Οι εκδόσεις Αγρα συνεχίζουν συστηματικά να εκδίδουν νέους τίτλους του Ζορζ Σιμενόν (1903-1989) σε μεταφράσεις της κλασικής πλέον «σιμενολόγου» Αργυρώς Μακάρωφ προκειμένου να ολοκληρώσουν σταδιακά ένα είδος βιβλιοθήκης του –έργο τιτάνιο, δεδομένου του τεράστιου όγκου του έργου του. Βιβλία όπως Το μπλε δωμάτιο, Το χιόνι ήταν βρόμικο, Σεληνιασμός, Ο άνθρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν, 45ο υπό σκιάν, Οι αρραβώνες του κυρίου Ιρ, Ο ανθρωπάκος από το Αρχαγγέλσκ, Στριπτήζ, Ο θάνατος της Μπελλ, Οι άγνωστοι μέσα στο σπίτι, αλλά και ορισμένα με ήρωα τον επιθεωρητή Μαιγκρέ (όχι όλα πάντως) έχουν τοποθετηθεί στα επιτεύγματα της πεζογραφίας του εικοστού αιώνα. Κανείς σήμερα δεν θα ισχυριζόταν ότι ο Σιμενόν είναι απλώς ένας συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας, προικισμένος έστω με ιδιαίτερες ικανότητες. Αντίθετα, με τα χρόνια, πολλοί –όπως λ.χ. ο Τζον Μπάνβιλ –απορούν πώς δεν θεωρήθηκε στις μέρες του τουλάχιστον ισότιμος ενός Καμί ή ενός Σαρτρ (σε ό,τι αφορά το λογοτεχνικό τους έργο). Μία από τις πιθανές απαντήσεις μπορεί να αναζητηθεί στις αποστάσεις που πήρε από τη γαλλική Αντίσταση στη διάρκεια του πολέμου. Η αλήθεια είναι ότι ο Σιμενόν ουδέποτε παρέστησε τον ήρωα, ούτε υποδύθηκε τον «προοδευτικό», πολιτικοποιημένο συγγραφέα. Δεν διεκδίκησε πιστοποιητικά κοινωνικής νομιμοφροσύνης, απορώντας μάλιστα –όντας γαλλόφωνος Βέλγος, γεννημένος στη Λιέγη –για την ευκολία με την οποία μια χώρα σαν τη Γαλλία παραδόθηκε εν μια νυκτί στους Ναζί. Το μεταπολεμικό λογοτεχνικό κατεστημένο πιθανότατα τον εκδικήθηκε με τον τρόπο του.

Μοναδική περίπτωση

Βέβαια όλα τούτα βρίσκονται στην αχλή των υποθέσεων εργασίας. Τώρα πια αναγνωρίζεται γενικώς ότι ο Σιμενόν αποτελεί μοναδική περίπτωση στα παγκόσμια γράμματα. Εγκατέλειψε νωρίς το σχολείο και άρχισε να δημοσιογραφεί σε τοπικά φύλλα από τα δεκάξι του, διεισδύοντας στον σκληρό αλλά συναρπαστικό υπόκοσμο της γενέτειρας πόλης του και αργότερα του Παρισιού. Ηδη από τα είκοσι χρόνια του άρχισε να συγγράφει πυρετωδώς λαϊκά ρομάντζα, ενώ το 1929, στα είκοσι έξι του, επινοεί το άλτερ έγκο του, τον επιθεωρητή Μαιγκρέ, χάρη στον οποίο κατακτά τη διασημότητα και άφθονο χρήμα. Γράφει πυρετωδώς ταξιδεύοντας στα κανάλια της Βόρειας Ευρώπης μέσα σε μια μαούνα που είχε μετασκευάσει για τις ανάγκες του και αργότερα με ιστιοφόρο στη Βόρεια Θάλασσα. Διασχίζει τη Δυτική Αφρική στέλνοντας ανταποκρίσεις σε εφημερίδες και αρχίζοντας να γράφει τα περίφημα «σκληρά» –όπως τα αποκαλεί ο ίδιος –μυθιστορήματά του, ενώ στη διάρκεια του πολέμου εγκαθίσταται στη Δυτική Γαλλία, στη Βανδέα, από όπου και επισκέπτεται μικρές πόλεις και χωριά –όπως το Ζιβέ που σκιαγραφείται εδώ –για τις ανάγκες των βιβλίων του. Από πολύ νωρίς θεωρήθηκε εκδοτικό φαινόμενο, κυρίως για την ευκολία με την οποία σκιαγραφεί φαινομενικά κοινότοπους, μοναχικούς ήρωες, συνήθως αντλημένους από τα λαϊκά στρώματα και από ετερόκλητους επαγγελματικούς χώρους, αλλά και για την άνεση με την οποία εγείρει ηθικά και υπαρξιακά ζητήματα. Μετά τον πόλεμο θα καταφύγει στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου και θα γράψει μερικά από τα καλύτερα βιβλία του. Επέστρεψε στη γενέτειρα πόλη και αργότερα εγκαταστάθηκε στην Ελβετία, όπου και άφησε την τελευταία του πνοή στη Λωζάννη, ενώ πίσω του περισσότερα από διακόσια βιβλία και δεκάδες ταινίες βασισμένες σ’ αυτά.

Η συμπόνια

Εδώ έχουμε έναν από τους καλύτερους Μαιγκρέ, δηλαδή ένα βιβλίο που εκφεύγει κατά πολύ της αστυνομικής πλοκής, αν και χρησιμοποιεί συστηματικά τις συμβάσεις της. Ο Μαιγκρέ θα κληθεί στην κωμόπολη Ζιβέ, πάνω στα γαλλοβελγικά σύνορα, στον ποταμό Meuze (ελληνιστί Μεύσης), για να ερευνήσει την εξαφάνιση μιας νεαρής κοπέλας της εργατικής τάξης. Η περιοχή κατοικείται τόσο από Βαλόνους όσο και από Φλαμανδούς και ο συγγραφέας στήνει ευκρινώς ένα τοπίο εκατέρωθεν καχυποψίας και ταξικής τρόπον τινά διαίρεσης. Μάλιστα, οι υποψίες στρέφονται εξαρχής προς τη μεριά μιας φλαμανδόφωνης οικογένειας μικρεμπόρων. Συμβαίνει η εξαφανισμένη να έχει αποκτήσει εξώγαμο παιδί με τον μορφωμένο φοιτητή, γόνο της οικογένειας, η αδελφή του οποίου μάλιστα έχει καλέσει τον Μαιγκρέ προκειμένου να ξεπλύνει τις υποψίες που τους βαραίνουν. Επιπλέον υπάρχει διάχυτος φθόνος για τη σχετική ευμάρεια και την καλοοργανωμένη ζωή της οικογένειας. Ολα τα μέρη επείγονται να κλείσει η υπόθεση προς όφελός τους. Ο επιθεωρητής δεν βιάζεται διόλου, το αντίθετο μάλιστα, δείχνει να απολαμβάνει την ενσωμάτωσή του στο νέο γι’ αυτόν κοινωνικό περιβάλλον. Το ημιαστικό τοπίο τον γοητεύει με την γκριζάδα, τις ομίχλες, τις κατακλυσμιαίες βροχοπτώσεις, τις πολιτισμικές του αντιθέσεις, το ποτάμι που απειλεί να πλημμυρίσει, τις μαούνες με τους πότες ναυτικούς τους, τα μελαγχολικά φώτα και τα μπαρ όπου θα απολαμβάνει τη ζενιέβρ του (το περίφημο φλαμανδικό τζιν). Απολαμβάνει μουσικές βραδιές με τους φλαμανδούς οικοδεσπότες καπνίζοντας την πίπα του. Μπαίνει στο πετσί του ρόλου του, δηλαδή των ίδιων των υπόπτων, ανάμεσα στους οποίους και η παιδιόθεν αρραβωνιαστικιά του φοιτητή που περιμένει στη γωνία την αποκατάσταση του καλού της για να τον παντρευτεί. Εν τέλει το πτώμα της εξαφανισμένης βρίσκεται παρασυρμένο από το πλημμυρισμένο ποτάμι πολλά χιλιόμετρα παρακάτω, προς τη μεριά της Ολλανδίας, και σταδιακά τα πράγματα μπαίνουν στη θέση τους. Η συμπάθεια του Μαιγκρέ προς τους Φλαμανδούς και τις ζωές που δεν έζησε, αλλά που διακαώς νοσταλγεί, θα συγκρουστεί με την ίδια τη δουλειά και τις ηθικές του αρχές. Θα επικρατήσει η συμπόνια για το πολύπαθο ανθρώπινο είδος και ο Μαιγκρέ θα αποδώσει τη δική του ιδιότυπη δικαιοσύνη.

Ανθρώπινη πανίδα

Ενότητα ύφους και συγγραφικών στόχων

Ο Ζορζ Σιμενόν δεν φείδεται κι εδώ δυσκολιών προκειμένου να αναδείξει τις απόκρυφες πτυχές της προσωπικότητας των ηρώων του, ενώ συχνότατα αναμετριέται με ακραίες ψυχολογικές καταστάσεις. Η ενότητα ύφους και συγγραφικών στόχων είναι εκπληκτική. Είτε γράφει για ευρεία κατανάλωση είτε φιλοτεχνεί τα «σκληρά» μυθιστορήματά του,έχει κανείς την αίσθηση ότι παρίσταται στην απεικόνιση της απέραντης ανθρώπινης πανίδας και των μεγάλων διλημμάτων της. Διεισδύει με μοναδική άνεση στον ψυχισμό των ηρώων του, καταγράφει λεπτομερώς τις συνήθειές τους, σκιαγραφεί με τρεις γραμμές τον φυσικό και κοινωνικό τους περίγυρο, συνδέει τη δράση τους με το τοπίο που τους επικαθορίζει και αναδεικνύει την ατμόσφαιρα του τόπου με δυο τρεις παρατηρήσεις που αποκαλύπτουν τη μοναδικότητά του, σαν να πρόκειται για έναν επιπρόσθετο αφηγηματικό ήρωα. Χρησιμοποιεί κι εδώ όπως πάντα –εκτός αν κάτι μου διαφεύγει –το τρίτο αφηγηματικό πρόσωπο, όχι για λόγους αντικειμενικής παντογνωσίας, αλλά για να ταυτίσει τον αφηγητή με το υποκείμενο της δράσης, ενώ παίζει διαρκώς με τον χρόνο, φωτίζοντας πτυχές της ανθρώπινης κατάστασης που παρέμεναν ώς τότε στη σκιά. Εχεις εν τέλει την αίσθηση ότι γίνεσαι μάρτυρας του «συνεχούς» της ανθρώπινης τραγωδίας –με άλλα λόγια, της αναζήτησης της ευτυχίας εν μέσω του αγριεμένου πλήθους.

Georges Simenon

Ο Μαιγκρέ στους Φλαμανδούς

Mτφ. Αργυρώ Μακάρωφ,

εκδ. Αγρα, 2016,

σελ. 208

Τιμή: 12 ευρώ