Μια εντελώς πρωτότυπη ανθολογία έρχεται να μας εκπλήξει πριν από τις γιορτές: πρόκειται, με δυο λόγια, για χρονογραφήματα που αφορούν τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά και καλύπτουν μια περίοδο 107 χρόνων. Σε έναν κομψό και ευανάγνωστο τόμο μόλις 237 σελίδων από τον Βολιώτη Θανάση Νιάρχο («άνθρωπο των γραμμάτων» – homme des lettres, όπως τον χαρακτήρισε ο Ευάγγελος Βενιζέλος στην παρουσίαση του βιβλίου, συνδέοντας την καταγωγή του ανθολόγου με την επωνυμία του εκδότη Ιωλκός) ανθολογούνται 46 συγγραφείς – δημοσιογράφοι με ένα του χρονογράφημα ο καθένας, αρχή κάνοντας από τον Γρηγόρη Ξενόπουλο, «Τα Χριστούγεννα της πατρίδος μου» (εφημ. «Εμπρός», 25-12-1897), και με το στερνό του Παντελή Μπουκάλα «Οι νεόπτωχοι του χρόνου στην εορταστική ουτοπία» (εφημ. «Καθημερινή», 4-1-2004).

Γράφει στον πρώτο πρόλογο της ανθολογίας ο Κώστας Γεωργουσόπουλος: «Ετσι τα ορθόδοξα Χριστούγεννα όπως μνημειώνονται στην παρούσα συλλογή είναι περιπέτεια μέσα στον χρόνο της ψυχής, σωμάτων, γεύσεων, ονείρων, μοναξιάς, ελπίδας, ερημιάς και αδελφοσύνης, ενοχών και ατομικών θριάμβων, αμαρτίας και μετάνοιας».

Ενώ στον δεύτερο πρόλογο του Νίκου Δήμου που ακολουθεί ο γνωστός συγγραφέας συμπληρώνει: «Για εκατό και πλέον χρόνια το χρονογράφημα υπήρξε ο σύντροφος και συνομιλητής του καλλιεργημένου Ελληνα. Ηταν ο καθημερινός λυρικός και φιλοσοφικός λόγος –ανάλαφρος αλλά όχι ελαφρός, ευανάγνωστος αλλά όχι επιπόλαιος. […] Ο καλός χρονογράφος (λέγανε οι παλαιοί) «είχε πένα». […] Σήμερα δεν έχουμε πια χρονογραφήματα στην εφημερίδα –ούτε επετειακά ούτε καθημερινά. Κάποια στιγμή πολιτοκοποιήθηκαν και κατέληξαν να γίνουν πολιτικά άρθρα. […] Αυτό κάνει ακόμα πιο πολύτιμα τα κείμενα που θησαυρίζονται σ’ αυτόν τον τόμο. Είναι τεκμήρια εποχών όπου και οι συγγραφείς και οι αναγνώστες ήταν πιο άμεσα ανθρώπινοι».

Τα σπαρταριστά σε ζωντάνια χρονογραφήματα του τόμου, σαν άθελά τους, εκφράζουν δύο εποχές. Την πρώτη μέχρι το 1938 και τη δεύτερη που ξεκινά το 1945.

Στην πρώτη εποχή οι συγγραφείς – δημοσιογράφοι περιγράφουν συγκεκριμένα περιστατικά. Είναι δηλαδή πεζογράφοι ηθών και εθίμων. Στη δεύτερη, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όσοι δεν ανατρέχουν για παρηγοριά στ’ ανέφελα παιδικά τους χρόνια, έχουν εγκαταλείψει τα ηθογραφικά στιγμιότυπα και στρέφονται προς μια πιο θεωρητική, θα έλεγα, γραφή. Η διαφορά είναι όπως η αντίστοιχη «γεωγραφική» του ψυχρού Βορρά και του θερμού Νότου. «Νότος» η πρώτη εποχή (λαχτάρα, ζεστασιά, χιούμορ, μυρωδιές από γλυκίσματα κ.τ.λ.). «Βορράς» η δεύτερη: στοχασμός, αναστοχασμός, ανάλυση της φάτνης των αλόγων, του συμβολισμού και των μάγων, κοντολογίς λόγος πιο εγκεφαλικός (οι λίγες εξαιρέσεις μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού: Κική Δημουλά, Νίκος Δήμου, Αννυ Θ. Κολτσιδοπούλου). Ωσπου, στην τρίτη αυτή χιλιετία που μπήκαμε «κρησαρισμένοι», να εξαφανιστεί παντελώς το «λογοτεχνικό» είδος του χριστουγεννιάτικου χρονογραφήματος: μέσα στη θολούρα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, όπως τα λέν’, γιατί και το «α-κοινωνική» ισχύει.

Πραγματικός άθλος για τον ανθολόγο η επιλογή, ανάμεσα στα εκατοντάδες επετειακά χρονογραφήματα, των 48 διαμαντιών του βιβλίου. Τι κούραση, τι ψάξιμο, τι διλήμματα θα πρέπει να αντιμετώπισε στη διάρκεια της έρευνάς του. Ωστόσο το αποτέλεσμα μετρά και η ρίζα του βρίσκεται εκτός πρωτευούσης, όπως αρχίζει το χρονογράφημα στη «Νέα Εστία» του Δημήτρη Καμπούρογλου (εν έτει, παρακαλώ, 1-11-1930!):

«Κάθε γιορτή θέλει και τη θέση της. Τα Χριστούγεννα λοιπόν θέλουν επαρχία, θέλουν νησί, θέλουν χωριό, θέλουν καλύβα. Ο,τι θέλετε επιτέλους θέλουν, αλλά όχι την πρωτεύουσα. Χαρά σ’ αυτόν που έχει ιδιαίτερη πατρίδα να τον περιμένει με τη φωλίτσα του γονικού του. Η γιορτή αυτή στην Αθήνα είναι τώρα για τους ανθρώπους των τύπων, τους κρύους και για τους αγύρτες των φράκων, τους υποκλινόμενους. Κι είχε δίκιο ο ανατολίτης εκείνος θυμόσοφος που, αντί να πάει ο ίδιος σε μιαν επίσημη παρουσίαση, έστειλε μέσα σ’ έναν μεγάλο δίσκο τη γούνα του. […] Και θυμάμαι τα ωραία περασμένα της μικρής μου ηλικίας. Θυμάμαι πως έπαιρνα τα σκαλάκια του Ριζόκαστρου και πήγαινα το μεσημέρι τα Χριστούγεννα στο γραφικό σπίτι της θείας μου της Μικέλαινας Καλεφουρνούς. Μόλις έμπαινα απ’ την εξώπορτα, με υποδεχόταν το καλό τους σκυλί –Μπέλα το έλεγαν –κουνώντας την ουρά του. Ανέβαινα τότε τα μαρμάρινα σκαλιά κι έμπαινα στο χαγιάτι, όπου βρισκόμουν μέσα στη μοσχοβολιά του χριστόψωμου».

Το «Καλήν εσπέραν, άρχοντες» έχει ακριβώς την ίδια αυτή μοσχοβολιά.

Καλήν εσπέραν, άρχοντες

Ανθολόγηση – επιμέλεια: Θανάσης Θ. Νιάρχος

Πρόλογος: Κώστας Γεωργουσόπουλος, Νίκος Δήμου

Εκδ. Ιωλκός, 2016,

σελ. 248

Τιμή: 12 ευρώ