Αυτός ο τόπος είχε μια πραγματική Ιστορία. Είναι η ιστορία των κρίσεων, οικονομικών, πολιτικών, ηθικών και πνευματικών. Το κακό είναι πως έχει γίνει πλέον συνείδηση ότι οι πολίτες αυτού του τόπου αρχαιόθεν δεν διδάχθηκαν ποτέ από την ιστορία των κρίσεων που κάθε τόσο προκαλούσαν ή του επέβαλλαν άλλοι ή και τα δύο. Δεν έχουμε παρά να αναδιφήσουμε όχι τις δέλτους της Ιστορίας αλλά την ελληνική ποίηση, που μου φαίνεται πιο αξιόπιστη μάρτυρας και αναγκαία πηγή για κάθε μελετητή ή ιστορικό.

Αλλά ποια ποίηση; Από τον Ομηρο έως τον Αναγνωστάκη, από τη Σαπφώ έως τον Βαρβέρη, από τον Αλκαίο έως τον Ρίτσο και από την Κασσιανή έως τη Μελισσάνθη και την Καρέλλη, το έξοχο και μοναδικό για τη διάρκειά του και την αδιάσπαστη συνέχειά του σώμα της ελληνικής ποίησης έχει να επιδείξει δύο όψεις. Δεν θα επιμείνω σήμερα στη διάκριση του Γιάννη Αποστολάκη που χώριζε τους ποιητές σε ποιητές «μνήμης» και ποιητές «ανάμνησης ή θύμησης».

Σήμερα θα ήθελα να προτείνω μια άλλη κατηγοριοποίηση: ποιητές της αγοράς, των τειχών του δημόσιου χώρου και ποιητές των καταφυγίων και των ιδιωτικών χώρων.

Τα δύο μέγιστα ποιητικά κείμενα της λευκής φυλής, η «Ιλιάδα» και η «Οδύσσεια» που ακόμη κάποιοι ειδικοί ψάχνουν να ταυτίσουν τον ποιητή τους, δεν αφήνουν ούτε μια ρωγμή στο ποιητικό τους σώμα ούτε να ξεμυτίσουν προσωπικά πάθη, τραύματα, ενθουσιασμοί, νίκες ή ήττες του δημιουργού τους. Η ανθρωπότητα των δύο επών πάσχει, μισεί, λοιδορεί, παρακαλεί, προκαλεί, υποκρίνεται, μεταμφιέζεται, ζει και πεθαίνει με μια αδιανόητη σε αριθμό περιπτώσεων πινακοθήκη, ώστε το αυθόρμητο συμπέρασμα του ακροατή ή του αναγνώστη είναι η διαπίστωση πως ο άνθρωπος είναι απρόβλεπτος, αταξινόμητος, πλασμένος να οικοδομεί σχέσεις, θεσμούς, δεσμούς και δεσμά και συνάμα με μια κλωτσιά να τα γκρεμίζει όλα. Στην «Ιλιάδα» η πρώτη λέξη είναι «μήνις» (οργή, μανία), στην «Οδύσσεια» η κυρίαρχη πρώτη έννοια είναι «ανήρ πολύτροπος». Δεν θα ήθελα να διακινδυνεύσω τον χαρακτηρισμό «αντικειμενική ποίηση ή προσέγγιση των ανθρωπίνων»!

Ο άνθρωπος αυτής της πρώτης φάσης της ποίησης έχει να παλέψει με τη φύση, τον Θεό, τον Αλλον (εχθρό ή φίλο) και τις κοινωνικές συνθήκες (θεσμούς, οικονομία, πολιτικές μεταβολές, ηθικές αξίες και συστήματα ιδεών). Κάποια σημαδιακή στιγμή μέσα στην ιστορία ανακαλύπτει τον εαυτό του, αναζητεί τα αίτια των πράξεών του, τα ελαττώματα, τις ρωγμές του χαρακτήρα του, τις ειδικές ευαισθησίες του, είτε σωματικές είτε πνευματικές είτε συμπεριφοράς. Ανακαλύπτει τη μοναξιά, την αγωνία της ύπαρξης ως προσωπικού βιώματος, τις κρυφές επιθυμίες και απόρρητες για τους άλλους επιδιώξεις. Σχεδιάζει ατομικό όραμα βίου και στρατηγικές απομάκρυνσης του θανάτου. Είμαστε πλέον στην περιοχή του λυρισμού. Από τον ρυθμό του έπους καταφεύγουμε στο μέλος, στο τραγούδι. Και το μέλος (νανούρισμα, μοιρολόι, εμβατήριο, εξομολόγηση) είναι ένας τρόπος για να εντάσσονται το πάθος και οι αψιθυμίες στους νόμους της μουσικής και να παρηγορούνται, να γίνονται ανεκτά.

Η επική «αντικειμενική» ποίηση έφτασε έως την εποχή της Αναγέννησης να καταγράφει τον κόσμο των φαινομένων στη σύγκρουσή του με το άτομο. Με κορύφωμα το αριστούργημα του Δάντη «Η θεία κωμωδία» και μία σειρά επικών έργων στη Γαλλία, στην Αγγλία, στην Ισπανία κ.α., η επική παράδοση παρέδωσε τη σκυτάλη στο νεοφανές είδος «μυθιστόρημα». Ετσι στην ποίηση έπεσε ο κλήρος να καλύψει το ευρύ φάσμα: αντικειμενική – υποκειμενική πρόσληψη του κόσμου.

Ας έρθουμε στη νεότερη ποιητική μας ιστορία. Και δεν θα σταθμεύσω βέβαια στον «Ερωτόκριτο» που συνεχίζει αποτελώντας κλάδο της, την αρχαία, μεσαιωνική και νεότερη επική παράδοση της ποίησης.

Αλλά τα ερωτικά, ειρωνικά, ποιμενικά τραγούδια της κρητικής λογοτεχνίας διατηρούν σχεδόν ατόφια την αντικειμενική λυρικότητα, δεν αποκαλύπτουν εσώτερα πάθη των δημιουργών τους.

Αν ξεκινήσει κανείς από τον Ρήγα Βελεστινλή ο «Θούριός» του είναι τέκνο της μεγάλης ευρωπαϊκής (και αρχαιοελληνικής) παράδοσης. Το ίδιο και τα συμποτικά τραγούδια του Βηλαρά κ.ά. Ετσι φτάνουμε στον Σολωμό και στον Κάλβο. Θυμίζω πως και οι δύο αυτοί μείζονες ανάδοχοι της νέας μας ποίησης είχαν πολλούς λόγους να καταφύγουν σε προσωπικά τραύματα, σε πάθη, μίση και έριδες οικογενειακές και ταξικές, σε εξομολογήσεις κρυφίων αισθημάτων αλλά και σε θεματογραφία που κυριάρχησε στην εμπαθή ρομαντική ποίηση του καιρού τους.

Ούτε οι «Ωδές» του Κάλβου ούτε ο «Υμνος», ο «Κρητικός», ο «Πόρφυρας», ο «Λάμπρος» του Σολωμού ούτε βέβαια το αριστούργημά του «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» αναφέρονται σε ατομικά πάθη, προσωπικές πληγές, απογοητεύσεις και νοσηρές ή και αισιόδοξες εμπειρίες της ιδιωτικής ζωής. Παντού κυριαρχεί το Εμείς και όχι το Εγώ. Ακόμη και οι ακραιφνείς οπαδοί του ρομαντισμού, οι Σούτσοι, ο Ζαλοκώστας, ο Παράσχος, ο Ραγκαβής αλλά και ο αυτοκτόνος Παπαρρηγόπουλος στο κύριο έργο τους, τα πάθη του Γένους, τα αδιέξοδα της πατρίδας, την ανικανότητα της πολιτικής και την έκπτωση των ηθών ψάλλουν ή λοιδορούν. Ο μέγας Παλαμάς με τα επικά του ή επικολυρικά του έργα «Η φλογέρα του βασιλιά», «Ο δωδεκάλογος του Γύφτου», αλλά και με τα σύντομα λυρικά του την έγνοια της πατρίδας και τη μοίρα του τόπου τραγουδά. Κι όταν στον «Τάφο» αντλεί από το προσωπικό του πένθος, το λυρικό στοιχείο φτάνει σε ύψη μιας ποίησης που κάνει το προσωπικό δημόσιο, όπως ο «Επιτάφιος θρήνος».

Ο Σικελιανός και ο Βάρναλης στις μεγάλες συνθέσεις τους αλλά και σε μικρότερα ποιητικά σώματα μιλάνε για τα πάθη, τις ελπίδες, τα τραύματα, τις προδοσίες και τις προσδοκίες των συμπολιτών τους και την περιπέτεια της χώρας τους σε ώρες τραγικές και ώρες ανάτασης. Πουθενά τα προσωπικά πάθη και όταν αναδύονται είναι για να ταυτίσουν τον ποιητή με τη μοίρα των συνανθρώπων του στην εποχή τους.

Κατάδυση στην ιστορία και στα πάθη των ανθρώπων μέσα στους λαβυρίνθους των σκοπιμοτήτων είναι τα ιστορικά ποιήματα του Καβάφη. Οσο για τα ερωτικά, με μια στρατηγική που τον καθιστά παγκόσμιας εμβέλειας τεχνίτη, κατορθώνει να ενοφθαλμίσει, δίκην εμβολίου, την προσωπική εμπειρία σε κοινόχρηστη, οικεία και αλληλέγγυα.

Ο Καρυωτάκης, πάλι, μόνο επιπόλαια θα μπορούσε να ενταχθεί στην υποκειμενική κρυψίνοια και μόνο με την ειρωνεία του και την αποστροφή του καταλαμβάνει μια καίρια, ιδιόμορφη, ιδιόρρυθμη, ίσως, θέση στην αντικειμενική ποίηση. Αυτές μόνο και όχι η ερήμην του δημιουργία ενός καρυωτακισμού.

Η γενιά του ’30, Σεφέρης, Ελύτης, Εγγονόπουλος είναι ποιητές που σχολιάζουν ο καθείς με τον τρόπο του την ιστορία, την κοινωνία, τα ήθη και τις στρεβλώσεις του νεοελληνικού βίου. Το «Μυθιστόρημα» του Σεφέρη, το «Αξιον Εστί» του Ελύτη, «Ο Μπολιβάρ» του Εγγονόπουλου, ακόμη και ο «Δρόμος», το αριστούργημα του Εμπειρίκου, και βέβαια όλη η μεταπολεμική γενιά από τον Αναγνωστάκη, τον Κατσαρό, τον Αλεξάνδρου, τον Κακναβάτο, τον Παπαδίτσα, τον Καρούζο και –καλά να ‘ναι –τον Πατρίκιο, τον Δάλλα, δεν κλαψουρίζει δίπλα σε τάφους, αρρώστιες, προδοσίες, απογοητεύσεις ερωτικές κ.τ.λ.

Ας κλείσω αυτή την αναφορά με τον μεγάλο Παπατσώνη και τον μέγιστο Ρίτσο.

Ανάμεσα σ’ αυτούς όλους άνθησε μια λυρική ποίηση που καταδύθηκε στα προσωπικά (από τον Μαλακάση και τον Πορφύρα έως τον Παπανικολάου και τον Λαπαθιώτη), αλλά τα εξέθεσαν στην κοινή θέα και το κοινό λειτούργησε σαν ιερέας εξομολόγος τους.

Ομως τα τελευταία χρόνια με λίγες εξαίσιες πάντα εξαιρέσεις καλλιεργείται μια ποίηση κρυπτική, ιδιωτική, περίκλειστη, αποκρυπτική, αυτοτιμωρούμενη σχεδόν των καταφυγίων και των κατακομβών, όπου τα προσωπικά πάθη, οι απαισιόδοξες προοπτικές μοιάζουν να είναι καταδίκες και οι ποιητές έγκλειστοι. Μέσα στα εθελούσια κλουβιά τους γράφουν και στέλνουν συνωμοτικά ραβασάκια σε ομοιοπαθείς και μυημένους. Μια ιδιότυπη ιδιωτεία που αυτοϊκανοποιείται και αυτοκαθορίζεται.

Πρόσφατα είχα τη χαρά να παρουσιάσω στην Κύπρο μια νέα ποιήτρια με πλούσια εφόδια, αφού εκτός από ποίηση καλλιεργεί και τη μεγάλη μουσική. Πρόκειται για τη Μυρτώ Παπαχριστοφόρου που μας χάρισε τη συλλογή «Η άλλη θάλασσα» (εκδόσεις Περισπωμένη), όπου κυριαρχεί μια λυρική υπερρεαλιστική ευφράδεια λατρείας προς τη γενέθλια γη, τα φυτά και τα ζωντανά του αρχαίου της τοπίου όπως βιώνεται σήμερα στον τραγικό της διχασμό. Η έκδοση, έξοχη, συνοδεύεται από εξαίσιες υδατογραφίες μιας σπουδαίας ζωγράφου, της Κατερίνας Ατταλίδου. Η Μυρτώ Παπαχριστοφόρου με αφομοιωμένη γνήσια και γόνιμα τη μεγάλη μας ποίηση (Ελύτης, Σεφέρης, Ρίτσος) αλλά και τον Δάντη διακονεί έναν λόγο εύφορο, ανθηρό και συνάμα τραγικό, αφού πίσω από την ευδία φουρτούνες και θύελλες καραδοκούν και βυσσοδομούν οι ιαχές των βαρβάρων. Ιδού, μια ποίηση εξωστρεφής, ευθεία, ειλικρινής, ερωτική με την πρώτη σημασία του έρωτα, ως παρέδρου θεών και γενεσιουργού του σύμπαντος κόσμου. Ερως αντίδοτο στην Εριν. Ας μη γίνει η ποίηση, όπως φοβόταν ο Καρυωτάκης, «το καταφύγιο που φθονούμε».

Μυρτώ Παπαχριστοφόρου

Η άλλη θάλασσα

Εκδ. Περισπωμένη, σελ. 112

Τιμή: 15 ευρώ