Δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά για κάποιον που γράφει συστηματικά λογοτεχνική κριτική από το να είναι σε θέση να παρουσιάσει στο κοινό του ένα καινούργιο όνομα, ένα ξεχωριστό βιβλίο, μια δημιουργία-έκπληξη από έναν γνωστό ή λιγότερο γνωστό συγγραφέα που ξανοίχτηκε γενναία σε κάτι διαφορετικό και πιο φιλόδοξο. Δεν γίνεται όμως να κρύψω ότι τη χαρά αυτή τη δοκιμάζω ολοένα σπανιότερα τα τελευταία χρόνια. Η ελληνική πεζογραφία φαίνεται να έχει ακολουθήσει τη χώρα σε μια παρατεταμένη φάση ύφεσης, αμηχανίας, μουδιάσματος ή, για να το πω απερίφραστα, έκπτωσης.

Η εντύπωση αυτή δεν είναι μόνο δική μου, αν και γενικά θεωρείται συνετό να παραμένει στη σφαίρα των ιδιωτικών συζητήσεων, ίσως για λόγους επαγγελματικής/συντεχνιακής αυτοπροστασίας. Το φαινόμενο χρήζει όμως εξήγησης, γιατί δεν είναι καθόλου αυτονόητο. Συνήθως οι μεγάλες κρίσεις, οι ανατροπές, τα ιστορικά ρήγματα διεγείρουν την καλλιτεχνική δημιουργικότητα, φέρνουν ανήσυχες καινοτομίες, έργα γεμάτα ένταση και πρωτόγνωρη ματιά στον κόσμο. Ας θυμηθούμε τι έκρηξη σημειώθηκε στις τέχνες αμέσως μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ή, στα δικά μας, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ωστόσο η νέα καταστροφή που βιώνει η χώρα (γιατί για καταστροφή πρόκειται, έστω με λιγότερο επεισοδιακό τρόπο), αντί να ταρακουνήσει τους συγγραφείς μας λες και τους αφήνει, επτά χρόνια τώρα, σε μια business as usual κατάσταση. Ακόμη και σε ό,τι αφορά την ενασχόλησή τους με την κρίση, που μου φαίνεται συχνά πως την αισθάνονται μάλλον σαν εξωτερική, επαγγελματική υποχρέωση παρά σαν εσώτερη ανάγκη. Εχει ήδη επικρατήσει ένας νωθρός, συμβατικός, τυποποιημένος λόγος για το θέμα, γεμάτος κλισέ, απλουστεύσεις και μηνύματα επιπέδου Βουλής των Εφήβων.

Δεν θα επιχειρήσω εδώ ερμηνεία. Θέλω να μνημονεύσω, τιμητικά και σαν ένα είδος ανακεφαλαίωσης, τα λιγοστά ελληνικά λογοτεχνικά βιβλία του 2016 που ξεχώρισα για την πρωτοτυπία ή τουλάχιστον την ιδιοτυπία τους, για την τόλμη των συγγραφέων τους να ξεφύγουν από τους κοινούς τόπους και τις κουραστικές, στείρες εμμονές της ελληνικής πεζογραφίας, έστω και αν το αποτέλεσμα της προσπάθειάς τους δεν ήταν πάντοτε ιδανικό (πόσο συχνά μπορεί να είναι;). Το κάνω τώρα, κυριολεκτικά «κατόπιν εορτής», αφενός επειδή τα βιβλία αυτά δεν προσφέρονται, δόξα τω Θεώ, για εορταστικά δώρα, αφετέρου επειδή είναι γνωστό ότι οι προτροπές επώνυμων γραφίδων ενόψει εορτών για αγορά συγκεκριμένων βιβλίων συνήθως δεν είναι τόσο αθώες.

Ξεχώρισα, λοιπόν, το «Υπουργός Νύχτας» του Γιώργου Σκαμπαρδώνη, για τη φρέσκια και διεισδυτική ματιά του σε μια ελληνική πραγματικότητα που τη συλλαμβάνει ως τόπο με ρευστά όρια ανάμεσα στην παρανομία και τους επίσημους θεσμούς, ανάμεσα στο σοβαρό και το ευτράπελο, ανάμεσα στον κυνισμό και τη μεγαλοψυχία. Το «Εξω χιονίζει» του Σάκη Σερέφα, οργιώδη επίθεση γελωτοποιού εναντίον της παραχάραξης του βιώματος από αποστεωμένες γλωσσικές και αφηγηματικές συμβάσεις, παράλληλα όμως σπαρακτικό θρήνο για τον απλό άνθρωπο στη δίνη και ταυτόχρονα στο περιθώριο των μεγάλων ιστορικών γεγονότων. Το «Αυθάδεια λαγνεύουσα» του Κώστα Βούλγαρη, όπου η ερωτική και η γλωσσική λαγνεία σφιχταγκαλιάζονται σε έναν χορό που διασχίζει στην παραζάλη του όλα τα στρώματα της ελληνικής ρητορικής παράδοσης, με μια μελαγχολική, πικρή υπόκρουση στο βάθος.

Ξεχώρισα τους «Επόπτες» του Μιχάλη Μιχαηλίδη, που είχε το θράσος να μη περιλάβει ούτε έναν Ελληνα ανάμεσα στους χαρακτήρες του, πράγμα όμως λογικό, αφού οι επιδράσεις του συμπλέγματος σύγχρονη τεχνολογία-πολυεθνικές κατασκευαστικές εταιρείες-πολιτική στο περιβάλλον, τη ζωή, τις νοοτροπίες, τις σχέσεις ανθρώπων και λαών δεν ανήκει στα θέματα που απασχολούν τον δημόσιο βίο μας. Ξεχώρισα την «Εκουατόρια» του Μιχάλη Μοδινού, μυθιστορηματική απόδοση της αληθινής ιστορίας μιας βραχύβιας ουτοπίας στην καρδιά της Αφρικής, με συναρπαστικές περιπέτειες και ακραίες πολιτισμικές συναντήσεις στη σκιά μιας ανελέητης ιστορικής εξέλιξης που μαγαρίζει και ακυρώνει τα ρομαντικά όνειρα. Τα δύο τελευταία αυτά έργα βασίζονται έντονα στο πραγματολογικό στοιχείο και συνδέονται έτσι με ένα καινούργιο, αξιοπρόσεκτο ρεύμα στο σύγχρονο μυθιστόρημα.

Υπάρχουν ακόμη δυο-τρία βιβλία που δεν έχω προλάβει να διαβάσω και ίσως αξίζει να προστεθούν σε αυτή την εκλογή. Και παραπέρα; Οχι ακριβώς έρημος, αλλά μονότονο και χιλιοϊδωμένο τοπίο. Με κάμποσα «καλά» βιβλία εδώ κι εκεί. Το βάζω σε εισαγωγικά επειδή, όπως έχω ξαναπεί, τα καλά βιβλία έχουν τις αρετές των καλών παιδιών. Βρίσκω πιο ενδιαφέροντα τα άτακτα.