Ο Νικόλας Σεβαστάκης είναι ένας διανοούμενος προερχόμενος από την Αριστερά, ο οποίος συστηματικά άσκησε τα τελευταία χρόνια και συνεχίζει να ασκεί, με διαφορές στον τόνο, αυστηρή κριτική στη σημερινή «εκδοχή» αριστερής εκπροσώπησης και διακυβέρνησης.

Είναι από τις όχι και τόσο συχνές, μάλιστα, περιπτώσεις διανοουμένων που μπορούν να ελέγχουν με επάρκεια όχι μόνο το βασικό τους επιστημονικό αντικείμενο –στη συγκεκριμένη περίπτωση την πολιτική θεωρία -, αλλά και άλλα γειτνιάζοντα ή και λιγότερο γειτνιάζοντα αντικείμενα, όπως αυτό της λογοτεχνίας. Τόσο ως συστηματικός αναγνώστης όσο και –τα τελευταία χρόνια –ως πεζογράφος και ο ίδιος.

Στο καινούργιο του βιβλίο, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδ. Πόλις και έχει τον τίτλο «Φαντάσματα του καιρού μας» με υπότιτλο «Αριστερά, κριτική, φιλελεύθερη δημοκρατία», ο παραγωγικότατος καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας του Αριστοτελείου παραδίδει στον αναγνώστη οκτώ πολιτικά του δοκίμια, όλα (πλην ενός) αδημοσίευτα, δεκαπεντασέλιδα περίπου το καθένα, στα οποία γίνεται λόγος, όπως χαρακτηριστικά γράφει το οπισθόφυλλο του βιβλίου, «για την Αριστερά, τα αδιέξοδα του αντιμνημονιακού ριζοσπαστισμού και τις παθογένειες της πολιτικής στη σημερινή Ελλάδα».

Το βιβλίο προσφέρει προφανώς πολλές αφορμές για διάλογο και πλούσια τροφή για σκέψη. Αυτό γίνεται φανερό ήδη από τις πρώτες σελίδες, όπου αναλύεται ο όρος «δημοκρατισμός» «ως πολεμική έκκληση στο όνομα της δημοκρατίας και των καθαρών αρχών της, πολεμική η οποία συναρμολογείται πρωτίστως με ηθικούς όρους». Η πολιτική αλλαγή του 2015, σύμφωνα με τον συγγραφέα, δεν έγινε έπειτα από κάποια αντιπαράθεση ιδεών – αξιών, μέσω μιας σύγκρουσης μεταξύ «σχεδίων κοινωνίας», αλλά στο πλαίσιο μιας θεσμικής απαξίωσης όπου όλοι επικαλούνται τη δημοκρατία και διεκδικούν εκφράσεις της (εξού και ο «δημοκρατισμός»), όμως κάποιος έγινε περισσότερο πιστευτός καταφέρνοντας να καρπωθεί αυτό ακριβώς το κλίμα δυσπιστίας.

Λέει μάλιστα ότι χρήσιμο είναι «να συνειδητοποιήσουμε την αρχική απώθηση, την άρνηση δηλαδή της ελληνικής (άτυπης) χρεοκοπίας» από τους σημερινούς κυβερνώντες. Και εξηγεί πώς ακριβώς το εννοεί: «Η στρεψοδικία –το να μη θέλεις, δηλαδή, να δεις το συμβάν της σχεδόν χρεοκοπίας σε όλες τις υλικές και θεσμικές του συνέπειες –θα φέρει στην επιφάνεια όχι μόνο τις καθηλώσεις μιας ορισμένης ελληνικής Αριστεράς, αλλά και ένα πολύ βαθύτερο πρόβλημα: το ότι η κουλτούρα του (νεο)αριστερού ριζοσπαστισμού συνιστά κυρίως μια θεωρητική / μεταφυσική παράδοση πολιτικής. Οι ρίζες της ανάγονται στον φόβο για τη νεότερη αστική κοινωνία ως κοινωνία ατόμων και συγχρόνως ως μαζική κοινωνία(…). Στον εικοστό αιώνα, η ίδια αδαής και αγοραφοβική σχέση με τα ζητήματα οικονομίας και διαχείρισης θα επιβεβαιωθεί στα λαϊκιστικά κινήματα και στις περισσότερες λυρικές αιρέσεις της νέας Αριστεράς και της σκέψης του ’68».

Σε άλλο κεφάλαιο ασκείται κριτική στο πολυφορεμένο αίτημα για «επιστροφή της πολιτικής» που «επιχειρείται να συνδεθεί σχεδόν αποκλειστικά με τον νεοφιλελευθερισμό και την κριτική του», σε άλλο πάλι δοκίμιο γίνεται λόγος για την υποκατάσταση της πολιτικής κριτικής με αφορισμούς, με βασικό άξονα τη συζήτηση περί διαφθοράς, όπου «ο ηθικός αφορισμός μεταβάλλεται σε μοναδική ουσία της πολιτικής κριτικής». Αλλού εξετάζεται το ζήτημα του ολοκληρωτισμού: ο συγγραφέας αναρωτιέται αν πρέπει πράγματι «να τελειώνουμε με τον ολοκληρωτισμό», όπως ζητούν αρκετοί ξένοι αριστερόστροφοι διανοούμενοι, οι οποίοι θεωρούν πως το ζήτημα της σύνδεσης των διάφορων ολοκληρωτισμών, ως μέσο υπεράσπισης του φιλελευθερισμού απέναντι στον κομμουνισμό, τελείωσε με το πέρας του Ψυχρού Πολέμου. Ο ίδιος τάσσεται υπέρ μιας κάποιας διατήρησης της σχετικής μνήμης.

Αν έχει κάποιος να παρατηρήσει κάτι σχετικά –παρόλο που στο πλαίσιο αυτού του σημειώματος δεν είναι δυνατόν να αναπτυχθεί συνολικά η σκέψη του συγγραφέα –είναι ότι συχνά, σε αυτού του είδους τον δημόσιο διάλογο, νιώθει κανείς να πραγματοποιούνται λογικά άλματα και πολλοί μετέχοντες σε αυτόν σε ένα βαθμό να προτρέχουν. Για το συγκεκριμένο βιβλίο δεν τίθεται ζήτημα, με την έννοια ότι το θέμα του είναι συγκεκριμένο και ορίζεται εξαρχής. Ωστόσο δεν μπορεί κανείς να μην επισημάνει το ετεροβαρές του δημόσιου διαλόγου. Οι λεγόμενες «αυταπάτες» της αριστερής διακυβέρνησης, ως προς τον επηρεασμό των ευρωπαϊκών πραγμάτων με βάση το δίκαιο των αιτημάτων, όντως δεν αντέχουν στην κριτική. Το γεγονός όμως αυτό, όπως και το γεγονός ότι εύλογα τα φώτα στρέφονται σε μια εξουσία που για πρώτη φορά την αναλαμβάνει η ριζοσπαστική Αριστερά, δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να προηγηθεί (λογικά) η κριτική της προηγούμενης διακυβέρνησης. Αν πρέπει, πράγματι, να συζητηθούν «τα όρια που πρέπει να έχει η πολεμική κατά των αποτυχιών της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας» (σελ. 79), αυτό δεν σημαίνει ότι ανάμεσα στις κατεδαφιστικές κραυγές μιας μερίδας των Αγανακτισμένων των πλατειών και την παντελή έλλειψη κριτικής δεν μπορεί να υπάρχουν ενδιάμεσες διαβαθμίσεις.

Αλλωστε, με τον ίδιο τρόπο που μια μερίδα των πλατειών απέδιδε όλες τις ευθύνες στους ξένους, με τον ίδιο ακριβώς φανατισμό μια άλλη μερίδα του αντίπαλου στρατοπέδου απέδιδε την αποκλειστική ευθύνη στη μεταπολιτευτική αριστερή ρητορική και τον συνδικαλισμό, φορτώνοντάς του τις αμαρτίες σαράντα χρόνων των πραγματικών κυβερνώντων. Πολλοί εκατέρωθεν είναι που προτιμούν να φορτώνουν τις ευθύνες αλλού και αυτό συνεχίζεται μέχρι σήμερα, αν δούμε φέρ’ ειπείν τις ανακοινώσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης περί διαπλοκής.

Η μόλις χθεσινή αποκάλυψη στη Γαλλία ότι η σύζυγος του Φρανσουά Φιγιόν είχε λάβει από τη γαλλική Βουλή συνολικές αμοιβές μισού εκατομμυρίου ευρώ ως βουλευτική συνεργάτρια του συζύγου της χωρίς να έχει δουλέψει στην πραγματικότητα ποτέ εκεί, αλλά και εκατό χιλιάδες ευρώ από εκδοτικό οίκο ως αναγνώστρια για δύο (!) αναγνώσεις βιβλίων, δείχνει ακριβώς το μέγεθος του προβλήματος. Που δεν μπορεί να περιοριστεί, κατά τη γνώμη μας, στα όρια μιας απλής ηθικοποίησης του πολιτικού διαλόγου. Αυτά γίνονται κατά κόρον στη σύγχρονη αντιπροσωπευτική δημοκρατία και αποκαλύπτονται μόνο όταν το πολιτικό πρόσωπο βρεθεί στην αιχμή της επικαιρότητας και των πιο υψηλών διακυβευμάτων, οπότε αυξάνονται οι εσωτερικοί πολιτικοί ανταγωνισμοί. Αν ο Φιγιόν δεν είχε εκλεγεί υποψήφιος πρόεδρος του συντηρητικού κόμματος, πιθανόν αυτά δεν θα τα μαθαίναμε ποτέ. Αντιστοίχως εδώ, αν ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν είχε αυτή την ιδιότητα, μπορεί κανείς να μην ασχολιόταν με τα δάνεια του «Κήρυκα».

Το ζήτημα δεν είναι, βέβαια, το κυνήγι μαγισσών. Η ίδια όμως η εμπεδωμένη εξουσία στις περισσότερες αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες πρέπει να δείξει ότι θέλει να κάνει -ανελέητη –αυτοκριτική και ότι θέλει επίσης να δείξει διάθεση αναθεώρησης πολλών παγιωμένων συνηθειών της πριν ρίξει το ανάθεμα σε άλλους, όπως κατά κόρον κάνει. Πρέπει να αναδειχθούν οι τρύπες της σημερινής εκδοχής φιλελεύθερης δημοκρατίας και να συζητηθούν ανοιχτά και επίμονα. Μόνο έτσι θα μπορεί κανείς να οδηγηθεί στο ποθούμενο, που είναι η αμοιβαία άμβλυνση των παθών. Οπως λέει και στην κατακλείδα του ο Νικόλας Σεβαστάκης: «Ανάμεσα στην κοντόθωρη, αυτοπροστατευτική σιωπή και τους φανατισμούς, υπάρχει χώρος για μια νέα κριτική σκέψη». Ας το ελπίσουμε και εμείς μαζί του.

Νικόλας Σεβαστάκης

Φαντάσματα

του καιρού μας

Εκδ. Πόλις 2016, σελ. 138

Τιμή: 12 ευρώ