Είναι από τα περίεργα παιχνίδια της ζωής. Αν και έφυγε από τούτο τον κόσμο μόλις πριν από λίγες ημέρες, στις 22 Φεβρουαρίου, είναι ωσεί παρών με το βιβλίο «Μνήμη απειθάρχητη – Ημερολόγιο». Το οποίο κυκλοφόρησε μόλις τον Δεκέμβριο που μας πέρασε και μας τον δείχνει ολοζώντανο στις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων, να μας κοιτάζει από το εξώφυλλο και να μας καλεί να διαβάσουμε τις συχνά εκπληκτικές ιστορίες που περιγράφει.

Στη ζωή του γύρισε μια ντουζίνα ταινίες, που γεμίζουν μια διαδρομή στον κινηματογράφο διάρκειας περίπου 60 ετών. Αραγε πόσες ταινίες φτιάχνουν τη ζωή του Νίκου Κούνδουρου; Είκοσι, τριάντα, εκατό; Γιατί μια ταινία για τη ζωή του πλαστουργού του σινεμά –«το μεγαλύτερο χάρισμα του Νίκου Κούνδουρου είναι η πλαστική ματιά του» είχε γράψει ο Πλωρίτης στην κριτική του για την αλληγορική ταινία «Οι παράνομοι» του Κούνδουρου –μάλλον δεν φτάνει. Αν βρεθεί στα χέρια σας το «Μνήμη απειθάρχητη» (εκδ. Αγρα) και το διαβάσετε, θα καταλάβετε τι εννοώ. Δεν μπορείς απλώς να το φυλλομετρήσεις. Θα σε κάνει να το διαβάσεις.

Οι πρώτες λέξεις άρχισαν να γράφονται τον Αύγουστο του 2014 στον Αγιο Νικόλαο Λασιθίου και οι τελευταίες μπήκαν τον Απρίλιο του 2016 στην Αθήνα.

Μια ζωή πολυκύμαντη. Με Κατοχή, Εμφύλιο, εξορία, χούντα και αυτοεξορία, Μάη του ’68, με πάθος, με διαρκώς αμείωτη φλόγα δημιουργική, με πνεύμα πολύστροφο, σπινθηροβόλο.

Τα ερωτήματά του είναι εδώ: «Είμαι άραγε σε κάποιο άγνωστο σημείο ή στο τέλος του ταξιδιού;», «είμαι άραγε ζωγράφος ή απλώς ζωγραφίζω;» όπως και οι διαπιστώσεις του: «Είμαι ό,τι έχω ξεχάσει», «η μνήμη πονάει, ο νους αρνιέται να ξεχάσει». Εδώ είναι και τα βιώματά του, οι φίλοι και συνοδοιπόροι του, οι ταινίες του, τα θεατρικά έργα του, οι έρωτες και οι άνθρωποι της ζωής του.

Κρατώντας κανείς στα χέρια του το βιβλίο –κάτι μεταξύ αυτοβιογραφίας και ημερολογιακών καταχωρίσεων –είναι σαν να βλέπει τον Νίκο Κούνδουρο να του μιλάει. Να καταθέτει την προσωπική ματιά και μαρτυρία του για μια ολόκληρη εποχή.

Και εκεί, ανάμεσα στις λέξεις, δεν είναι μόνος. Είναι μαζί του η μητέρα του Πόπη –Ποπί όπως την έλεγε –τα αδέλφια του, ο Ρούσσος και ο Γιώργος, οι φίλοι του, ο Χατζιδάκις, ο Παγιατάκης, ο Βέγγος, ο Τσαρούχης, ο Ελύτης, ο Πουλαντζάς, ο Ζουράρις, ο Βεργόπουλος, ο Βέλτσος, ο Αξελός, η Λυμπεράκη, ο Καστοριάδης, η Μελίνα, η Φαραντούρη, ο Μίκης, ο Τάσος Ζωγράφος αλλά και έρωτες του, η Λένα Τσούχλου, η Τζιν Γκίλμπερτ, η Μπριτ Λούντμπεργκ (πρώτη του σύζυγος και μητέρα του γιου του Σήφη) και η Σωτηρία Ματζίρη (δεύτερη σύζυγός του με την οποία απέκτησαν τη Διαλεχτή).

Γραφή πυκνή, ειλικρινής, εξομολογητική και καυστική, μαζί με επιστολές προς τη μητέρα και τους φίλους του. Με ένα υπόβαθρο ελαφρώς μελαγχολικό που πηγάζει από τη συναισθηματικά φορτισμένη διαπίστωση του Κούνδουρου ότι οι συνοδοιπόροι στη βόλτα του στη ζωή, οι άνθρωποι που αγάπησε και συνδέθηκε, βαθμιαία λιγόστεψαν. Σταχυολογώ τέσσερις σεκάνς από το «ημερολόγιό» του.

Σκηνή πρώτη

«Αυτόν τον μισότρελο φαντάρο να μου

τον δώσετε»

Εξόριστος στη Μακρόνησο, 1949. «Ως γόνος μεγάλης οικογένειας που ήμουν, οι βασανιστές θέλησαν να αλαφρύνουν το δικό μου βασανιστήριο στο Μακρονήσι. «Ζήτα μια χάρη και θα στην κάνουμε» μου είπαν και το μόνο που ζήτησα ήταν να με αφήσουν να πάω να μείνω στο βουνό χωρίς φαΐ και νερό, αρκεί να μην τους βλέπω και να με βλέπουν. Το δέχτηκαν! Την πρώτη μέρα τράβηξα για τον λόφο, βρήκα ένα μέρος να κάτσω και βάλθηκα να ατενίζω την απέραντη μοναξιά του τοπίου. Ξάφνου, ένας γρήγορος αεράτος τύπος εμφανίζεται κρατώντας κάτι πασσάλους στα χέρια και δύο – τρία κομμάτια ύφασμα. Δεν μου μιλάει, δεν του μιλάω και σε ελάχιστα λεπτά με ταχυδακτυλουργικές κινήσεις στήνει ένα αντίσκηνο! Το δικό μου αντίσκηνο! «Τι κάνεις» τον ρωτάω. «Θα πεθάνεις εδώ πάνω» απάντησε σοβαρός και συνέχισε τη δουλειά. Για όλες τις επόμενες ημέρες και όσο καιρό έζησα σαν αγρίμι, εξόριστος μες στην εξορία, ο ίδιος τύπος πηγαινοερχόταν κάθε μέρα διανύοντας μια τεράστια απόσταση από το στρατόπεδο ίσαμε το βουνό, μόνο και μόνο για να μου φέρνει φαγητό, να τρώω μην πεθάνω. Ηταν ο Θανάσης Βέγγος. Η απαρχή μιας μεγάλης φιλίας πάνω απ’ όλα». Και μερικές αράδες πιο κάτω σημειώνει ο Κούνδουρος: «Ο Βέγγος έμεινε μαζί μου όλα τα χρόνια της Μακρονήσου. Είχα χρεωθεί την κατασκευή ενός θεάτρου (σ.σ. το καθεστώς χρησιμοποιούσε το θέατρο ως εργαλείο προπαγάνδας και ως μέσο κατευνασμού των εξορίστων, αλλά και για να περάσει στην κοινή γνώμη τη στρεβλή εικόνα ότι οι εξόριστοι είχαν «μαλακιά μεταχείριση» όπως περιγράφει ο συγγραφέας) –ήμουν τριτοετής της Αρχιτεκτονικής τότε. Πήγα στη διοίκηση και λέω: «Αυτόν τον μισότρελο φαντάρο να μου τον δώσετε». Κι έτσι βρέθηκα να φτιάχνω το θέατρο με τον Θανάση βοηθό. Στήσαμε τη σκηνή, ανεβάσαμε το πρώτο έργο και να ο Βέγγος ηθοποιός και να ο Βέγγος πρωταγωνιστής και να ο Βέγγος αγαπημένος ολόκληρου του τάγματος και να ο Βέγγος η ανακούφισή μας, η λύτρωσή μας και το χαμόγελό μας».

Το Μακρονήσι, σημειώνει ο Κούνδουρος, «με έμαθε τις σχέσεις μου με τους ανθρώπους, και τους καλούς και τους κακούς. Μετέτρεψε το καλομαθημένο παιδί μιας αστικής προστατευτικής κοινωνίας σε αγωνιστή».

Σκηνή δεύτερη

Ενα γνώριμο

κάλυμμα στο μάτι

Απρίλης 1967, χούντα. «Είναι περίεργο που εγώ, ζώντας μέσα σε εκείνη την αφύσικη αισιοδοξία που προηγήθηκε της μεγάλης ταραχής, βρέθηκα στο σπίτι μου στην Αθήνα (σ.σ. στο Κολωνάκι) όταν κάποιος χτύπησε το κουδούνι. Ανοιξα για να διακρίνω τη σιλουέτα ενός άνδρα. Δεν χρειάστηκαν παρά μερικά δευτερόλεπτα. Το μαύρο κυκλικό κάλυμμα που σκέπαζε το μάτι του, το γνώρισα αμέσως. Ηταν ο στρατηγός Μοσέ Νταγιάν, αρχηγός του στρατού του Ισραήλ και πατέρας μιας κοπέλας που τη λέγανε Γιάελ. Μέσα στα περίεργα της ζωής η κόρη του στρατηγού βρέθηκε στην Κρήτη, ψάχνοντας συγγένειες ανάμεσα σε δύο ή τρεις γλώσσες. Αρχαία ελληνικά, ιουδαϊκά και σύγχρονες τοπικές διαλέκτους, υλικό μελέτης για το πανεπιστήμιο, η οποία είχε φέρει το κορίτσι στην Αθήνα. Ζούσα τότε στην Κρήτη. Είχα γνωρίσει το κορίτσι όταν στριφογύρναγε στο νησί ψάχνοντας υλικό για την έρευνά της. Γίναμε φίλοι και όταν ήρθε στην Αθήνα, έμεινε κάμποσο καιρό στο σπίτι μου. Αυτό το σπίτι γνώριζε ο στρατηγός, αυτό τον δρόμο, αυτή τη διεύθυνση. Τώρα μία αλυσίδα μικρών πραγμάτων έφερε τον Μοσέ Νταγιάν στην πόρτα μου. Αυτήν ήξερε, αυτήν αναζήτησε, όταν περαστικός για λίγες ώρες από το αεροδρόμιο του Ελληνικού, πληροφορήθηκε πως άρματα του στρατού είχαν καταλάβει μέσα στη νύχτα τη Βουλή. Και σπίτι, σπίτι, είχαν συλλάβει τους πολιτικούς αρχηγούς. «Γρήγορα στο αεροδρόμιο» με παρακάλεσε ο στρατηγός. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και διασχίσαμε μια Αθήνα έρημη. Σε μια πιάτσα ταξί κατεβαίνω και λέω στον ταξιτζή: «Φύγε αμέσως για το αεροδρόμιο, ο στρατηγός βιάζεται». Αυτός δεν είχε ιδέα για το τι είχε συμβεί ούτε οι συνάδελφοί του στα άλλα ταξί. Ανοίγει την πόρτα ο στρατηγός και χωρίς να με χαιρετήσει του λέει στα αγγλικά: «Στο αεροδρόμιο παρακαλώ». Στον δρόμο για την επιστροφή στο σπίτι ήταν σκορπισμένοι –το κατάλαβα από τη στολή –σπουδαστές της Σχολής Ευελπίδων». Δεν σταμάτησε, κατευθύνθηκε προς τον Πειραιά και πήρε το πλοίο για την Κρήτη. Αν έμενε θα τον συλλάμβαναν.

Σκηνή τρίτη

Αυτός ήξερε,

εγώ δεν ήξερα

Μάης ’68, Παρίσι. «Οι φοιτητές είχαν καταλάβει την όπερα και ντυμένοι με τα κοστούμια της Αΐντα είχαν βγει στα πάνω σκαλιά και χορεύανε, τραγούδαγαν, κοροϊδεύανε. Εγώ έχω στον νου μου μια άλλη εικόνα. Τον Σαρτρ ανεβασμένο στην καρότσα ενός φορτηγού να μιλάει στον μαζεμένο τριγύρω κόσμο. Δεν άκουγα τι έλεγε, έβλεπα τη φιγούρα του μόνο, έτσι που ήταν αδύνατος και μικροκαμωμένος, να χειρονομεί και να λέει… Αυτός ήξερε, εγώ δεν ήξερα. Η εικόνα όμως εικόνα. Λίγο καιρό αργότερα στο πάνω πάτωμα του σπιτιού που έμενα ήρθε ένας νέος φοιτητής. Σε δύο – τρεις εβδομάδες ήρθε η μάνα του. Ηταν η Σιμόν ντε Μποβουάρ».

Σκηνή τέταρτη

Η παγίδα

της οικονομίας

Αθήνα, 1978. Οι αυτοεξόριστοι θέλουν να πιάσουν το νήμα από εκεί που το άφησαν, εξαιτίας της χούντας, και ο Κούνδουρος είχε την ιδέα να φτιάξουν ένα στέκι. «Ενας φίλος μου λέει «έχω ένα υπόγειο στον λόφο του Στρέφη, πάμε να το δούμε». Βρέθηκα πάλι με τα υλικά της παλιάς δουλειάς μου, άσπροι τοίχοι, ξύλινα τραπέζια, πάγκοι και καρέκλες καφενείου. Τέσσερις – πέντε φίλοι κουβαλήσανε από τα σπίτια τους ό,τι περίσσευε. Κι εγώ ξετρύπωσα από την αποθήκη ενός ζωγράφου, Βακιρτζή τον λέγανε, ένα σωρό από αφίσες κινηματογράφου, να ο Φωτόπουλος, να ο Αυλωνίτης, ο Σταυρίδης, η Βασιλειάδου… Οι τοίχοι του υπογείου πήρανε ζωή και οι εξόριστοι του Παρισιού, του Λονδίνου και της Ρώμης ζωντάνεψαν το νεκρό υπόγειο. Γύρω από τα τραπέζια πληθαίνανε και οι καρέκλες, οι άνθρωποι, οι κουβέντες. Το υπόγειο οργανώθηκε και το όνομα αυτού «Βρούτος»».

Ο πολυτάλαντος σκηνοθέτης ολοκληρώνει την αυτογραφία του με τις ανησυχίες του για τον τόπο του, την Ελλάδα, και τους ανθρώπους της. Θα ήθελε να τους δει να πιστεύουν στον εαυτό τους, στη δύναμη τους. «Μερικές φωνές μας θυμίζουν πως υπάρχουμε. Σιγά σιγά ο λαός έχει χάσει τη φωνή του. Τώρα κλαίμε; Οχι δεν κλαίμε. Είμαστε αδύναμοι, αλλά είμαστε δυνατοί. Λαέ πίστεψε στον λαό. Αγωνίσου. Με ό,τι μπορείς, με ό,τι σου μένει. Κάνε τη φωνή σου να ξεπεράσει την ασφυκτική παγίδα που μας έχει στήσει η ηγεμονία της οικονομίας».

Το βιβλίο του ολοκληρώνεται. Πριν όμως βάλει την τελεία αναλογίζεται την τελεία του βίου του. Και τη βάζει, ως Κρητικός, με τη μορφή μαντινάδας: «Παλεύει ο Χάρος και η ψυχή σε μαρμαρένιο αλώνι/και δε φοβάμαι θάνατο αφού η ψυχή δε λιώνει».

Η ζωή όλη του Κούνδουρου σε 260 σελίδες. Ενα βιβλίο με μνήμες τόσο ζωντανές και απειθάρχητες όσο υπήρξε και ο ίδιος ο συγγραφέας τους μέχρι τέλους.

Νίκος Κούνδουρος

Μνήμη απειθάρχητη

Ημερολόγιο

Εκδ. Αγρα, 2016, σελ. 272

Τιμή: 15 ευρώ