Το εμβληματικό αυτό έργο, το οποίο επηρέασε καθοριστικά τόσο τον γραφέα-εξερευνητή των Δρόμων Τζακ Κέρουακ, όσο και τον ρηξικέλευθο, υποψήφιο νομπελίστα Φίλιπ Ροθ, όπως τονίζεται στον άρτια συγκερασμένο πρόλογο, γράφτηκε σε διάστημα είκοσι μηνών. Εμφανίστηκε στην αμερικανική λογοτεχνική σκηνή πρώτη φορά το 1929, όταν ο Τόμας Γουλφ συμπλήρωνε ήδη τα είκοσι εννέα του χρόνια. Ο τίτλος προέρχεται ευθέως από το κλίμα των στίχων 163 και 164 της ποιμενικής ελεγείας του Τζον Μίλτον Lycidas. Τους παραθέτω αυτούσιους: «Look homeward Angel now, and melt with ruth: /And, O ye Dolphins, waft the hapless youth». Κεντρική εστία αναφορών είναι η γενέθλια πόλη του συγγραφέα, η Asheville της Βόρειας Καρολίνας, η οποία μετονομάστηκε, για τις ανάγκες του εν λόγω μυθιστορήματος-ποταμού σε Altamont, που αποτελεί με τη σειρά της αναπόσπαστο τμήμα της φανταστικής κομητείας Catawba. Η λέξη Altamont, η οποία θα μπορούσε να αποδοθεί, ενθυμούμενοι τον Ζαχαρία Παπαντωνίου, ως «Τα Ψηλά Βουνά», παραπέμπει ασφαλώς στην ορεσίβια ψυχολογία των ηρώων του βιβλίου. Ο δε κεντρικός χαρακτήρας του, ο αεικίνητος, εσωστρεφής, εμφανώς πεπαιδευμένος νέος ονόματι Ευγένιος Γκαντ, αποτελεί, ως γνωστόν, το στωικό alter ego του Τόμας Γουλφ. Κι είναι προφανώς η παιδεία του Ευγένιου Γκαντ, η οποία τον καλεί να εγκαταλείψει οριστικά τα πατρικά και μητρικά όρη, πριν καν φτάσει τα είκοσί του χρόνια, για ν’ αναζητήσει αλλού ένα αρμοδιότερο πεπρωμένο. Την ποθητή φώτιση δηλαδή, όπως θα έλεγε ένας μοναχός που έχει ασπαστεί τα μύχια του ζεν βουδισμού.

Ενδέχεται, πιστεύω, να ισχύουν στην προκειμένη περίπτωση οι εξής μεταγενέστεροι αφορισμοί και οι συναφείς διαζευκτικές επιλογές: «Μπορεί να είναι ουτοπία. Μα δεν είναι ασυνάρτητο ονειροπόλημα. Είναι μια ιδέα που επιβάλλεται με μόνη τη δύναμη της λογικής συνοχής της. Είναι το πόρισμα στο οποίο οδηγεί αναγκαστικά η αρχή της αυθεντικότητας… Ο άνθρωπος ξέρει επιτέλους ότι είναι μόνος μέσα στην αδιάφορη απεραντοσύνη του Σύμπαντος απ’ όπου ξεπήδησε τυχαία. Οχι μόνο το πεπρωμένο του μα ούτε και το χρέος του είναι γραμμένο πουθενά. Σ’ αυτόν εναπόκειται να διαλέξει ανάμεσα στο Βασίλειο και στα ερέβη». (Βλ. Ζακ Μονό, «Η τύχη και η αναγκαιότητα», μετάφραση: Νίκος Π. Παπαδόπουλος, εκδόσεις Ράππα, 1971). Δεν θα μάθουμε ποτέ πώς εν τέλει βίωσε την τελεσίδικη αυτή επιλογή του ο χαρισματικός, αλαφροΐσκιωτος Ευγένιος. Αυτό που ξέρουμε πάντως με βεβαιότητα είναι ότι εξακολουθεί να ζει ώς τις μέρες μας στην επικράτεια της αναγνωστικής ηδονής.

Η όλη μάλιστα επιλογική σκηνή θυμίζει το τέλος μιας άλλης, οιονεί αυτοβιογραφίας, πασίγνωστης επίσης, η οποία εκδόθηκε δεκαπέντε σχεδόν χρόνια νωρίτερα. Κι εκεί, όπως ακριβώς συμβαίνει στο «Γύρνα σπίτι, άγγελέ μου», η απόρριψη της μόνιμης παραμονής σ’ έναν οποιονδήποτε τελικά τόπο είναι ανέκκλητη, όσο κρίσιμος κι αν τεκμαίρεται αυτός, από κάθε άποψη, για τις καθαρά βιοτικές ανάγκες του εγώ. Απομονώνω για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής τα εξής ενδεικτικά: «Η μητέρα τακτοποιεί τα καινούργια, από δεύτερο χέρι, ρούχα μου. Λέει ότι προσεύχεται τώρα να μάθω στη δική μου ζωή, μακριά από το σπίτι και τους φίλους, τι είναι η καρδιά και τι αισθάνεται. Αμήν. Ας είναι. Καλώς όρισες, ζωή! Φεύγω να συναντήσω για εκατομμυριοστή φορά την πραγματικότητα της εμπειρίας και να σφυρηλατήσω στο αμόνι της ψυχής μου την αδημιούργητη συνείδηση της φυλής μου» (βλ. Τζέιμς Τζόις, «Πορτρέτο του καλλιτέχνη σε νεαρά ηλικία», εισαγωγή – μετάφραση: Αρης Μπερλής, εκδόσεις Πατάκη, 2001). Οι μαρμάρινοι άγγελοι των νεκροταφείων αλλά και της κατοικίας των Γκαντ, στοιχειώδεις διακοσμητικοί δείκτες, αλλά και γλυπτές μαρτυρίες θεολογικών πεποιθήσεων, διεκδικούν ή μάλλον έλκουν τον Ευγένιο, όχι για να τον παρασύρουν ανέκκλητα στο βασίλειό τους ή στην όποια μεταφυσική τους αίγλη, αλλά για να τον μυήσουν στους κανόνες μιας υπερ-ανθρώπινης, μιας εξαίσιας δηλαδή συμπεριφοράς.

Εξού και η αέρινη, η εξόφθαλμα ρομαντική, η σαφώς αντισυμβατική ιδιοσυγκρασία του Ευγένιου, ο οποίος, σημειωτέον, αφομοιώνει, μεταξύ άλλων, με ιδιάζουσα ταχύτητα αποφθέγματα και παροιμιώδεις φράσεις τόσο από τη λατινική, όσο και από την αρχαιοελληνική παρακαταθήκη, στο πρωτότυπο βεβαίως και μάλιστα κατ’ εξακολούθηση. Ομως, αν και αισθάνεται λόγιος, αντιδρά ως αμφιταλαντευόμενος έφηβος. Η πραγματικότητα δεν τον συνθλίβει, αλλά τον εμπνέει να την ανατρέψει με απρόσμενη σύνεση. Δρα δε στον αντίποδα του συστηματικά μέθυσου, ενίοτε βάναυσου, βωμολόχου κατά περίσταση πατρός του, του συνεπούς κατά τα άλλα κατασκευαστή αγγέλων. Ικανοποιώντας τις αντίστοιχες παραγγελίες διαφόρων πελατών, ο κατ’ επάγγελμα λιθοξόος γονιός συντηρεί από μέρα σε μέρα την πολυπληθή, απαιτητική ως εκ των πραγμάτων οικογένειά του. Η ανάρμοστη στάση του διορθώνεται όταν μετατρέπεται σε φορέα πρόνοιας και μεταμέλειας ταυτοχρόνως. Λειτουργεί, για να το διατυπώσω διαφορετικά, πότε ως οινοβαρής Θυέστης και πότε ως νηφάλιος Αβραάμ. Εννοείται ότι ο Ευγένιος δεν παραλείπει να δικαιώνει συχνά πυκνά την ετυμολογική αξία του βαρύτιμου ονόματός του. Ακόμη και στη διάρκεια της δικής του μέθης, που δοκιμάζει μια φορά μόνο, τα πράγματα δεν στρέφονται εναντίον του, δεν τον υποχρεώνουν δηλαδή να καταστεί ένας ακόμη αναιδής και αχρείος μεταξύ των βροτών: του δείχνουν τις απώτερες, τις σταθερά κεκρυμμένες σημασίες τους, τον συμφιλιώνουν με την άρρητη φύση των όντων.

Υψηλή ποίηση

Ο Θεός μέσα στο μπουκάλι

Φρονώ ότι στη σελίδα 520 παρέχεται ένα ικανό μέτρο των ειδικότερων διηγητικών τρόπων. Δηλαδή: «Ηταν πιο έξοχο από κάθε μουσική που είχε ακούσει, έξοχο όσο κι η υψηλότερη ποίηση. Γιατί κανένας δεν του το ‘χε πει; Γιατί κανένας δεν είχε γράψει το σωστό πάνω σ’ αυτό; Γιατί, αφού μπορούσες ν’ αγοράσεις έναν θεό μέσα σ’ ένα μπουκάλι, να τον πιεις, και να γίνεις κι εσύ θεός, οι άνθρωποι δεν ήταν αιώνια μεθυσμένοι; Είχε μια στιγμή έκστασης –την εξαίσια έκσταση που νιώθουμε όταν ανακαλύπτουμε τα απλά και ανεκλάλητα πράγματα που βρίσκονται θαμμένα μέσα μας, γνωστά αλλά ανομολόγητα. Ετσι ίσως να αισθάνεται ο άνθρωπος όταν ξυπνήσει μετά θάνατον και βρεθεί στον Παράδεισο».

Η προ ετών καθόλα αποδεκτή, ευέλικτη αυτή μετάφραση γνωρίζει συν τοις άλλοις πώς να υποστηρίζει τη λυσιτελή ζεύξη των λέξεων «ποδάρι», «ονειροπαρσιές», «βρομισιά», «τα βάθια», «αχτιδοβολιά», «ρεκλαμάρω» και «μεθοκόπια» με σαφώς περισσότερο οικείους σήμερα γλωσσικούς τύπους. Κοντολογίς: τιμαλφές απόκτημα της γλώσσας μας.

Thomas Wolfe

Γύρνα σπίτι, άγγελέ μου

Πρόλογος: Ηλίας Μαγκλίνης

Μτφ. Κοσμάς Πολίτης

Εκδ. Μεταίχμιο, 2017, σελ. 658

Τιμή: 17,70 ευρώ