Είναι πολύ ευχάριστο, αισιόδοξο και ενθαρρυντικό μετά τον θάνατο ενός μελετητή και ιδιοφυούς φιλολόγου (αν και έγραψε κριτικές και μάλιστα σπουδαίες, ας αποφύγουμε τον χαρακτηρισμό του ως «κριτικού») να γίνεται μια τόσο ευρεία συζήτηση γύρω από το έργο του ώστε να αισθάνεται κανείς πως ο Γ.Π. Σαββίδης, σε μια τριακονταετία από σήμερα, θα έχει περάσει στην περιοχή του μύθου. Με την έννοια ότι όσο θα ενδιαφέρουν οι θέσεις του και οι κρίσεις του για μορφές και για θέματα της ποίησης και της λογοτεχνίας, άλλο τόσο ο συνδυασμός στο πρόσωπό του ιδιοτήτων που θεωρούνται, και συχνά είναι, αντιφατικές, να εξαίρει ένα άτομο με την ιδιωτεία του, να ενδιαφέρει όσο και η δημόσια παρουσία του. Φτάνει να σκεφτεί κανείς ότι κινούσε για δεκαετίες τα νήματα της πνευματικής και λογοτεχνικής ζωής, περιπλέκοντάς τα κατά έναν τρόπο που συχνά του ήταν ευχάριστος περιστασιακά, χωρίς καμιά δυσκολία να αλλάζει τον προσανατολισμό του, πρωτίστως όμως χωρίς κανένα συμφέρον ή ιδιοτέλεια να υπαγορεύει τη στάση του αυτή, προκειμένου να αντιληφθείς το παιγνιώδες ενός χαρακτήρα εξαιρετικά ωστόσο εμβριθούς, σοβαρού, κυριολεκτικά ταμένου.

Επραξε επομένως άριστα το Ιδρυμα της Βουλής των Ελλήνων να τυπώσει σε ένα κομψότατο τομίδιο που κυκλοφόρησε πρόσφατα τις τέσσερις ομιλίες μιας εκδήλωσης που οργανώθηκε σε συνεργασία με το Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού, αφιερωμένης στα είκοσι χρόνια από τον θάνατο του Γ.Π. Σαββίδη, το 2015. Χωρίς καμιά δυσκολία αναγνωρίζει κανείς πως και τους τέσσερις ομιλητές των οποίων τα κείμενα περιλαμβάνει το τομίδιο (Κατερίνα Γκίκα, Νάσος Βαγενάς, Δημήτρης Δασκαλόπουλος, Δ.Ν. Μαρωνίτης) θα τους επέλεγε –αν τούτο ήταν δυνατό –ο ίδιος ο Σαββίδης ως σχολιαστές του έργου του, αφού χωρίς να το καλύπτουν στο σύνολό του –πώς άλλωστε θα ήταν δυνατό; –παραμένουν με τα κείμενά τους άκρως προκλητικοί για μια περαιτέρω διερεύνηση, όπως θα την επιχειρούσε ο καθένας για λογαριασμό του, είτε ως ειδικός μελετητής είτε ως απλά υποψιασμένος αναγνώστης. Με τα τρία κυρίως κείμενα, της αρχαιολόγου Κατερίνας Γκίκα («Για τις Καβαφικές Εκδόσεις του Γ.Π. Σαββίδη»), του ομότιμου καθηγητή Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Νάσου Βαγενά («Ο Γ.Π. Σαββίδης και οι Cavafistas») και του ποιητή, κριτικού και βιβλιογράφου Δημήτρη Δασκαλόπουλου («Λογοτεχνία και δημοσιογραφία: ο επιφυλλιδογράφος Γ.Π. Σαββίδης»), να ανατέμνουν με εντυπωσιακή βιβλιογραφική τεκμηρίωση και με κριτική οξύνοια μια συγγραφική πολυμέρεια όπως αυτή του Γ.Π. Σαββίδη, απλησίαστη ακόμη και σήμερα από οποιονδήποτε άλλον στην Ελλάδα.

Μια παρθένα όραση

Φτάνει να θυμηθεί κανείς ότι το 1951, σε ηλικία 22 μόλις χρόνων, παρουσίασε στο «Βήμα» τον σχεδόν άγνωστο στη χώρα μας τότε άγγλο μυθιστοριογράφο Ε.Μ. Φόρστερ, ενώ μια άκρως συγκινητική κριτική του, δύο χρόνια πριν από τον θάνατό του, αφορούσε την ποιήτρια Διαλεχτή Ζευγώλη – Γλέζου και το βιβλίο της «Αγερινή κλωστή», με τόσους και τόσους κεφαλαιώδεις σταθμούς του ανάμεσα στις δύο αυτές «μερικές» περιπτώσεις (Καβάφης, Καρυωτάκης, Σεφέρης) ώστε η συγκατοίκηση στα ενδιαφέροντά του δύο διαμετρικά αντίθετων ιδεολογικά και αισθητικά ποιητών, όπως ο Κώστας Βάρναλης και ο Τ.Κ. Παπατσώνης, να μοιάζει ως μια απολύτως φυσική συνθήκη για τον Γ.Π. Σαββίδη. Αν και κινούνταν στον χώρο της ποίησης όπως το ψάρι μέσα στο νερό, αισθανόσουν με τα χρόνια την έκπληξή του, σε σχέση με το αντικείμενό του, να βαθαίνει όλο και περισσότερο και τη βαριά φιλολογική του σκευή σχεδόν να εξαερώνεται στο διάβασμα ενός ποιήματος που απαιτούσε μια παρθένα όραση προκειμένου να το απολαύσει κανείς.

Η ιδιότητά του αυτή μαζί με την τόλμη του να διακινδυνεύει εκτιμήσεις όπως μόνον ένα βαθιά ανυπότακτο πνεύμα μπορεί να το επιχειρεί –αν και φαινομενικά κινούνταν μέσα σε έναν κόσμο παγιωμένων και αδιαμφισβήτητων αξιών –έδινε στα κείμενά του, είτε επρόκειτο για εκτενή μελετήματα είτε για σύντομες βιβλιοκρισίες, τον χαρακτήρα ενός σασπένς ώστε να διαβάζονται όπως μια εν εξελίξει αστυνομική ιστορία. Σε βαθμό που θα έλεγες ότι η αρματωσιά του φιλολόγου έπνιγε έναν καθαρόαιμο ποιητή, αφού συχνά το κριτικό κείμενο του Σαββίδη διαβαζόταν με πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον από ό,τι το ποίημα που ανέλυε. Με συνέπεια να μην υπάρχουν για τον Σαββίδη δευτερεύοντες ή τριτεύοντες ποιητές, καθώς όση έμπνευση του έδινε ο Καρυωτάκης άλλη τόση ορμή τού εξασφάλιζαν ο Πέτρος Χρονάς και η Μαρία Κυρτζάκη. Είτε επρόκειτο δηλαδή για αμετακίνητα εγκατεστημένους ποιητές είτε για ποιητές που η ετυμηγορία του χρόνου θα καθυστερούσε να υπάρξει –έστω και αν θα ήταν αρνητική όταν συνέβαινε -, αισθανόσουν τον Σαββίδη να διατηρεί τους ποιητές αυτούς, χάρη στην αυτόνομη σημασία των κειμένων του, ως μια ενδεχόμενη πρόκληση.

Το μυστικό

Οπως ακριβώς το ταλέντο δεν εξηγείται και δεν αναλύεται, φαντάζεται κανείς πως ούτε ο ίδιος ο Σαββίδης θα μπορούσε να αποκρυπτογραφήσει το μυστικό πώς γίνεται και όσο ζωντανός διαβάζεται στα κείμενά του ο συνδυασμός του ονόματος του Κώστα Καρυωτάκη με το όνομα της γνωστής ηθοποιού Ξένιας Καλογεροπούλου, άλλο τόσο να σε αφορά, σαν να είναι χθεσινό ή προχθεσινό ή εν πάση περιπτώσει κάτι που συνέβη πριν από λίγα χρόνια, η ομιλία «Ο ποιητής και το τραγούδι του» που είχε κάνει ο Παλαμάς στη Μικρασιατική Λέσχη της Θεσσαλονίκης στις 18 Δεκεμβρίου του 1927. Και όλα αυτά από έναν δημιουργό που δεν είχε ιδιαίτερα μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, αφού για τρία, ακρογωνιαία για τη μελέτη της νεοελληνικής λογοτεχνίας βιβλία του, υποτιμητικοί σχεδόν ακούγονται οι τίτλοι που τους είχε δώσει, εννοούμε το «Εφήμερον σπέρμα», τα «Πάνω νερά» και το «Καστανόχωμα».

Εχοντας γνωρίσει, συναναστραφεί και συνδιαλλαγεί με μεγάλες μορφές της λογοτεχνίας, γνώριζε να τοποθετεί τον εαυτό του στο επίπεδο που θεωρούσε ότι του άρμοζε, χωρίς επιπλέον τη συμπεριφορά του τόσο προς τα αδιαμφισβήτητα μεγέθη όσο και προς οποιονδήποτε άλλον να τη διακρίνει σύμπλεγμα κατωτερότητας ή οίησης. Ισως αυτή η ελευθερία τού έδινε την ευχέρεια, όποια και αν ήταν η σχέση σου μαζί του, να σου τηλεφωνεί αξημέρωτα για ένα κείμενό σου άλλοτε για να σε επαινέσει και άλλοτε για να σε βρίσει ή ακόμη και για να σε συμβουλεύσει κάθε άλλο –αν και καθηγητής –παρά δασκαλίστικα, με αληθινή έγνοια για την εξέλιξή σου. Αν τύχαινε όμως να θεωρήσεις αυτή την επαφή ως μια αφορμή για μονιμότερη σχέση μαζί του, θα έμενες άναυδος διαπιστώνοντας δυο τρία χρόνια αργότερα πως είχε σχεδόν ξεχάσει και εσένα και το τι ακριβώς σου είχε πει.

Το υποδόριο βάρος

Δεν θα έπρεπε να κλείσουμε το κείμενο αυτό παραλείποντας να μνημονεύσουμε το τέταρτο κείμενο του τομιδίου «Γ.Π. Σαββίδης, 20 χρόνια μετά» που έχει τον τίτλο «Φιλότης». Εχει γραφεί από τον Δ.Ν. Μαρωνίτη που έφυγε από κοντά μας στις 12 Ιουλίου του 2016, είκοσι ένα χρόνια μετά τον Σαββίδη, για την ακρίβεια είκοσι ένα χρόνια και έναν μήνα, αν και είχαν γεννηθεί και οι δυο τους το 1929. Πρόκειται για ένα κείμενο σπάνιο στ’ αλήθεια συνδυασμό, μέσα σε τέσσερις μόνο σελίδες, αισθηματικής βαθύτητας, επιστημονικής πληρότητας και ιστορικά απροκατάληπτης κρίσης όσον αφορά το έργο και την ανθρώπινη παρουσία του Γ.Π. Σαββίδη. Με το υποδόριο βάρος του να πέφτει κυρίως σε μια σχεδόν πάντοτε παραμελημένη ιδιότητα του δημιουργού των «Καβαφικών εκδόσεων», αυτή του εξόχως αισθηματικού ανθρώπου, φτάνει να σκεφτεί κανείς την αφοσίωσή του σε αυτοκτόνους ποιητές, είτε πρόκειται για τον Κ.Γ. Καρυωτάκη είτε για τον νεαρό Νίκο Β. Λαδά που είχε γράψει για τα ποιήματά του ο Σαββίδης, χαρακτηρίζοντας μάλιστα ως τιμή του το γεγονός πως ο Λαδάς είχε υπάρξει σε ένα φροντιστηριακό του σεμινάριο ως μαθητής.

Οσο κι αν η αισθηματική ροπή κάνει συνήθως έναν άνθρωπο συμβιβαστικό, άτολμο, με τον Σαββίδη συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο. Ηταν αυτή ακριβώς η διάθεσή του που τον έκανε να διακινδυνεύει, να τολμά. Πώς αλλιώς να εξηγηθεί ότι στην εξαιρετική εισαγωγή του (56 σελίδων) στον τόμο «Ποιήματα και πεζά» του Κ.Γ. Καρυωτάκη που εκδόθηκε το 1972, ανάμεσα στα ονόματα του ποιητή Σταύρου Βαβούρη (υπήρξε συμφοιτητής του Γ.Π. Σαββίδη) και των πεζογράφων Ν.-Γ. Πεντζίκη, Κοσμά Πολίτη και Γιάννη Σκαρίμπα ως άμεσα ή έμμεσα επηρεασμένων από τον ποιητή των «Νηπενθών», παραθέτει το όνομα κι ένα απόσπασμα από ποίημα ενός σημαντικού –αλλά αφανούς και τότε και σήμερα –πνευματικού δημιουργού, του Πέτρου Κυπριωτέλη;

Ανέκδοτο

Οταν εμπόδισε τον Θανάση Βαλτινό να μπαρκάρει

Θα επιβαλλόταν κάποια στιγμή να δημιουργηθεί ένας κατάλογος με τα βιβλία που γράφτηκαν ή μεταφράστηκαν με την προτροπή του Γ.Π. Σαββίδη –δεν μιλούμε για μεμονωμένα κείμενα γιατί θα πρέπει να είναι εκατοντάδες, αν όχι χιλιάδες –και αισθανόμαστε την ανάγκη να σημειώσουμε δίκην ανεκδότου ένα πραγματικό περιστατικό, όπως το έχει εξομολογηθεί ο πεζογράφος Θανάσης Βαλτινός. Είχε δώσει στον Γ.Π. Σαββίδη προκειμένου να το δημοσιεύσει στον «Ταχυδρόμο» το αφήγημά του «Η κάθοδος των εννέα». Μεσολάβησε ένα μεγάλο διάστημα χωρίς να ξέρει τι γίνεται και, μην έχοντας τι άλλο να κάνει, ετοιμάστηκε να φύγει για να δουλέψει στα καράβια. Οταν τυχαία είδε μια μέρα σε ένα περίπτερο της Κηφισιάς το περιοδικό «Εποχές» με το όνομά του φαρδύ πλατύ στο εξώφυλλο και την «Κάθοδο των εννέα», αν και την είχε δώσει για δημοσίευση στον «Ταχυδρόμο», να δημοσιεύεται στο αλήστου μνήμης περιοδικό του συγκροτήματος Λαμπράκη που γνωρίζει αυτόν τον καιρό μια έντονη επανακυκλοφορία και ζήτηση. Η δημοσίευση όμως αυτή στάθηκε αρκετή για τον Βαλτινό για να ματαιώσει τη διαγραφόμενη επαγγελματική του αποκατάσταση στα καράβια, να παραμείνει στην Ελλάδα και να ασχοληθεί αποκλειστικά με τη λογοτεχνία.

Υποδειγματικός επιμελητής ποιητικών εκδόσεων

Ο Γιώργος Πάνου Σαββίδης, ευρύτερα γνωστός με την υπογραφή Γ.Π. Σαββίδης (1929-1995), ήταν μελετητής και καθηγητής της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Το 1966 αναγορεύτηκε διδάκτωρ Φιλολογίας με τη διατριβή «Oι καβαφικές εκδόσεις». Tα επιστημονικά του δημοσιεύματα άρχισαν το 1951, ενώ παράλληλα συνεργάστηκε με πολλά έντυπα (κυρίως «Το Βήμα» και «ΤΑ ΝΕΑ»). Επιμελήθηκε με υποδειγματικό τρόπο εκδόσεις ποιημάτων του Σεφέρη, του Kαβάφη, του Kαρυωτάκη, του Σικελιανού, του Bαλαωρίτη, του Δαπόντε και άλλων.

Κατερίνα Γκίκα, Νάσος Βαγενάς, Δημήτρης Δασκαλόπουλος, Δ.Ν. Μαρωνίτης

Γ.Π. Σαββίδης

20 χρόνια μετά

Επιμέλεια: Αννα Καραπάνου

Εκδ. Ιδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, 2016, σελ. 80

Τιμή: 5 ευρώ