Υποτίθεται ότι θα ήταν μια εικόνα ειδυλλιακή: πολίτες θα ταξίδευαν από τη Γαλλία στη Γερμανία και από εκεί στην Ιταλία και την Ελλάδα με μόνη έγνοια, όχι τα μάρκα ή τις δραχμές, αλλά τις ώρες υποδοχής των μουσείων. Φοιτητές θα σπούδαζαν όπου λαχταρούσαν, μέσα από προγράμματα που θα ενίσχυαν την ευρωπαϊκή ταυτότητα. Το κεφάλαιο και η εργασία θα κυκλοφορούσαν ελεύθερα, ενώ ειδικά το πρώτο, αφήνοντας τις πλουσιότερες χώρες με κατεύθυνση τις φτωχότερες, θα προσέδιδε στα εισοδήματα μεγαλύτερη ομοιομορφία. Η ευρωζώνη θα λειτουργούσε όλο και καλύτερα, εφόσον οι κυβερνήσεις διατηρούσαν χαμηλά ελλείμματα και χρέη. Η αγορά θα αναλάμβανε τα υπόλοιπα. Τα κατάφερε; Κρίνοντας από μια ματιά σε οποιοδήποτε ευρωπαϊκό πρωτοσέλιδο, τον τόνο μάλλον δίνουν η φτώχεια, ο ρατσισμός, η Ακροδεξιά και η τρομοκρατία. Τα οικονομικά ένθετα κάνουν λόγο για μια ευρωζώνη με στάσιμο ΑΕΠ και μπόλικο αποπληθωρισμό, ενώ οι υφέσεις κάποιων χωρών της συγκρίνονται με εκείνες της Μεγάλης Οικονομικής Κρίσης. Η μέση ανεργία της έφτασε το 2015 στο 11%.

Τα παραπάνω στοιχεία προέρχονται από το «Ευρώ – Πώς ένα κοινό νόμισμα απειλεί το μέλλον της Ευρώπης». Είναι το τελευταίο βιβλίο του Τζόζεφ Στίγκλιτς, όχι όμως ότι ο νομπελίστας καθηγητής του Πανεπιστημίου Κολούμπια, ο πρώην αντιπρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας και ο σύμβουλος προέδρων ή πρωθυπουργών σαν τον Μπιλ Κλίντον και τον Γιώργο Παπανδρέου δεν επιδιδόταν σε παρόμοιες αναλύσεις και στα προηγούμενα: στη «Μεγάλη αυταπάτη» (Λιβάνης) ή στον «Θρίαμβο της απληστίας» (Παπαδόπουλος) ασκούσε ικανή κριτική στους «φονταμενταλιστές της ελεύθερης αγοράς». Εδώ, μοιάζει να την οξύνει ελαφρώς, επικεντρώνοντάς τη στην αρχιτεκτονική μιας νομισματικής ένωσης που είναι «ελαττωματική εκ γενετής». Που συνδυάζει μια «πεπλανημένη οικονομική ιδεολογία» και μια «έλλειψη βαθιάς πολιτικής αλληλεγγύης». Που ακόμα χειρότερα, στην πρόσφατη κρίση της, «δεν εστίασε σε εκείνες τις μεταρρυθμίσεις που είχαν τις περισσότερες πιθανότητες να βάλουν τέλος στις βαθιές υφέσεις».

Η παρέμβαση της τρόικας

Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα, μαντέψτε ποιο. Στην παρέμβαση της τρόικας στην Ελλάδα, ο οικονομολόγος διαγιγνώσκει και πολιτικούς στόχους («να πέσουν οι αριστερές κυβερνήσεις») ή εκδικητικότητα. Το ελληνικό πρόβλημα ξεκινάει για εκείνον νωρίτερα, όχι ωστόσο με τον χιλιοακουσμένο τρόπο. «Αν υπάρχει ένας ανεύθυνος δανειολήπτης, τότε θα υπάρχει κι ένας ανεύθυνος δανειστής» παρατηρεί. Οι πιστωτές, προσθέτει, παίρνουν εδώ μερικές από τις χειρότερες αποφάσεις τους, αφού εκτός από την έγνοια για τον ορισμό του φρέσκου γάλακτος εν μέσω 60% νεανικής ανεργίας απαιτούν και την άρση της ανοχής στους οφειλέτες στεγαστικών δανείων. Οι σκληροί όροι είχαν επιβληθεί από τα χρόνια της κυβέρνησης του Γιώργου Παπανδρέου, ενώ και το τρίτο Μνημόνιο «εγγυάται βαθιά κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας». Κατά τα άλλα, αντί για οποιονδήποτε άλλον «θα έπρεπε να εφαρμοστεί ένας προοδευτικός φόρος ακίνητης περιουσίας σε μεγάλες ιδιοκτησίες» που θα βασίζεται και σε ένα εθνικό κτηματολόγιο. Οι ιδιωτικοποιήσεις δεν βγάζουν πολύ νόημα. «Είναι δύσκολο να υποστηρίζει κανείς ότι το Δημόσιο είναι, σώνει και καλά, λιγότερο αποτελεσματικό», γράφει ο Στίγκλιτς, «και την ίδια στιγμή να πουλά τα περιουσιακά του στοιχεία στο Δημόσιο μιας άλλης χώρας».

Αναφέρει κι άλλα για την Ελλάδα. Λέει για την ΕΚΤ που υποχρέωσε τις ελληνικές τράπεζες να κλείσουν για τρεις εβδομάδες, για «διαπλεκόμενο» δανεισμό, αλλά και για τον «εξαίρετο οικονομολόγο» Γιάνη Βαρουφάκη. Η πρόταση του βιβλίου του, ωστόσο, επιστρατεύει τις ελληνικές ιδιαιτερότητες για να καταπιαστεί με ολόκληρη την ευρωζώνη. Χωρίς επιείκεια κιόλας: εκτός από λύσεις όπως το ευρωομόλογο, η δημιουργία κοινού τραπεζικού συστήματος ή η τόνωση της παραγωγικότητας (με τρόπο πάντως που σαν να μην λαμβάνει υπόψη τις δυνάμεις της Ελλάδας), ο Στίγκλιτς προτείνει καταρχήν «συναινετικά διαζύγια». Στην περίπτωση ενός Grexit, λέει, «ακόμα και αν το ξεκίνημα της νέας ζωής είναι ταραχώδες, υπάρχει το θετικό ενδεχόμενο να τερματιστεί η οικονομική κρίση και να ξεκινήσει η πραγματική ανάπτυξη» –χώρια που οι συνέπειες μετριάζονται με ένα πρωτοποριακό χρηματοπιστωτικό σύστημα, βασισμένο σε ένα ηλεκτρονικό σύστημα κουπονιών, ικανό να εξασφαλίσει την αναγκαία ροή εμπορικών πιστώσεων. Η ιδέα είχε προταθεί και στις ΗΠΑ. Αν τύχει συναίνεσης, καθιστά δυνατό τον έλεγχο εμπορικών ελλειμμάτων.

Η γερμανική αποχώρηση

Πιο εντυπωσιακή όμως είναι η πρότασή του για μια γερμανική αποχώρηση («θα καταστήσει δυνατή την αναπροσαρμογή της συναλλαγματικής ισοτιμίας των υπόλοιπων χωρών έναντι των βόρειων») και ακόμα περισσότερο η λύση που ονομάζει «ευέλικτο ευρώ»: διάφοροι σχηματισμοί, με το δικό τους νόμισμα, θα βασίζονται στις ηλεκτρονικές συναλλαγές και σε εκείνο το εξισορροπητικό σύστημα κουπονιών, ώστε να αποφασίζουν μόνοι τους αν θα επιτρέπουν την ύπαρξη εμπορικού ελλείμματος. Ακούγεται περίπλοκο, εκτός και αν η πρόταση κατανοηθεί ως πρόταση διπλού νομίσματος. Ο ίδιος ο Στίγκλιτς δεν το διασαφηνίζει, ενώ θολό παραμένει και το αν το χρέος μιας χώρας θα μετριέται σε ανατιμημένο νόμισμα. Αν είναι έτσι, η αποπληρωμή του θα καταστεί επιεικώς δύσκολη.

Τυχόν αντιφάσεις στην ανάλυσή του, που την ίδια στιγμή θεωρεί το ευρώ και θνησιγενές και διορθώσιμο, ίσως λύνονται όταν ψηλαφίζεται το αντιστάθμισμα της κατάργησης του ευρωπαϊκού νομίσματος. «Τα νομίσματα έρχονται και παρέρχονται» λέει ο Στίγκλιτς έχοντας το μυαλό του (και αφιερώνοντας ένα κεφάλαιο του βιβλίου του) σε πλήγματα τύπου Brexit. «Το ευρώ δεν είναι παρά ένα πείραμα μόλις 17 ετών, κακοσχεδιασμένο και φτιαγμένο έτσι ώστε να μη λειτουργεί. Το νόμισμα έπρεπε να προάγει την αλληλεγγύη, να προωθεί την ολοκλήρωση και την ευημερία. Δεν έκανε τίποτε από αυτά: εξαιτίας του τρόπου κατασκευής του έγινε εμπόδιο στην επίτευξη καθενός από αυτούς τους στόχους και αν οι μεταρρυθμίσεις της ευρωζώνης που εξετάστηκαν βρίσκονται σήμερα εκτός των δυνατοτήτων της, είναι προτιμότερο να εγκαταλειφθεί το ευρώ προκειμένου να σωθεί η Ευρώπη και το ευρωπαϊκό εγχείρημα».

Ανομοιογένεια

Το πρόβλημα ήταν εγγενές: οι ιδρυτές της ευρωζώνης, «αργοναύτες σε αχαρτογράφητα νερά», αγνόησαν ότι «η οικονομική ανομοιογένεια καθιστά απαραίτητη την ύπαρξη σειράς θεσμών που συνδράμουν όσες χώρες δεν καλύπτονται από τα κοινά μέτρα πολιτικής». Ως προς αυτό, ιδανικό μέτρο σύγκρισης για τον αμερικανό οικονομολόγο είναι οι ΗΠΑ: έχουν εντονότερο αίσθημα κοινής ταυτότητας, απολαμβάνουν ομοσπονδιακά προγράμματα πρόνοιας, ενώ το τραπεζικό τους σύστημα είναι σε μεγάλο βαθμό εθνικό. Το ενοποιητικό στοιχείο της ευρωζώνης, από την άλλη, είναι το κοινό επιτόκιο και η κοινή συναλλαγματική ισοτιμία, που ούτε τη μακροοικονομική ισορροπία ευνοούν ούτε τα ισοσκελισμένα εμπορικά ισοζύγια. Η προσοχή δεν επικεντρώνεται ποτέ στα εμπορικά αλλά στα δημοσιονομικά ελλείμματα, ενώ για το θέμα του πληθωρισμού η κεντρική τράπεζα δεν σηκώνει κουβέντα. Η έμφαση δίνεται στα πλεονάσματα. «Αν όμως μια χώρα εξάγει περισσότερα από όσα εισάγει», λέει σε άπταιστα κεϊνσιανά ο Στίγκλιτς, «τότε κάποιες άλλες πρέπει να εισάγουν περισσότερα από όσα εξάγουν».

Joseph E. Stiglitz

Ευρώ: Πώς ένα κοινό νόμισμα απειλεί το μέλλον της Ευρώπης

Μτφ. Νίκος Ρούσσος,

Εκδ. Παπαδόπουλος, 2016, σελ. 445

Τιμή: 20 ευρώ

Το βιβλίο κυκλοφορεί τη Δευτέρα