Μια παράξενη μέρα το σύννεφο της μοναξιάς τύλιξε την ποιήτρια και αυτή γύρεψε, όπως πάντα, καταφύγιο στην ποίηση. Οταν όμως είδε ότι και η ποίηση απουσίαζε, της γεννήθηκε η ιδέα να αποκτήσει έναν καινούριο συνομιλητή: τον εαυτό της. Η ποιήτρια μονολογεί μπροστά στον καθρέφτη: «Καθρέφτη μου, σ’ εσένα μιλάω, εσένα έχω μπροστά μου, άλλον κανένα. Οι άνθρωποι, οι φίλοι χάθηκαν…». Συνομιλώντας με το είδωλό της στροβιλίζεται μαζί του στην αυτοαναφορική δίνη της λυτρωτικής συναναδίφησης του παρελθόντος και της ανασυρμένης μνήμης. Εξίσταται εαυτής για να ανακρίνει επιτακτικά εαυτήν βάζοντάς την να αναπαραγάγει απολογητικά και απολογιστικά την έως τώρα ζωή της, να αποκαλύψει πληγές και προδομένες προσδοκίες. Ετσι, αυτή και το είδωλό της συνομιλούν σε μια διελκυστίνδα έλξης και απώθησης, λόγου και σιωπής, αυθόρμητης ομολογίας και υπόρρητης αποφυγής, αλήθειας και πλάνης, ονειροφαντασίας και πραγματικότητας, παρόντος και παρελθόντος, αίσθησης της ματαιότητας και αναπτέρωσης της ελπίδας, συγκατάβασης και άρνησης, σύγκρουσης με τις αντινομίες της ζωής και συμφιλίωσης με την τραγικότητά της. Ο διπρόσωπος μονόλογος της μοναξιάς εστιάζει σε έξι «θεατρικές» πράξεις συνομιλίας με το άναρθρο άδειο, τον πόνο, τη θλίψη, τον χρόνο, την υποκρισία και το ποίημα. Πρόκειται για εσωτερική ψυχική δοκιμασία που γίνεται δρώμενο σπάζοντας την κρούστα της σιωπής μέσα από τη διαλεκτική σχέση φιλοσοφικού υπερβατικού στοχασμού και εμπειρικής καθημερινότητας, υπαρξιακής αγωνίας και ψυχρού ρεαλισμού.

Τυραννικά φάσματα της μνήμης

Το παρόν ισοδυναμεί με την απουσία στην έσχατη εκδοχή της: «…όλα μου λείπουν. Ενα μπράτσο το χέρι μου να χαϊδεύει, ένα «έλα, έλα» ολόκληρη να με λούζει, ένα «πάμε» ζωή να μου δίνει, ένα «φύγε» να με θλίβει…». Το παρόν κατοικεί σε ένα ακατάστατο δωμάτιο από όπου –πάνε χρόνια τώρα –τα όνειρα της νεότητας και της ευδαιμονικής πληρότητας εξορίστηκαν ή ναυάγησαν ή πετάχτηκαν στα σκουπίδια «κι απ’ το ανοιχτό παράθυρο έρχεται η μπόχα τους». Τυραννικά φάσματα της μνήμης αναδύονται από παλιές αφές, οσμές, γεύσεις, αντικείμενα, λέξεις και εισβάλλουν βίαια στο «Αναρθρο άδειο». Στη μηχανική εποχή της υπολογιστικής ευκολίας και της μυωπικής υπεραπλούστευσης, της απρόσωπης ομοιομορφίας και των επώδυνων διαψεύσεων, όπου όλοι και όλα αποχρωματίζονται από ιδεολογικά και αισθητικά σημεία αναγνώρισης, οι «εισβολείς» από το χθες, που κάποτε πρόσφεραν στους ανθρώπους αξίες, ελπίδα και προοπτική, μοιάζουν να αιωρούνται στο κενό. Σε μια κοινωνία όπου ακόμη και ο φόβος υπακούει στο αίσθημα της ιδιοτέλειας, όλοι «σφιχτά φασκιωμένοι με τις πάνες της καθημερινότητας» αδυνατούμε να προβληματιστούμε για το μέλλον της οικουμένης. Αυτό που επείγει είναι η επανασύνδεση με τις ιδεατές και ζωογόνες όψεις του χθες. Γιατί το άδειο δεν ισοδυναμεί με τη συνθήκη των απολεσθέντων. «Αδειο είναι η απουσία κάθε επιθυμίας να ξαναβρείς, να ξαναζήσεις, να ξαναδοκιμάσεις κάτι απ’ αυτά που έζησες».

Το μέλλον, σαν σαδιστής

Η σημερινή σύγχυση των εννοιών καθιστά αβέβαιη και επισφαλή τη διάκριση εχθρών και φίλων, αλήθειας και ψεύδους, ώστε το υποκείμενο της μοναξιάς, αφοπλισμένο από την ικανότητα να διακρίνει την ποιοτική διαφορά των πραγμάτων μέσα σε ψευδεπίγραφους καιρούς αγχωτικής παραζάλης, να προσκαλεί μέχρι και τον πόνο για συντροφιά. Ακόμα και η θλίψη ή η χαρά δεν έχουν αναγνωρίσιμο στίγμα και ορατή παρουσία στο ρέμα της ζωής παρά συναποτελούν μια ενδιάμεση παράξενη κατάσταση. Το μέλλον μένει αμίλητο και σαν σαδιστής κρατά κρυφά τα χαρτιά του. Η ποιήτρια το εκλιπαρεί να της φανερώσει πού και πώς θα πορευθούν η καρδιά της, η σκέψη της, η αντοχή της. Αγωνιά να μάθει πόσο χρόνο έχει ακόμη. Το μέλλον γελά σαρκαστικά, απόλυτος διαφεντευτής της ανθρώπινης μοίρας και θνητότητας.

Το «γλυκόξινο πορτοκάλι» του χρόνου η μοναξιά δεν το γεύεται με τα συμβατικά μετρήσιμα μεγέθη του. Είναι συνοδό στοιχείο του σώματος στην υπαρξιακή αναμέτρησή του με τις αλλοιώσεις που αφήνουν πάνω του τα λεπτά και τα δευτερόλεπτα («νιώθω την ανάσα του χρόνου στο πετσί μου»). Είναι η πιο οργανική συνθήκη της ύπαρξης, ο ληξίαρχος της γέννησης και του θανάτου, αφηρημένη έννοια αλλά και μέρος απτό της καθημερινότητας. Η ποιήτρια μάταια ρωτά τον χρόνο πόσος καιρός της απομένει. Η απάντησή του πυθικός χρησμός: «αν ρωτήσεις το ποτάμι που κυλάει σε ποια θάλασσα θα καταλήξει, ξέρει να σου απαντήσει; Οχι, δεν ξέρει». Η ποιήτρια μισεί τον χρόνο για τα αμείλικτα σημάδια που αφήνει. Αλλά ο χρόνος είναι ασύλληπτος. Ετσι, το μίσος της ξοδεύεται πάνω στον καθρέφτη: «Μικρέ μου καθρέφτη, που τελευταία σ’ έχω συνέχεια μπροστά μου για να σε συνηθίσω: σε μισώ. Θα με συγχωρέσεις; Μίσος τι θα πει δεν ήξερα, αλλά τώρα, να, βλέπω το πρόσωπό μου και εξαγριώνομαι ενάντια στη φύση». Για να καταλαγιάσει αμέσως μετά μέσα στην ταραγμένη της ψυχή: «Καθρέφτη μου, θύμα είσαι και εσύ του ανθρώπινου παραλογισμού που ομορφαίνει αυτό που βλέπει για να μην πονέσει γι’ αυτό που είναι. Σ’ ευχαριστώ που μου παραστέκεσαι και με αφήνεις να σε μισώ».

Η απάντηση του ποιήματος

Τα συρτάρια είναικαλύτερα από την ανυπαρξία

Η τελική συνομιλία ανάμεσα στην ποιήτρια και στο ποίημα, το οποίο αδημονεί να γεννηθεί, συνιστά μια δυναμική κατάφαση στη ζωή. Η σκοτεινή, ακαθόριστη και συγκεχυμένη θλίψη δεν μπορεί να γεννήσει το ποίημα. Χρειάζεται συγκεκριμένο πλαίσιο, αιτία και αφορμή, το περιζήτητο μεταίχμιο ανάμεσα στην απώλεια και την υποσυνείδητη ελπίδα για το καινούργιο. Η ποιήτρια διστάζει να φέρει στη ζωή ένα ποίημα τόσο αταίριαστο με τον σύγχρονο κόσμο και να το φυλακίσει στα συρτάρια της. Η απάντηση του ποιήματος, ωστόσο, θα ηχήσει σαν ενθουσιαστική ωδή στην αυθυπόστατη αξία της ζωής: Τα συρτάρια είναι καλύτερα από την ανυπαρξία. Να ζεις! Αρκεί να ζεις!

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ

Της μοναξιάς διπρόσωποι μονόλογοι

Εκδ. Καστανιώτη 2016, σελ. 80

Τιμή: 9,70 ευρώ