Πέρασαν κιόλας τρεις ολόκληρες δεκαετίες από την ελληνική έκδοση ενός έργου που με όλες τις μεταμοντερνιστικές του ποιότητες έμελλε να γίνει κλασικό. «Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι» έμελλε να γίνει σύνθημα, βινιέτα, φιλοσοφική και πολιτική θέση προκειμένου να υποδηλωθούν πολλά και διάφορα. Ο ίδιος ο πενηνταπεντάχρονος τότε τσέχος συγγραφέας, μέσα από τον μελαγχολικό σκεπτικισμό που απέπνεε το έργο του, αποδεχόταν –αν δεν υπέβαλλε ο ίδιος στον αναγνώστη –την ποικιλότητα των ερμηνειών και τον απελευθερωτικό για την εποχή ηθικό σχετικισμό του. Το βιβλίο γράφτηκε στη Γαλλία, όπου ο Μίλαν Κούντερα είχε καταφύγει από το 1975, σε μια εποχή όπου στην ψυχροπολεμική διεθνή σκηνή βασίλευε το δίπολο Ρίγκαν – Αντρόποφ, ο Ψυχρός Πόλεμος έπνεε τα λοίσθια, οι πολιτικές αυταπάτες είχαν εκπνεύσει και οι κοινωνίες του ανατολικού μπλοκ ετοιμάζονταν να απελευθερωθούν από τη σοβιετική κυριαρχία και να γευθούν τις ριψοκίνδυνες ελευθερίες της Δύσης. Η Τσεχοσλοβακία τελούσε υπό κατοχή μετά την Ανοιξη της Πράγας που κατέληξε στη σοβιετική εισβολή το 1968. Η χώρα που περιγράφει ο Κούντερα είναι καθημαγμένη, χιλιάδες άνθρωποι διώκονται και χάνουν τις δουλειές τους, ο χαφιεδισμός κυριαρχεί, τα ονόματα των τόπων και των δρόμων έχουν εκρωσιστεί και οι πρωταγωνιστές του τελούν υπό δίωξη. Ο Τόμας, γιατρός και τρόπον τινά κεντρικό πρόσωπο του βιβλίου, έχασε τη δουλειά του όταν δημοσίευσε μια επιστολή όπου ισχυριζόταν ότι, όπως ο Οιδίποδας τυφλώθηκε όταν ανακάλυψε το διπλό του έγκλημα, έτσι όφειλαν να πράξουν οι άνθρωποι του καθεστώτος, ακόμη κι αν ισχυρίζονταν ότι αγνοούσαν τις εκτοπίσεις, τις δίκες της Μόσχας και τα εγκλήματα του σταλινισμού. Ο Τόμας θα αρνηθεί να υπογράψει δήλωση μεταμέλειας, όπως, αργότερα, και μια έκκληση αντιφρονούντων για απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων, σχετικοποιώντας έτσι τις ηθικές του αρχές. Διωγμένος από την κλινική του, θα καταλήξει να πλένει τζάμια, σε ένα είδος «διακοπών» από τις ευθύνες (ιδού η ελαφρότητα του είναι) όπου και θα αναπτύξει πλήρως το ταλέντο του στον έρωτα καθώς διεισδύει σε άπειρα σπίτια με μοναχικές νοικοκυρές. Εκεί θα θεωρητικοποιήσει –σε μερικές από τις καλύτερες σελίδες του βιβλίου –τη μανική τάση του για αλλαγή ερωτικών συντρόφων ως αναζήτηση της ιδιαίτερης ποιότητας κάθε γυναίκας, αυτού του χιλιοστού της ύπαρξης που τη διαφοροποιεί από όλες τις άλλες.

Προσπάθεια εξαγνισμού από την αστική ζωή

Σύντροφος ζωής η άλλη ηρωίδα του αφηγήματος, μια επαρχιακή σερβιτόρα ονόματι Τερέζα που θα διαφύγει από το ασφυκτικό οικογενειακό της περιβάλλον για να καταλήξει σαν ναυαγός στην αγκαλιά του Τόμας, στην Πράγα. Εκείνος θα παρεκκλίνει οριστικά από τις εργένικες αρχές του, θα θεωρήσει την έλευσή της ως οιωνό, θα αποφασίσει να της αφιερώσει τη μισή ζωή του –η άλλη μισή εξακολουθεί να σπαταλιέται σε αλλεπάλληλες ερωτικές κατακτήσεις -, θα την πληγώσει ανυπόφορα, θα διαφύγει μαζί της στη Ζυρίχη και θα την ακολουθήσει πίσω στην κατεχόμενη Πράγα καθώς τελικά δεν μπορεί να ζήσει χωρίς εκείνη. Σε μια προσπάθεια εξαγνισμού από την αστική ζωή, θα καταλήξουν σ’ έναν γεωργικό συνεταιρισμό κάπου στην ύπαιθρο, μαζί με τον σκύλο τους τον Καρένιν, του οποίου τον θάνατο βιώνουν ως προσωπική τραγωδία καθώς η φροντίδα του συνόψιζε μια απόπειρα εξιλέωσης για τα ανθρώπινα εγκλήματα κατά των ζώων (όπως ακριβώς στον Τζ. Μ. Κουτσί).

Οι άλλοι δύο ήρωες του βιβλίου είναι η Σαμπίνα και ο Φραντς. Η πρώτη είναι ερωμένη και φίλη του Τόμας διά βίου, μια ζωγράφος που φεύγει διαρκώς, που της αρέσει να προδίδει και που θα καταλήξει στην Ελβετία, όπου θα γνωριστεί με τον πανεπιστημιακό Φραντς. Αν και ο τελευταίος τα δίνει όλα για χάρη της έχοντας ιδεολογικοποιήσει την αντίσταση κατά του ρωσικού ζυγού, θα τον προδώσει για να καταφύγει –πού αλλού; –στην Αμερική. Η Σαμπίνα είναι ο φορέας της εμμονής του Κούντερα με την έννοια του κιτς, ως μιας προσέγγισης της ζωής χωρίς κριτική ικανότητα, μιας υποτιθέμενης εγκόσμιας αδελφοσύνης που αντιστοιχεί στον χριστιανικό παράδεισο, εν ονόματι του οποίου αιτιολογούνται τα χειρότερα εγκλήματα. Η Σαμπίνα γίνεται έτσι στα χέρια του Κούντερα το ηχείο που καταγγέλλει τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό, την αισθητική ισοπέδωση, τη ζωή ως παρέλαση ομοιόμορφων ανθρώπων, την αδυναμία να δούμε κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων, την οικουμενική αδελφοσύνη και επί της γης ευτυχία ως ψευδαίσθηση του Ολοκληρωτισμού. Από την άλλη, ως το ακριβώς αντίθετό της, ο Φραντς αναζητεί ένα νόημα στις ανά τον κόσμο επαναστάσεις για να καταλήξει σε μια πορεία ανταρτών στα σύνορα Βιετνάμ – Καμπότζης. Εκεί θα δολοφονηθεί ειρωνικώ τω τρόπω όχι από στρατιώτες αλλά από κοινά κλεφτρόνια.

Ανατρέποντας τη χρονική γραμμικότητα

Ο συγγραφέας / παρατηρητής μπαινοβγαίνει στην αφήγηση ανατρέποντας τη χρονική γραμμικότητα, όπως μία δεκαετία πριν, αλλά με πολύ πιο συστηματικό τρόπο, είχε πράξει ο νομπελίστας Χάινριχ Μπελ στο περίφημο «Ομαδικό πορτρέτο με μια κυρία». Η ουσιώδης διαφορά εδώ είναι ότι η όποια πλοκή δεν κάνει παρά να υπηρετεί τις φιλοσοφικές θέσεις του αφηγητή (του ίδιου του Κούντερα). Δεν πρόκειται, όπως συνειδητοποιώ ξαναδιαβάζοντας το βιβλίο έπειτα από τρεις δεκαετίες, για ένα δοκιμιακού τύπου μυθιστόρημα αλλά για μικρές φιλοσοφικές πραγματείες, κάτι σαν ανάλεκτα, που χρησιμοποιούν την αφήγηση προς επίρρωση των λεγομένων του συγγραφέα. Οι ήρωες γίνονται έτσι μελέτες περίπτωσης, ατελή σκιαγραφήματα και απλές ενδείξεις για του λόγου το αληθές – τίποτα παραπάνω. Σημειωτέον ότι στην πρώτη κιόλας αράδα του βιβλίου εμφανίζονται ο Νίτσε και η έννοια της «αιώνιας επιστροφής», η οποία θα έρθει και θα ξανάρθει σκόρπια μες στο βιβλίο προκειμένου να αιτιολογήσει τη διάκριση βαρύτητας – ελαφρότητας που χαρακτηρίζει τους βίους μας. Αλίμονο αν έπρεπε να ξαναπαίζουμε στον αιώνα τον άπαντα το ίδιο έργο, υπονοεί ο Κούντερα, αλίμονο αν οι επιλογές μας είχαν ένα τέτοιο βάρος που θα έπρεπε να τις ενδυόμαστε εις το διηνεκές. Ετσι κι αλλιώς – κι εδώ βρίσκεται η δεύτερη βασική απελευθερωτική του θέση –, δεν υπάρχει κανένας επιστημολογικά αποδεκτός τρόπος για να αποφανθούμε αν μια επιλογή μας είναι ή όχι η ορθή. Γνωρίζουμε μόνο, κι αυτό ατελώς, τι ζήσαμε στο συγκεκριμένο μας ταξίδι – οι άλλοι πιθανοί δρόμοι που δεν πήραμε δεν θα μάθουμε ποτέ τι μπορούσαν να ‘χουν φέρει. Επομένως, δεν έχει κανένα νόημα να ανατρέχουμε στο παρελθόν μετανοώντας για τούτη ή εκείνη την επιλογή ή κάνοντας υποθέσεις για την εξέλιξη των πραγμάτων. Εδώ ο Κούντερα επικαλείται και ιστορικά παραδείγματα όπως λ.χ. μια εξέγερση στη μεσαιωνική Βοημία που ναι μεν έμοιαζε ηθικά ορθή, πλην όμως κατέληξε σε εκατόμβη θυμάτων στον Τριακονταετή Πόλεμο. Επίσης ισχυρίζεται πως δεν έχει νόημα να διερωτάται ο τσεχικός λαός αν ορθώς καθυποτάχθηκε από τον Χίτλερ εν μια νυκτί, καθώς η επιλογή της αντίστασης θα οδηγούσε σε αναίτια (και αναποτελεσματική) αιματοχυσία.

Σχετικισμός

Ο αναγνώστηςδιαλέγει και παίρνει

Ο ηθικός και πολιτισμικός σχετικισμός είναι έτσι κι αλλιώς θεμέλιος λίθος του μεταμοντερνισμού (και στη λογοτεχνία). Ο αναγνώστης διαλέγει και παίρνει από αυτή την εν είδει μυθιστορήματος φιλοσοφική πραγματεία, υπό το φως και των πρόσφατων εμπειριών. Τα πλευρικά, έκκεντρα, απελευθερωμένα από το βάρος της επιστημονικής απόδειξης δοκίμια, που ταλαντεύονται μεταξύ αφέλειας και σοβαρότητας και συχνά θυμίζουν Ελίας Κανέτι, άλλοτε Καλβίνο, χωρίς να απουσιάζει η κληρονομιά του Διαφωτισμού ή η κεντροευρωπαϊκή παράδοση του Ροτ και του Κάφκα, ταιριάζουν εν τέλει στη μυθιστορηματική φόρμα. Στα δυο πιο κρίσιμα ερωτήματα που θέτει πάντως το ίδιο το βιβλίο οι απαντήσεις είναι ελαφρότερες του προσδοκωμένου. Πρώτον, η επιλογή της εκ των υστέρων τύφλωσης του Οιδίποδα δεν τον καθαγιάζει, όπως πιστεύει ο Τόμας. Είχε εξαρχής επιλογή, την ίδια την αυτοκτονία, αφού γνώριζε τον χρησμό, όπως αναφέρει λ.χ. ο ήρωας του Αρη Αλεξάνδρου στην τελευταία σελίδα του «Κιβωτίου». Και δεύτερον, ο Κούντερα δίνει υπερβολικό βάρος στην ατομική ευθύνη των κομμουνιστών και ελάχιστο στις νομοτέλειες των καθολικών θεωριών. Αλλά έτσι βέβαια το βιβλίο ελαφραίνει υπηρετώντας τον ίδιο τον δημοφιλή τίτλο του.

Και μια απορία. Δεν γνωρίζω ποια σκοπιμότητα υπηρετεί η αλλαγή του κατακυρωμένου σε όλες τις γλώσσες «είναι» του τίτλου σε «ύπαρξη», πολλώ μάλλον που η έκφραση έχει γίνει παντού μέρος του τρέχοντος λεξιλογίου. Η μετάφραση καλώς εκσυγχρονίστηκε, αλλά δεν θα πείραζε ένα αιτιολογικό σημείωμα με το οποίο να μπορούμε ενδεχομένως να διαφωνήσουμε.

Milan Kundera

Η αβάσταχτη ελαφρότητα

της ύπαρξης

Μτφ. Γιάννης Η. Χάρης

Εκδ. Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 2016, σελ. 440

Τιμή: 16 ευρώ