο που προκαλεί –αρκεί να διαβαστεί με ανοιχτή καρδιά και υπομονή.

Μυθολογία απελευθέρωσης

Περί τίνος πρόκειται λοιπόν; Εχουμε εδώ έναν πενηντάρη Νέγρο (όπως αυτοαποκαλείται, επαναφέροντας την καταραμένη και απαγορευμένη αυτή λέξη) που εμφανίζεται στις πρώτες σελίδες ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Ουάσιγκτον. Πρόκειται για την κορύφωση μιας πολυετούς δικαστικής διαμάχης, όπου ο ήρωας και αφηγητής κατηγορείται ότι έχει παραβιάσει το Αμερικανικό Σύνταγμα και ποικίλες ανθρωπιστικές Καταστατικές Χάρτες με πολλούς και ποικίλους τρόπους. Γέννημα – θρέμμα του Ντίκενς, ενός επινοημένου ημιαγροτικού γκέτο στην ευρύτερη περιοχή του Λος Αντζελες, ο ήρωας και αφηγητής έχει μεγαλώσει ζώντας τη μυθολογία της απελευθέρωσης των Νέγρων ήδη από τον Αμερικανικό Εμφύλιο κατά τη δεκαετία του 1860, της έκτοτε διαρκούς επέκτασης και κατοχύρωσης των συνταγματικών δικαιωμάτων και ελευθεριών τους, της αμφίθυμης, αν όχι απρόθυμης, εφαρμογής του νόμου σε διάφορες πολιτείες (κυρίως του αμερικανικού Νότου), της κορύφωσης των κοινωνικών αγώνων κατά τη δεκαετία του 1960 με γνωστότερο παράδειγμα τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Από την άλλη μεριά έχει βιώσει τη διεύρυνση της κοινωνικής αντιπαλότητας μεταξύ των διαφόρων κοινοτήτων εντός μιας εξ ορισμού πολυπολιτισμικής κοινωνίας, με πιο πρόσφατο επεισόδιο αυτό της δραματικής αύξησης του πληθυσμού λατινοαμερικανικής προέλευσης που επιφέρει νέες εντάσεις ακόμη και από πλευράς των αφροαμερικανικών κοινοτήτων (το κεφάλαιο «Γεμίσαμε Μεξικάνους» είναι χαρακτηριστικό της ανάπτυξης του ρατσισμού μεταξύ των μελών της μαύρης κοινότητας). Με άλλα λόγια, η εγκαθίδρυση της ισότητας ενώπιον του νόμου, δεν έχει αμβλύνει ιδιαίτερα τις κοινωνικές ανισότητες ούτε έχει προωθήσει την περίφημη κοινωνική ενσωμάτωση. Μαύροι και Λευκοί, Κίτρινοι και Ερυθροί εξακολουθούν να ζουν στα πλούσια ή λιγότερο πλούσια γκέτο τους, εμφορούμενοι από προκαταλήψεις και ποικίλα φυλετικά στερεότυπα, κι επιφυλάσσοντας οι μεν στους δε συγκεκριμένους ρόλους. Κάτι χειρότερο: όταν αυτοί οι ρόλοι ανατρέπονται (βλ. περιπτώσεις Κόλιν Πάουελ, Κοντολίζα Ράις, και άλλων λιγότερο γνωστών εγχρώμων που ανήλθαν θεαματικά στον επαγγελματικό τους βίο ενίοτε απαρνούμενοι τη ράτσα τους και εδώ σατιρίζονται ανηλεώς) η προκύπτουσα σύγχυση είναι μεγάλη. Η ικανοποίηση από την άνοδο και τη δικαίωση της φυλής σου, όπως συμβολίζεται στο τέλος του βιβλίου στο πρόσωπο του προέδρου Μπάρακ Ομπάμα, όταν η μαύρη κοινότητα πανηγυρίζει για τη δικαίωση τόσων και τόσων αγώνων, αποκρύπτει ποικίλες άλλες παραβιάσεις, κοινωνικού, περιβαλλοντικού και φυλετικού τύπου, μας λέει ρητά ο συγγραφέας.

Ταυτοτικά ζητήματα

Πριν από αυτό έχουν φυσικά συμβεί πολλά. Ενας βιετναμικής καταγωγής δικαστής επισημαίνει λ.χ. (σελ. 278-9) ότι η δίκη του κατηγορουμένου θα κρατήσει πολλά χρόνια σε πολλά και ποικίλα δικαιικά επίπεδα, καθώς η συνταγματική θεσμοθέτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν απέληξε παρά στην παγίωση μιας ορισμένης κατάστασης, τόσο σε ό,τι αφορά το κοινωνικό στάτους όσο και την αποδοχή του Αλλου. Ολοι, με άλλα λόγια, στην Αμερική ομνύουν υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ενώ κανείς δεν τολμά πια να χρησιμοποιήσει λέξεις όπως «νέγρος». Ταυτοτικά ζητήματα όπως η ταυτότητα, το φύλο, η θρησκεία, η χώρα καταγωγής κ.λπ. είναι ταμπού, αλλά και κανείς δεν θέλει να ξυπνήσει ένα ωραίο πρωί «βαμμένος πράσινος ή ροζ». Αρα, κατά τον δικαστή, ο κατηγορούμενος, μπορεί να παραβίασε τα περισσότερα από τα βασικά άρθρα του Συντάγματος επαναφέροντας τη δουλεία, επαναχαράσσοντας επί του εδάφους τα γεωγραφικά όρια της κοινότητάς του και προωθώντας τις αρχές του απαρτχάιντ, όπως ο φυλετικός διαχωρισμός στα σχολεία και τα μέσα μεταφοράς, αλλά σε κάθε περίπτωση θέτει ένα ζήτημα: μήπως οι άνθρωποι αυτοαναγνωρίζονται και δομούν πιο δημιουργικά την προσωπικότητα και τη ζωή τους όταν αναγνωρίζουν την ιστορία τους και όχι όταν την παραβλέπουν;

Ο ήρωας και αφηγητής έχει μεγαλώσει με έναν ιδιόμορφο πατέρα που, ψυχολόγος κατ’ επάγγελμα, και δοσμένος ολόψυχα στην υπόθεση των μαύρων, τον μεγαλώνει ως πειραματόζωο, εφαρμόζοντας πάνω του διάφορες αρχές που αποδεικνύουν την ανωτερότητα της μαύρης φυλής. Σε παιχνίδια δικής του επινόησης λ.χ. οι μαύροι ήρωες και αγωνιστές απεικονίζονται ως πανέμορφοι, αθλητικοί, ερωτικότατοι κ.λπ. ενώ οι λευκοί το ακριβώς αντίθετο. Σε αυτά τα αρχέτυπα ανάστροφου ρατσισμού οφείλει να υπακούσει και ο γιος του. Η ίδια η καριέρα του πατέρα δεν πάει και τόσο καλά, οι ιδέες του καταληστεύονται από ομοτέχνους (μαύρους, σημειωτέον), μια λέσχη προβληματισμού που ιδρύει οδηγείται σε πληκτικές κοινοτοπίες, ενώ ο ίδιος καταλήγει πυροβολημένος από αστυνομικούς όταν υπερβαίνει τα όρια του επιτρεπομένου τσαμπουκά. Ο ήρωάς μας θα ενηλικιωθεί φτιάχνοντας μια παραγωγικότατη αστική φάρμα όπου εκτός από τα περίφημα μανταρίνια και ακτινίδιά του, θα καλλιεργεί και μια έξοχη ποικιλία φούντας. Γίνεται δημοφιλέστατος ως εκ τούτου και ταυτόχρονα διδάσκεται από τη φύση τις αρχές της γενετικής ποικιλότητας, της καλλιέργειας των ιδιαίτερων ποικιλιών κάθε είδους, τη βιολογική βελτίωση και άλλα παρόμοια…. ρατσιστικά. Οταν ένας υπερήλικος φίλος του, ηθοποιός β’ διαλογής, ειδικευμένος στους κλασικούς ρόλους του έγχρωμου γκαφαδόρου που οι μέρες του έχουν προ πολλού παρέλθει και το Χόλιγουντ τον έχει ξεβράσει στα αζήτητα, επιχειρεί να αυτοκτονήσει, ο ήρωάς μας τον σώζει. Τότε εκείνος αποφασίζει να γίνει δούλος του επανενδυόμενος την αρχαία του ταυτότητα. Νοσταλγεί με άλλα λόγια τις μέρες που ήξερε καλά τον ρόλο του, όταν η κοινωνία ήταν δομημένη, περιγράψιμη και τα αιτήματα της κοινωνικής απελευθέρωσης ζωντανά. Ετσι επανέρχεται στον Ντίκενς η δουλεία, με έλλογα κατ’ επιλογήν μαστιγώματα, όπου ο ήρωας αναστοχάζεται, σε κάποιες από τις καλύτερες σελίδες του βιβλίου, τις δυσκολίες που περνούσαν οι πρώην γαιοκτήμονες με τους δούλους τους, κατά κανόνα ανειδίκευτους πονηρούληδες, που η εξασφάλιση ενός στοιχειώδους επιπέδου διαβίωσης τους αρκούσε και δεν είχαν και πολλά κίνητρα για βελτίωση της απόδοσής τους στις βαμβακοφυτείες του Νότου.

Αποδίδει το πείραμα

Το πείραμα περιέργως αποδίδει. Το ίδιο γίνεται με τον φυλετικό διαχωρισμό στα σχολεία που αργότερα εφαρμόζεται, το ίδιο με την επανεφεύρεση του γκέτο και με την προτεραιότητα στους λευκούς στους δημόσιους χώρους (άλλωστε οι λευκοί ζουν κάπου αλλού). Οι συμμορίες παύουν να έχουν ιδιαίτερο αντικείμενο, η βία κάμπτεται δραματικά, ακόμη και ο έρωτας του ήρωά μας με την παιδική του φίλη και νυν μητέρα τεσσάρων παιδιών αναβιώνει. Στο μεταξύ ολόκληρη η αμερικανική Ιστορία έχει ξεδιπλωθεί μπροστά στα μάτια μας με σύνθετες συνειρμικές παραπομπές, με πολιτισμικά στοιχεία εν πολλοίς άγνωστα, μπασκετμπολίστες, ηθοποιούς και ράπερ που πιθανότατα δεν έχουμε ξανακούσει όσο ανθρωπίνως καλλιεργημένοι ενδεχομένως είμαστε. Ωστόσο ο διάχυτος σαρκασμός, το εξοντωτικό χιούμορ, η ποίηση μιας γλώσσας «του δρόμου» εν είδει μουσικής παρήχησης και η αναβίωση μιας ενδιαφέρουσας αστικής ανθρωπογεωγραφίας, καθιστούν το έργο αναγνωστική εμπειρία πρώτης γραμμής. Αν μάλιστα ο καλός συγγραφέας Νίκος Μάντης που μετέφρασε το έργο έπαιρνε ορισμένες δραστικές αποφάσεις ως προς την ουσία των συμφραζομένων και κυρίως αν έλειπαν μερικές από τις εκτενέστατες σημειώσεις που ενίοτε υπερβαίνουν σε μέγεθος το ίδιο το κείμενο, τα πράγματα θα ήταν καλύτερα. Ποιος χρειάζεται λ.χ. στις μέρες μας υποσημείωση για τον πολικό αστέρα;

Μια τελευταία σκέψη: Το βιβλίο αυτό θα ήταν αδύνατο να γίνει αποδεκτό αν είχε γραφεί από λευκό. Κάτι που αποδεικνύει την υποκρισία της εγκαθιδρυμένης πολιτικής ορθότητας με βάση την οποία –κατά το επιχείρημα του ίδιου του Πoλ Μπέιτι –η λευκή Δύση αυτολογοκρίνεται ασκόπως και αστόχως. Τα άτομα και τα έθνη είναι η ίδια τους η Ιστορία.

Paul Beatty

Ο Πουλημένος

Mτφ. Νίκος Μάντης

Εκδ. Καστανιώτη 2016, σελ. 413

Τιμή: 19 ευρώ