Ενα ολιγοσέλιδο βιβλίο που ξανοίγεται στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, αγκαλιάζοντας όλους όσοι βρίσκονται σε ποικίλων μορφών μετακινήσεις. Ολους όσοι έχουν αναρωτηθεί, έστω και μία φορά στη ζωή τους, γιατί εδώ και όχι εκεί και το αντίθετο. Μια νουβέλα που στριφογυρίζει στον μεταιχμιακό χώρο μεταξύ εξομολόγησης και μυθιστορίας. Πάνω σ’ αυτή την αφηγηματική πλατφόρμα ο συγγραφέας πασχίζει να συγκροτήσει τον δικό του αυτόνομο σφυγμό.

Μακριά από τους Νιου Εϊτζ προνομιούχους της ενέργειας και το νέο ιερατείο, όπως διαβάζουμε εντός, ο Κατσαμπάνης έχει για ήρωα ένα περίπου alter ego. Ο οποίος, όπως περιγράφεται αρχικά, έπεσε σχεδόν από τον ουρανό σ’ έναν ηλιοφαγωμένο λόφο του «Μπάιρον Σάιρ» της Αυστραλίας. Με υπερβολική δόση τζετ λανγκ, ψάχνει να βρει τον δρόμο του στην αχανή ήπειρο. Εκείνη με τη σειρά της έχει σκουπίσει το παρελθόν των αποίκων κατοίκων της και εγγράφει τις νέες ταυτότητές τους σε μια συνεχώς ανανεούμενη λευκή σελίδα. Εκτός από τον γηγενή πληθυσμό των Αβορίγινων.

Πορεία μέσα στον κόσμο

Ο ήρωάς μας, που τον βλέπουμε να ασχολείται με διάφορα ευκαιριακά επαγγέλματα, θα συναντήσει έναν παράξενο έλληνα καθηγητή, τον Βρασίδα ή Βρας εν συντομία, ο οποίος θα λάβει τρόπον τινά τη θέση του μέντορα. Οι δυο χαρακτήρες έχουν διαφορετικές κοσμοθεωρίες, αλλά δημιουργούν έναν γόνιμο διάλογο πάνω στη γλώσσα, το μητρικό σώμα, τον ξεριζωμό, τον αντίλαλο των συμβόλων. Καθώς ο ήρωας εξερευνά από διάφορες οπτικές γωνίες τόσο την ψυχική όσο και τη φυσική γεωγραφία του κοντινού περιβάλλοντος, που όσο περνά ο καιρός απομακρύνεται από το αίσθημα του απτού, γεννάται η επιθυμία της επιστροφής. Θα ανακατευτεί με αυτόχθονους πληθυσμούς όπως και με εγκατεστημένους μετανάστες. Συναντά στον δρόμο του μεικτά ζευγάρια, σαλούς, απογόνους φυγάδων, σαμάνους υπό προστασία φυλών, με λίγα λόγια ξένους. Μια μικρογραφία της διαχρονικής κοσμικής έκρηξης των ανθρώπων που καβαλούν το άγνωστο και κρατούν αναμμένη μέσα τους τη φωτιά της μικρόχαρης Ιθάκης τους.

Αν και η νουβέλα περιέχει αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα, το αφηγηματικό της σώμα δεν βασίζεται εκεί. Η γραφή του Κατσαμπάνη σχηματίζει τη μορφή ενός επινοημένου ημερολογίου. Τα πάντα μοιάζουν τόσο αληθινά μέσα από το βιωματικό άχθος και συνάμα απατηλά. Στο καθαρά πεζό κείμενο παρεμβάλλονται συχνά – πυκνά οι εσώτερες σκέψεις του ήρωα – αφηγητή που έχουν ποιητικό ύφος. Παράλληλα ξεδιπλώνονται στίχοι του Ντίνου Χριστιανόπουλου, του Ν.Γ. Πεντζίκη, ενώ υπάρχουν αναφορές στον Ντέιβιντ Κάρεϊ και στο βιβλίο του «Οσκαρ και Λουσίντα», στην Εύα Χόφμαν και στο πολύ γνωστό της «Χαμένοι στη μετάφραση», που έγινε και ταινία σε σκηνοθεσία Σοφία Κόπολα, όπως και σε πολλά άλλα. Οι αναφορές αποτελούν οργανικό μέρος του βιβλίου και έχουν να κάνουν με την ψυχική ενατένιση του ήρωα και όχι με παράθεση γνώσεων.

Αναζήτηση χωρίς όρια

Από τις πρώτες κιόλας σελίδες γίνεται αισθητή η επιρροή του εξαίρετου ταξιδευτή Μπρους Τσάτουιν. Ενός συγγραφέα – εφευρέτη νέων ορισμών, που άνοιγε ορύγματα στο ανάγλυφο των τοπίων. Σε παρόμοιο τέμπο και ο Κατσαμπάνης, αγωνιά να ονοματοδοτήσει πράγματα και καταστάσεις που διακρίνονται μέσα στη σύγχυση του ήρωα. Αναρωτιέται: Ποια μπορεί να είναι η αρχή του τρομερού που μόλις μπορούμε ν’ αντέξουμε; Τι είναι αυτό που αντιλαμβανόμαστε σαν ωραίο και μας απελπίζει πολύ σύντομα; Τελικά γιατί παγώνει το συναρπαστικό;

Οπως ορίζει και ο τίτλος του βιβλίου, το «Walkabout» είναι μια σύνθετη έννοια των Αβορίγινων και όχι μόνο, που με τα χρόνια πέρασε και στη λευκή δυτική κουλτούρα, ελαφρώς αλλοιωμένη. Είναι η συνθήκη κάτω από την οποία το άτομο πορεύεται μέσα στον κόσμο. Μια αναζήτηση που δεν έχει όρια ή τελικές γραμμές. Διερευνώνται η θέληση του νου, ο εγκιβωτισμός του παρελθόντος και οι διαφοροποιήσεις του καθηλωτικού παρόντος. Στο «Walkabout» ο άνθρωπος συλλέγει κομμάτια μιας νέας προς εξέταση ταυτότητας, μαστορεύοντας παράλληλα ό,τι μπορεί να σωθεί από τα συντρίμμια του πρότερου εαυτού του.

Ο διάλογος που αναπτύσσεται γύρω από το αίσθημα της επιστροφής σ’ ένα ανήκειν συνταυτίζεται στο βιβλίο με την ανάγκη αναζήτησης νοήματος. Μιας πάλης της οποίας, μέχρι την ύστατη στιγμή, δεν γνωρίζουμε το τελικό αποτέλεσμα. Στο «Επάγγελμα ρεπόρτερ» του Μικελάντζελο Αντονιόνι, ο πρωταγωνιστής ανταλλάσσει την ταυτότητά του και οδηγείται στην αυτοκαταστροφή. Ακολουθώντας το «πεπρωμένο» του αντονιονικού ρεπόρτερ, ο ήρωας του Κατσαμπάνη βρίσκεται στο χείλος της πνευματικής διάλυσης. Ταυτόχρονα του είναι δύσκολο να αντιληφθεί πώς μια νέα σχετικά εθνότητα (οι Αυστραλοί) αποφεύγει τα μονοπάτια που οδηγούν στην καταστροφή. Ισως να φταίει το ενδιαφέρον τους για τα «ασήμαντα» καθημερινά γεγονότα και όχι για τις μεγάλες δραματοποιημένες απώλειες όπως οι Μεσογειακοί και ιδιαίτερα οι Ελληνες. Ανήκουν περισσότερο στη σφαίρα του Τσέχοφ παρά του Ομήρου.

Σ’ αυτή τη νουβέλα, η οδύνη παντρεύεται το μαύρο χιούμορ με σκοπό την ανακάλυψη του οντολογικού καθρέφτη μας. Ο Κατσαμπάνης δεν φοβάται την επίπονη εργασία για την ανακάλυψη της ρίζας του και σκύβει πάνω από το φέρον σώμα της γλώσσας. Ερευνά την άρθρωση των λέξεων μέχρι να διαμορφωθούν σε λόγο. Σε μια νέα χώρα οι λέξεις μπερδεύονται μέσα στο στόμα, κρέμονται σαν σταφύλια χάριν επικοινωνίας. Κάποτε αυτό δεν φτάνει. Διότι μοιάζει με φασματική απεικόνιση του άλλου. Ο συγγραφέας γνωρίζει ότι βρίσκεται σε μια ενδιάμεση κατάσταση και διαμορφώνει έτσι το κειμενικό του οπλοστάσιο ούτως ώστε να προσεγγιστεί ένας νέος λόγος, δηλαδή μια νέα συνείδηση. Εξάλλου όταν ο δρόμος σε καλεί, ρισκάρεις τα πάντα.

Τάκης Κατσαμπάνης

Walkabout

Εκδ. Εξάρχεια,

σελ. 144

Τιμή: 11 ευρώ