Μια θεάρεστη πράξη –αν η ποίηση εξακολουθεί να έχει Θεό –θα χαρακτήριζε κανείς τη συγκέντρωση σε έναν τόμο των κριτικών δοκιμίων που έχει γράψει ο πολύ σημαντικός ποιητής και μελετητής Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, τόμο που φέρει τον καθόλου διφορούμενο αλλά απλά αμφίσημο τίτλο «Ποιητικοί Διάλογοι – Μονόλογοι». Τόσο περισσότερο θεάρεστη η πράξη αυτή, καθώς οι 44 ποιητές που κρίνονται στις 250 σελίδες του βιβλίου δεν είναι συχνά ευρέως ή ακόμη και σε περιορισμένο χώρο γνωστοί. Γεγονός άκρως συγκινητικό όσον αφορά τον Κώστα Παπαγεωργίου, αν σκεφτεί κανείς το ρίσκο που φαίνεται να αναλαμβάνει με το να τοποθετεί τους ποιητές αυτούς, έστω και με πολλή επιφύλαξη, στην ιστορία του ποιητικού μας γίγνεσθαι και, τελικά, του ποιητικού μας πολιτισμού.

Ρίσκο που γίνεται ακόμη πιο τιμητικό για τον Παπαγεωργίου καθώς τα 54 βιβλία των 44 ποιητών κρίνονται με όρους και σε ένα επίπεδο, όπως ακριβώς θα γινόταν με αναγνωρισμένους ποιητές και με βιβλία που η μνεία και μόνο των τίτλων τους θα επανέφερε μια εποχή διακριτή και διακεκριμένη. Εννοούμε ότι ο Παπαγεωργίου δεν κάνει κανένα απολύτως σκόντο στους εκφραστικούς του τρόπους και στον κριτικό του εξοπλισμό και με όσο δυναμισμό πιστεύει πως χρειάζονται ο Γιώργος Σεφέρης και ο Τάσος Λειβαδίτης, τον ίδιο ακριβώς επιστρατεύει όταν γράφει για παράδειγμα για τα ποιητικά βιβλία της Κατερίνας Αυγέρη ή της Μαργαρίτας Ράντεβα που έχουν αντίστοιχα τους τίτλους «Σε τρίτο πρόσωπο» και «Συννέφιασε το άσπρο μου».

Εξαερωμένη αυστηρότητα

Γράφει, λοιπόν, ανάμεσα σε άλλα, για το βιβλίο της Αυγέρη: «Ο λόγος της ακούγεται άλλοτε άμεσα αφηγηματικός, αδιαμεσολάβητος, άλλοτε σαν σαρκαστικός κλαυσίγελος, άλλοτε ειρωνικός, υποσκαπτικός, αδιάφορος, ψυχρά σχολιαστικός, όπως και όσο χρειάζεται προκειμένου να κρύψει τις συσπάσεις που η λύπη ή η απόγνωση δημιουργεί στο πρόσωπό της, σαν ευαίσθητος δέκτης που είναι των αναθυμιάσεων ενός τερατωδώς αλλοιωμένου περιβάλλοντος».

Αν θέλαμε να αναγνωρίσουμε έναν προγενέστερο του Κώστα Παπαγεωργίου κριτικό και μελετητή που συνδύαζε, όπως ακριβώς ο δημιουργός του «Ραμμένου στόματος», μια αυστηρότητα εξαερωμένη όμως από λυρική υψιπέτεια και μια επιείκεια που δεν χαριζόταν, παραμένοντας ταυτόχρονα αφάνταστα τρυφερός όσον αφορά την ίδια την ποίηση και τους ανθρώπους, θα ήταν η φωνή του Ανδρέα Καραντώνη. Μια φωνή που μπορούσε να συνδυάζει την καίρια και ενδελεχή διείσδυση στο ποιητικό σύμπαν του Γιώργου Σεφέρη όσο και στον προοδευτικό μικρόκοσμο του Γιώργου Παπαλεονάρδου.

Βέβαια ο Κώστας Παπαγεωργίου μοιάζει να έχει θητεύσει σε πολύ περισσότερες «σχολές» και η δομή της κριτικής του σκέψης αλλά και η δοκιμιακή συγκρότηση του στοχασμού του να έλκουν την καταγωγή τους, περισσότερο από ό,τι σε σχέση με τον Ανδρέα Καραντώνη, από τον επίσης ποιητή και κριτικό Κλέωνα Παράσχο και από τον δοκιμιογράφο και πολύ λιγότερο ποιητή Ζήσιμο Λορεντζάτο. Οσο κι αν ο τελευταίος δεν θα καταδεχόταν να αντιληφθεί καν την ονομαστική έστω παρουσία των νέων ποιητών που με τόση γενναιόδωρη εμβρίθεια ανατέμνονται στους «Ποιητικούς Διαλόγους – Μονολόγους».

Το δημιουργούμενο αποτέλεσμα

Βέβαια, το συγκεκριμένο βιβλίο μπορεί να το λογαριάσει κανείς και ως ένα στοίχημα του Παπαγεωργίου με τον χρόνο, υπό την έννοια ότι είτε επαληθευτεί είτε διαψευστεί, όσον αφορά την αξία των ποιητών που προτείνει με τα πυκνά και καλογραμμένα κείμενά του, δεν παύει ως ένας πολύ ουσιώδης παίκτης να έχει προκαλέσει μιαν ετυμηγορία πολύ πριν ωριμάσουν οι συνθήκες της αναγόρευσής της σε κάτι οριστικό και τελεσίδικο.

Επαινος ή μομφή η παρατήρηση αυτή, με οποιονδήποτε τρόπο κι αν τη χρωματίσει κανείς, ενισχύει την υποψία ότι τα κριτικά κείμενα του Κώστα Παπαγεωργίου έχουν συντεθεί με τρόπο ώστε αν οι κρινόμενοι ποιητές δεν ανταποκριθούν στις προσδοκίες που προκάλεσαν με τα βιβλία τους και «χαθούν» στο πέρασμα του χρόνου, τα ίδια τα κριτικά κείμενα να μην υφίστανται την ελαχιστότερη ζημιά. Αντίθετα, να διαβάζονται με αυξανόμενο ενδιαφέρον καθώς μια «θνησιγενής» αιτία υπήρξε αφορμή για να προκύψουν κείμενα που αντέχουν στον χρόνο και επιπλέον δεν χρειάζονται μία συγκεκριμένη αναφορά για να υπάρξουν. Ή μάλλον να μετατρέπουν μια αχρείαστη αναφορά σε ένα στοιχείο συναισθηματικής φόρτισής τους καθώς ένα όνομα και ένα έργο που προορίζονταν να λάμψουν και φυλλορρόησαν μέσα στα χρόνια, προκαλούν πάντα βαθιά συγκίνηση και λύπη.

Αν και, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, δεν έχει καμιά σημασία ποιοι από τους 44 αυτούς ποιητές θα συνεχίσουν να γράφουν ή θα σταματήσουν, θα κριθούν ως σημαντικοί ή ελάσσονες, θα μεταφραστούν ή όχι. Στην ποίηση αυτό που μετρά είναι το δημιουργούμενο αποτέλεσμα, έτσι ώστε ο πραγματικός προορισμός του αληθινού ποιητή να είναι η σκιά, η σιωπή, η εξαφάνιση.

Κώστας Γ. Παπαγεωργίου

Ποιητικοί Διάλογοι

Μονόλογοι

Εκδ. Γκοβόστη 2015, Σελ. 256

Τιμή: 10 ευρώ