«Γιατί, αναρωτήθηκε στρίβοντας απότομα για να αποφύγει ένα ψόφιο σκυλί, αγαπώ τόσο πολύ αυτό το μέρος; Μήπως επειδή εδώ η ανθρώπινη φύση δεν έχει προλάβει να μεταμφιεσθεί; Κανείς δεν θα μπορούσε να μιλήσει περί επιγείου παραδείσου εδώ πέρα. Ο παράδεισος παρέμενε ακλόνητος στο σωστό μέρος, στην άλλη πλευρά του θανάτου, ενώ εδώ ανθούσε η αδικία, η σκληρότητα, η μοχθηρία που οι άνθρωποι, οπουδήποτε αλλού, τόσο έξυπνα αποσιωπούν. Εδώ μπορούσες να αγαπάς τα ανθρώπινα πλάσματα όπως περίπου τα αγαπούσε κι ο Θεός, έχοντας επίγνωση του χειρότερου: δεν αγαπούσες την επιτήδευση, ένα ωραίο φόρεμα, ένα συναίσθημα περίτεχνα προσποιητό» (σελ. 44-45).

Οι πιο πάνω σκέψεις διατυπώνονται από έναν μεσήλικο Αγγλο, τον Χένρι Σκόμπι, υποδιοικητή της αστυνομικής δύναμης της Σιέρα Λεόνε, όταν αγωνίζεται να ανακαλύψει τι είναι αυτό που τον κρατάει αλυσοδεμένο σ’ αυτή την αποικία επί δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια. Η απάντηση στην περίπτωσή του είναι: το αφτιασίδωτο του πολιτισμού στη δασωμένη ακτή της Δυτικής Αφρικής, η απόλυτη έκθεση της ανθρώπινης φύσης, η παρθενικότητα και ο πρωτογονισμός των πραγμάτων (ακόμη και των άσχημων πραγμάτων). Ο Σκόμπι έχει σύζυγο τη Λουίζ που βασανίζεται από τη μοναξιά και τα νεύρα της μην έχοντας τίποτα να κάνει ολημερίς και οραματιζόμενη την κοινωνική της ανέλιξη διά της προαγωγής του Σκόμπι σε αρχηγό. Προ ολίγων ετών έχασαν την κορούλα τους και έκτοτε η σχέση τους διέπεται από τον οίκτο. Η παλιά υπόσχεση του Σκόμπι να την κάνει ευτυχισμένη στοιχειώνει τις μέρες του και η υπηρεσιακή προαγωγή μοιάζει με παυσίπονο για τις επίπεδες μέρες της Λουίζ. Η συντροφιά ενός αθεράπευτα ερωτευμένου πράκτορα των μυστικών υπηρεσιών που συνδέεται μαζί της μέσω της κοινής αγάπης τους για την ποίηση δεν αρκεί. Οταν η ιεραρχία τον παρακάμπτει λόγω αβάσιμων υποψιών εις βάρος του, η Λουίζ τον πιέζει αφόρητα να τη στείλει στη Νότια Αφρική. Δεν είναι εύκολο εν καιρώ πολέμου καθώς τα γερμανικά υποβρύχια καραδοκούν, ενώ το κόστος του ταξιδιού είναι δυσβάστακτο για την τσέπη του Σκόμπι. Τότε διαπράττει ένα ασυγχώρητο με βάση την εμπειρία του σφάλμα: δανείζεται τα χρήματα από τον σύρο μεγαλέμπορο της αποικίας για να γίνει, αργότερα στο βιβλίο, υποχείριο των εκβιασμών του. Ο φαύλος κύκλος της διαφθοράς και της ενοχής έχει εισβάλει στον ώς τότε άμεμπτο βίο του.

Για την ακρίβεια, η παρέκκλιση από τους κανόνες είχε εισβάλει λίγο νωρίτερα, όταν ένα πορτογαλέζικο πλοίο έπιασε στο λιμάνι της Φριτάουν και κατά την έρευνα ρουτίνας για την εύρεση λαθραίων διαμαντιών ο Σκόμπι ανακάλυψε στην καμπίνα του καπετάνιου μια επιστολή προς την κόρη του που ζούσε στη Γερμανία και που θα μπορούσε να περιέχει κρυπτογραφημένες πληροφορίες. Παρά τους αυστηρούς κανονισμούς σε καιρό πολέμου, καίει την επιστολή, μην παραδίδοντάς την, ως ώφειλε, στις αρμόδιες υπηρεσίες, καθοδηγούμενος κι εδώ από τον οίκτο. Αργότερα, όταν θα έχει εμπλακεί στα δίχτυα του σύρου εμπόρου, θα απογοητεύσει τον ευγνώμονα καπετάνιο που προσευχόταν ώς τότε για χάρη του, γενόμενος ο ίδιος «βαποράκι διαμαντιών».

Το ναυάγιο

Στο μεταξύ, ένα ναυάγιο στ’ ανοιχτά της ακτής της Γουινέας φέρνει στον δρόμο του την Ελεν, μια νεαρή διασωθείσα που ο άντρας της έχει πνιγεί. Θα αρχίσει ένας θεωρητικά παθιασμένος έρωτας που όμως από πλευράς του καθοδηγείται σε τελευταία ανάλυση από τη λύπηση για τη μοίρα και την ανημπόρια της. Η νεαρή φτάνει να εξαρτάται απολύτως από εκείνον και ο Σκόμπι αδυνατεί να την εγκαταλείψει, ακόμη κι όταν πια έχει επιστρέψει από τη Νότια Αφρική η Λουίζ, μετανιωμένη που το έβαλε στα πόδια. Μεταξύ των ηθικών υποχρεώσεών του απέναντι στις δυο μοναχικές γυναίκες, ο Σκόμπι καταρρέει. Ο καθολικισμός τού πολλαπλασιάζει τα αισθήματα ενοχής, η απειλή της κόλασης –ό,τι κι αν είναι αυτή η κόλαση –περιμένει στη γωνιά του δρόμου, οι καλές του προθέσεις εκφυλίζονται σε έναν κυκεώνα υποδόριων αλληλοκατηγοριών και δυστυχίας, το αίσθημα της αμαρτίας διογκώνεται χωρίς δυνατότητα μετάνοιας, τα ίδια του τα ψέματα τον κάνουν να αντιλαμβάνεται τον κόσμο γύρω του ως ψευδή, οι υπόνοιές του για σπιουνιές και προδοσίες καταλήγουν στον θάνατο του πιστού του υπηρέτη. Οι καλές προθέσεις οδηγούν νομοτελειακά στην καταστροφή.

Κάπου στα δύο τρίτα του βιβλίου εμφανίζεται η αποκωδικοποίηση του τίτλου: «Κοντοστάθηκε πάλι έξω από τον ξενώνα… Αν ήξερε κανείς, αναρωτήθηκε, τα δεδομένα, μήπως θα ένιωθε οίκτο ακόμη και για τους πλανήτες;». Αυτή είναι η καρδιά των πραγμάτων (The heart of the matter στα αγγλικά), που θα μπορούσε να μεταφραστεί και ως «η ουσία της υπόθεσης» ή ακόμη ως «η ουσία των υλικών πραγμάτων». Πίσω από τη βιτρίνα της επισφαλούς γαλήνης του κόσμου ελλοχεύουν πελάγη παθών και όλα τούτα οδηγούν, κατά τον συγγραφέα, στην ενοχή, στον οίκτο, στην αμαρτία, στην προδοσία της αγάπης. Ο καθολικισμός του Γκράχαμ Γκριν είναι τόσο διάχυτος και επίμονος εδώ, που υπερβαίνει ως προς τις λογικές του συνέπειες ακόμη και το γνωστότερο σχετικό έργο του, Η δύναμις και η δόξα (επίσης από τις εκδ. Πόλις). Μάλιστα, προσωπικά με πείθει για την απόλυτη ειλικρίνεια της πίστης του (άλλο αν απορώ γι’ αυτήν με βάση τον κατά τα άλλα εμφανή ορθολογισμό του). Το τονίζω αυτό γιατί διά μέσου των δεκαετιών που μεσολάβησαν θεωρήθηκε από σοβαρούς κριτικούς ότι ο Γκριν χρησιμοποιούσε τον καθολικισμό περισσότερο ως λογοτεχνικό εργαλείο προκειμένου να κινητοποιήσει τον ψυχισμό των ηρώων του και άρα τις δυνάμεις του δράματος. Δεν το πιστεύω. Ούτε συμφωνώ με τον Τζορτζ Οργουελ που είχε κατεδαφίσει το βιβλίο λίγο μετά την έκδοσή του, αφού προηγουμένως είχε εκθειάσει τον ίδιο τον συγγραφέα. Ο Οργουελ επιλέγει μία προς μία τις πράξεις του Σκόμπι και ισχυρίζεται ότι ο ίδιος –όπως και οποιοσδήποτε λογικός άνθρωπος –θα επέλεγε να κάνει τα αντίθετα. Και όμως, η κοινή εμπειρία δικαιώνει τον Γκριν. Ο καθείς μπορεί να έχει μπλεχτεί σε διττές καταστάσεις. Του καθενός οι πράξεις μπορεί να διέπονται από τον οίκτο και ο καθείς μπορεί να επιλέξει να μη δράσει (ερωτικά π.χ.) λόγω της πιθανότητας να μην μπορεί να απεμπλακεί. Ο καθείς μπορεί να περιπέσει σε μια κατάσταση απάθειας και αδυναμίας να επιλέξει ανάμεσα στα διχαλωτά μονοπάτια της ύπαρξης.

Το μυστήριο

Το γιατί ο Σκόμπι δεν επιλέγει λ.χ. να εγκαταλείψει τη μία από τις δύο γυναίκες συνιστά μυστήριο μόνο για τους πολύ πρακτικά σκεπτομένους (και για τις ίδιες, ας σημειωθεί αυτό, μιας και αποδεικνύονται περισσότερο πραγματίστριες από τον ιδεαλιστή Σκόμπι). Αυτό που παραμένει αφηγηματικά ατυχές είναι η υπερβολική σε έκταση ενασχόληση με το καθολικό δόγμα. Αλλά τελικά υπερτερούν, προς τέρψιν του αναγνώστη, η καλή γνώση των αφρικανικών πραγμάτων, η απάθεια των Τροπικών, οι πολεμικές απειλές που περισφίγγουν την αποικία, η ατμόσφαιρα εγκλεισμού ακόμη και μπρος στην ειρηνική άπλα του ωκεανού, η ατμοσφαιρική μονοτονία της περιόδου των βροχών, η ευφυής σύγκρουση απόψεων μεταξύ αποίκων και γηγενών. Ολα τούτα συμβάλλουν στη σκιαγράφηση της ανθρώπινης μοίρας και ο ίδιος ο τόπος προβάλλει ως πρωταγωνιστής της αφήγησης.

Αντιφάσεις

Ενα τοπίο που δεν μοιάζει με κανένα άλλο

Ο Γκράχαμ Γκριν, είχε κάνει προπολεμικά ένα μεγάλο ταξίδι στη Λιβερία και στη Σιέρα Λεόνε που κατέληξε σε ένα εξαιρετικό ταξιδιωτικό / ανθρωπολογικό βιβλίο του, τοJourney without maps. Στη διάρκεια του πολέμου υπηρέτησε μάλιστα στις μυστικές υπηρεσίες των συμμάχων σ’ αυτήν ακριβώς την αποικία των απελεύθερων δούλων που έμελλε να γίνει αργότερα το θέατρο αιματηρών πολέμων για τα ορυκτά της και κυρίως για τα αδαμαντοφόρα της πεδία. Είναι ο κατεξοχήν συγγραφέας που οι επίσημες αποστολές του απέληξαν σχεδόν πάντα σε σημαντικά μυθιστορήματα (χωροθετημένα από την Αβάνα ώς το Μεξικό και την Αϊτή). Πέραν όμως των τόπων και των τοπίων που παρελαύνουν στα βιβλία του, το βασικό είναι η τήρηση του πρώτου κανόνα της μεγάλης τέχνης: η δημιουργία ενός δικού του τοπίου, που δεν μοιάζει με κανένα άλλο. Σ’ αυτό, ο τίμιος κλέφτης, ο ειλικρινής δολοφόνος ή ο μοιρολάτρης άθεος σκιαγραφούνται με όλες τις αντιφάσεις τους. Ισως εν τέλει ο καθολικισμός συνίσταται για τον Γκριν στην ηδονή της μεταμέλειας. Μπορεί τα κίνητρα των ηρώων του να είναι διφορούμενα, μπορεί το κακό να παράγει καλό και το αντίθετο, αλλά η έλξη προς τον πάτο των πραγμάτων είναι στα βιβλία του ακατανίκητη: Πώς αλλιώς μπορείς άλλωστε να απολαύσεις την κορυφή;

Graham Greene

Η καρδιά των πραγμάτων

Μτφ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Εκδ. Πόλις, 2017, σελ. 277

Τιμή: 17,70 ευρώ