Η καθαυτό πολιτική ιστορία υποβαθμίστηκε και περιθωριοποιήθηκε στην ιστοριογραφική παραγωγή της Μεταπολίτευσης, η οποία μαγεύτηκε από τις νέες προσεγγίσεις της οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας, μαρξιστικού ή νεομαρξιστικού κατά κανόνα προσανατολισμού. Μια νέα ιεραρχία των «ειδών» καθιερώθηκε, όπου το αφηγηματικό θεωρήθηκε ύποπτο ως αντιεπιστημονικό. Θα λέγαμε ίσως ότι η ιδεολογική αποστροφή προς τον μεθοδολογικό ατομικισμό επεκτάθηκε και στη μελέτη των κομμάτων ως συλλογικών πολιτικών υποκειμένων –παρότι το Σύνταγμα του 1975 κατοχυρώνει για πρώτη φορά τη θεσμική υπόσταση των κομμάτων, που περνούν από το επίπεδο του πολιτικού και κοινωνικού φαινομένου στην ενσωμάτωση στη συνταγματική τάξη ως ενδιάμεσος νομιμοποιητικός ιμάντας μεταξύ του λαού και του κράτους. Η στενά πολιτική και διπλωματική ιστορία συμπαρασύρθηκε από την κατακραυγή και την καταδίκη του μετεμφυλιακού «κράτους της Δεξιάς» και η συστηματική παραμέλησή της αποτέλεσε μια ιδιότυπη damnatio memoriae για τις πρακτικές και τον δημόσιο λόγο κατά την περίοδο ηγεμονίας της «εθνικοφροσύνης». Ταυτίστηκε με την έλλειψη κριτικής και την ιδεολογική μονομέρεια που συνεπαγόταν η χρήση της ως εργαλείου πατριωτικής κατήχησης και εθνοκρατικής συγκρότησης. Αυτή η αρνητική προδιάθεση ενισχύθηκε θεωρητικά με την αυθαίρετη αναγωγή της πολιτικής ιστορίας σε μια ξηρή και αποχυμωμένη γεγονοτολογία, μια ιστορία περιγραφική και καταλογογραφική, που εξαντλεί τον αναγνώστη με παραθέσεις ονομάτων και χρονολογιών χωρίς να προβληματίζεται για το βαθύτερο δομικό υπόστρωμα των επιφανειακών «παφλασμών». Η πολιτική ιστορία περιέπεσε εν πολλοίς στο επίπεδο της δημοσιογραφικής ή παραϊστορικής ανεκδοτολογίας, στη χειρότερη δε περίπτωση εξόκειλε σε συνωμοσιολογικές ατραπούς, ενίοτε στα όρια της θαυματολογίας.

Γνωστικά κενά

Η στροφή προς την οικονομικοκοινωνική ιστορία ήταν προβληματική μόνο στον βαθμό που η σπουδή για την αντικατάσταση του παλαιού παραδείγματος άφηνε πίσω της σημαντικά γνωστικά κενά. Αυτά τα ιστοριογραφικά κενά, στις χώρες από όπου είχε εκπορευτεί το νέο παράδειγμα, είχαν καλυφθεί επαρκώς στο παρελθόν, τουλάχιστον σε στοιχειώδες επίπεδο αρχειακής τεκμηρίωσης. Στην ελληνική περίπτωση περάσαμε μάλλον απότομα από την ημι-ερασιτεχνική ιστορία της παράδοσης του Παπαρρηγόπουλου στις νέες κοινωνιολογίζουσες προσεγγίσεις του τελευταίου τρίτου του 20ού αιώνα, παραλείποντας ένα κρίσιμο ενδιάμεσο «θετικιστικό» στάδιο. Λείπουν σήμερα επιστημονικές μονογραφίες για τα μεγάλα κόμματα της προδικτατορικής περιόδου, την Ενωση Κέντρου, την ΕΡΕ, το Λαϊκό Κόμμα. Η αξιολογική προκατάληψη της μεταπολιτευτικής συναίνεσης συνετέλεσε ώστε να καταδικαστούν στη λήθη θεσμοί και φαινόμενα της παρελθούσας πολιτειακής τάξεως, λήθη από την οποία ανασύρονται σποραδικά ως σκιάχτρα για τον τελετουργικό λιθοβολισμό τους. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, όπως παρατηρεί ο Λεωνίδας Καλλιβρετάκης, «παρατηρείται εντούτοις μια δυναμική επανεμφάνιση της πολιτικής ιστορίας στο προσκήνιο, ανανεωμένης σε ό,τι αφορά τα μεθοδολογικά της εργαλεία και τη θεματολογία της, η οποία έχει ενσωματώσει σε μεγάλο βαθμό στοιχεία των νεώτερων προβληματισμών, καθώς και της οπτικής των συγγενών επιστημονικών κλάδων». Η στροφή μπορεί να τοποθετηθεί περί τα τέλη της δεκαετίας του 1990, όταν το ανανεωμένο ενδιαφέρον για τη συγκρουσιακή δεκαετία του 1940 από μια γενιά νέων ερευνητών που δεν προέρχονταν από τον χώρο της πολιτικής ιστορίας, άρχισε να αναπτύσσει αποτελέσματα διάχυσης στο πεδίο που αποτελεί την άμεση χρονολογική και ιδεολογικοπολιτική συνέχεια των διαιρέσεων της δεκαετίας των πολέμων: την πολιτική ιστορία της περιόδου 1950-1974.

Στο ανανεωμένο πλαίσιο της κριτικά και θεωρητικά εμπλουτισμένης πολιτικής ιστοριογραφίας εντάσσεται ο «Σύντομος πολιτικός βίος της ΕΠΕΚ», όπου αναλύονται διεξοδικά οι διεργασίες της γέννησης και η πορεία που διέγραψε το κόμμα που συνήθως ταυτίζεται με την πρώτη εμφάνιση της έννοιας της «Κεντροαριστεράς»· κόμμα που αναδρομικά εμφανίστηκε, εκ μέρους μιας μάλλον στρατευμένης οπτικής, ως ιδεολογικός πρόγονος του ΠΑΣΟΚ. Επερωτώντας διακριτικά αυτή την ορθοδοξία, η συγγραφέας συναρθρώνει τη μελέτη του εκλογικοπολιτικού κύκλου του κόμματος με την ιχνηλάτηση των περιπετειωδών εννοιολογικών μετατοπίσεων του «Κέντρου», οπτική η οποία υποστηρίζεται από το γράμμα της ονομασίας της Εθνικής Προοδευτικής Ενωσης Κέντρου. Ο υπότιτλος του βιβλίου, «Η ανάδυση του Κέντρου στη μετεμφυλιακή Ελλάδα», οριοθετεί έναν παράλληλο αναλυτικό άξονα, που συνιστά και την βαθύτερη raison d’être του. Πρόκειται για την ιστορία μιας πολιτικής ιδέας, μιας αφηρημένης οντότητας με μεγάλη όμως σημασία για την αυτοκατανόηση των πολιτικών δρώντων της εποχής, συλλογικών και ατομικών.

Νέες πραγματικότητες

Ο όρος Κέντρο πολιτογραφείται στο ελληνικό πολιτικό λεξιλόγιο στο δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1940. Συνδέεται με την καθιέρωση του τριπαραταξιακού σχήματος «Δεξιά-Κέντρο-Αριστερά», το οποίο αποτυπώνει τις νέες πολιτικές πραγματικότητες και συσχετισμούς δυνάμεων μετά την γιγάντωση του συγκροτήματος ΕΑΜ-ΚΚΕ στην περίοδο της Κατοχής. Το Κέντρο εμφανίζεται ως κληρονόμος της παλιάς βενιζελικής παράταξης και του πολιτικού της εμβλήματος της «Δημοκρατίας». Σε αντίθεση με την σπάνι του όρου στα κομματικά συστήματα της Δυτικής Ευρώπης, η καθιέρωση του «Κέντρου» στην Ελλάδα σχετίζεται και με την απουσία ισχυρής σοσιαλδημοκρατικής παράδοσης ως ενδιάμεσου χώρου μεταξύ συντηρητικής Δεξιάς και επαναστατικής Αριστεράς. Εως τη συγκρότηση του μεγάλου συνασπισμού της Ενωσης Κέντρου το 1961, η δεκαετία του 1950 αποτελεί μεταβατική περίοδο συνύπαρξης παλαιών και νέων εννοιολογήσεων. Την περίοδο του λεγόμενου «φιλελεύθερου διαλείμματος» (1950-1952) το Κόμμα Φιλελευθέρων, εκφραστής της παραταξιακής «νομιμότητας» και επιβίωμα του προπολεμικού Διχασμού, συνυπάρχει με την Εθνική Προοδευτική Ενωση Κέντρου σε μια δύσκολη συμβίωση που επιβαρύνεται από τις τριβές της κυβερνητικής συνεργασίας. Ιδεολογικά, ο ελάχιστος κοινός παρονομαστής των κεντρώων ταυτοτήτων ήταν η διαφοροποίηση από τον έντονο αντικομμουνισμό της Δεξιάς· ο αντικομμουνισμός του Κέντρου ήταν περισσότερο πρακτικός και φιλελεύθερης ροπής.

Την επαύριο των εκλογών του 1950 «οι προπολεμικές πολιτικές ταξινομήσεις (βενιζελισμός/αντιβενιζελισμός) βάδιζαν πλάι πλάι με τις μετεμφυλιακές (Δεξιά, Κέντρο, Αριστερά)». Η Ελευθερία του Πάνου Κόκκα χρησιμοποιεί και τους δύο προσδιορισμούς («φιλελευθερισμός», «Κέντρο») για να αναφερθεί στις αμέμπτου εθνικού προσανατολισμού δυνάμεις που αντιπάλευαν τις μεθόδους του «Αντιβενιζελικού Κράτους». Στον αντίποδα υπήρχε η άποψη του Λαϊκού Κόμματος, που αρνείτο την ύπαρξη «Δεξιάς» στην Ελλάδα και αναγνώριζε ως μόνη νόμιμη διαιρετική τομή αυτή μεταξύ Ελλήνων και μη Ελλήνων, εθνικοφρόνων και κομμουνιστών. Αλλωστε το Λαϊκό Κόμμα, στη μεταπολεμική αναβίωσή του, τασσόταν προγραμματικά κατά της πλουτοκρατικής ασυδοσίας, ταυτιζόταν με το μικροαστικό και μικροαγροτικό στοιχείο, επαγγελλόταν εισοδηματική ανακατανομή και προνοιακή στήριξη των αδυνάμων.

Ο Ιωάννης Μαύρος είναι ιστορικός.
Κατά του «νεκραναστημένου» «παλαιοκομματισμού»

Στις εκλογές του 1951 η ΕΠΕΚ επαναφέρει τη συζήτηση περί Κέντρου, αρνούμενη στους Φιλελευθέρους τον τιμητικό χαρακτηρισμό και σπρώχνοντας το ιστορικό κόμμα προς τη Δεξιά. Είναι η εποχή που ο νέος σχηματισμός προσλαμβάνει σαφέστερα αριστερά χαρακτηριστικά, με τα ριζοσπαστικά ΕΠΕΚικά έντυπα να καταλογίζουν στο Κόμμα Φιλελευθέρων τη συνεργασία με την άκρα Δεξιά της «έξαλλης εθνικοφροσύνης» κατά τον Εμφύλιο. Η «εθνικοφροσύνη» και το «Κέντρο» ξεκινούν ως αμοιβαία αποκλειόμενα σχήματα, γρήγορα όμως η αντίθεση σχετικοποιείται. Ενόψει των εκλογών του 1952 ο Ελληνικός Συναγερμός του στρατάρχη Παπάγου εμφανίζεται ως κίνηση μετριοπαθής και κεντρώα, που εγγυάται την οριστική υπέρβαση του παλαιού σχίσματος των δύο μεγάλων αστικών παρατάξεων. «Σφετεριστής» της εκλογικής προίκας του αντιβενιζελισμού από το Λαϊκό Κόμμα, ο Συναγερμός αποπειράται να οικειοποιηθεί το Κέντρο και επικαλείται προς τούτο τη συνεργασία των αντιπάλων του με την παλαιοκομματική «άκρα Δεξιά» του Λαϊκού Κόμματος. Η αντισυναγερμική «Ενωση» ΕΠΕΚ – Φιλελευθέρων, ενισχυμένη με τις ετερόκλιτες συνεργασίες του Λαϊκού Κόμματος και του σοσιαλδημοκρατικού ΣΚ – ΕΛΔ, καταγγέλλεται ως ένα παράδοξο και παρδαλό πολιτικό μωσαϊκό με μόνη συγκολλητική ουσία την επιθυμία εφόδου στην εξουσία. Η απάντηση της «Ενωσης» ήταν να θέσει το εκλογικό σώμα ενώπιον ενός μανιχαϊκού διλήμματος μεταξύ Δημοκρατίας και Φασισμού· ο Παπάγος ήταν ο επιτελάρχης της 4ης Αυγούστου, ο πρωθιερέας του ελληνικού νεοφασισμού· η κίνησή του ανέδιδε τη βαριά οσμή της δικτατορικής εκτροπής. Την ίδια σκληρή αντιπαπαγική γραμμή υιοθετεί και το παρηκμασμένο Λαϊκό Κόμμα, που υπενθυμίζει τα δημοκρατικά του διαπιστευτήρια και τη σταθερή του προσήλωση στον φιλελεύθερο κοινοβουλευτισμό.

Ο θρίαμβος του Παπάγου και η συντριπτική ήττα του ενωτικού σχήματος στις εκλογές του 1952 θέτουν την έννοια του Κέντρου στο στόχαστρο. Τα πιο προωθημένα τμήματα της ΕΠΕΚ, με βήμα την εφημερίδα Προοδευτικός Φιλελεύθερος, έχουν ήδη αποποιηθεί την κεντρώα ταυτότητα ως άνευ νοήματος ετικέτα που συγκαλύπτει την ουσιαστική ταύτιση με τη Συντήρηση και προσχωρούν ρητά στην «Αριστερά». Η πανωλεθρία αποδίδεται στην υιοθέτηση αυτής της αναιμικής κεντρώας ταυτότητας, χωρίς ισχυρό πολιτικό στίγμα, που έσπρωξε ακόμη και εαμικής προέλευσης ψηφοφόρους στον αυτάρεσκο δυναμισμό του Συναγερμού. Το Κέντρο προσλαμβάνει στον λόγο αυτής της ριζοσπαστικής μερίδας «αρνητικό πρόσημο και συντηρητικά χαρακτηριστικά». Η αριστερή τάση της ΕΠΕΚ επικρίνει τις προηγούμενες κυβερνητικές συνεργασίες του κόμματος, που του επέτρεπαν να καταλαμβάνει υπουργικές θέσεις «αλλά όχι την εξουσία», και προκρίνει έναν κοινωνιολογικό ορισμό του κόμματος με αναφορά στη λαϊκή σύνθεση της κοινωνικής βάσης του.

Η ΕΠΕΚ περνά ουσιαστικά στην Ιστορία με τον θάνατο του στρατηγού Πλαστήρα, τον Ιούλιο του 1953. Η ιδιαιτερότητα της ΕΠΕΚ είναι ότι επιχειρεί να επαναξιώσει την περίοδο της Κατοχής και να επικαιροποιήσει τις αντίστοιχες πολιτικές διαιρέσεις (αντίσταση / δωσιλογισμός ή αντίσταση / attentisme) σε μια εποχή που το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων αυτοπροσδιορίζεται με βάση τον πόλεμο του 1946-49. Η πρόταξη της Κατοχής και της εαμικής Αντίστασης έναντι αυτού που θεωρήθηκε περίπου ως μονομερής βεντέτα του ΚΚΕ με τους ζηλωτές της άλλης πλευράς έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη γραμμή του «όπλου παρά πόδα» που εκπέμπεται από το Παραπέτασμα. Την ίδια εποχή ο λόγος του ΚΚΕ δίνει έμφαση στο «δεύτερο αντάρτικο» και υποβαθμίζει το εαμικό εγχείρημα ως πρωτόλειο, πολιτικά ερασιτεχνικό και ιδεολογικά ανώριμο, ατελές απείκασμα του ταξικά συνειδητοποιημένου αγώνα του 1946-1949. Αυτή η καθήλωση της μνήμης κρίνεται ως πολιτικά ατελέσφορη, δώρο στις δυνάμεις της αντίδρασης. Ανατρέχοντας στην εαμική Αντίσταση και παρακάμπτοντας την περίοδο της εμφύλιας σύρραξης, η ΕΠΕΚ αναζητεί τον μοχλό που θα υποσκάψει την κυριαρχία του «νεκραναστημένου» «παλαιοκομματισμού», ο οποίος χρεώνεται με απάθεια και καιροσκοπισμό τη στιγμή της μεγάλης εθνικής δοκιμασίας. Το αν αυτή η επανοριοθέτηση των πολιτικών συντεταγμένων θα πραγματοποιείται στο όνομα του «Κέντρου» ή της «αριστεράς του Κέντρου» ήταν το επίδικο μιας ενδοκομματικής διελκυστίνδας που έβαινε παράλληλα με τον πολιτικό βίο της ΕΠΕΚ.

Κατερίνα Δέδε

Ο σύντομος πολιτικόςβίος της ΕΠΕΚ

Η ανάδυση του Κέντρου

στη μετεμφυλιακή Ελλάδα

Εκδ. Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών – Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών 2016, σελ. 379 Τιμή: 20 ευρώ