Στην οικογένεια Σεβαστίκογλου κυκλοφορεί ένα ανέκδοτο: όταν βρίσκονταν εξόριστοι στη Μόσχα, γύρω στο 1960, ο πιτσιρικάς τότε Πέτρος, που αργότερα έγινε κινηματογραφιστής, ρωτούσε τον πατέρα του: «Μπαμπά, πότε θα πάμε στην Ελλάδα;». Κι έλεγε ο Γιώργος: «Ακουσε, παιδί μου, θα πάμε στην Ελλάδα όταν θα φύγει ο Καραμανλής». Μετά, επί δικτατορίας, όταν η οικογένεια βρισκόταν πάλι αυτοεξόριστη στο Παρίσι, ο Πέτρος, πιο μεγάλος πια, ρωτούσε πάλι: «Πότε θα πάμε στην Ελλάδα;». Και ο Γιώργος του έλεγε: «Παιδί μου, περίμενε, θα πάμε στην Ελλάδα όταν θα ‘ρθει ο Καραμανλής». Κι ο Πέτρος, που τα ‘χε χαμένα, έλεγε στους γονείς του: «Καλά, με κοροϊδεύετε;». Δεν τον κορόιδευαν όμως. Ο θεατρικός συγγραφέας (μεταξύ άλλων της «Αγγέλας») και σκηνοθέτης Γιώργος Σεβαστίκογλου, όπως λέει ο διεθνούς φήμης Ελληνας της Γαλλίας, σκηνογράφος και σκηνοθέτης Γιάννης Κόκκος, «ενσάρκωνε την ίδια την Ιστορία». Μιλώντας για τη γνωριμία στο Παρίσι του Σεβαστίκογλου με τον ήδη ονομαστό Αντουάν Βιτέζ, λέει: «Πιστεύω ότι ο Βιτέζ θαύμαζε τον Γιώργο κυρίως γιατί ενσάρκωνε την ίδια την Ιστορία. Ο Βιτέζ δεν ήταν πρωταγωνιστής της ζωής, ήταν πρωταγωνιστής της τέχνης. Ο Γιώργος ήταν και πρωταγωνιστής της ζωής και νομίζω ότι αυτό ήταν κάτι στον Γιώργο που είλκυε όχι μόνο τον Αντουάν αλλά και όλους μας. Με τον Αντουάν βρίσκω ότι είχαν δύο σημαντικά κοινά σημεία: Διέθεταν μεγάλη γνώση της θεατρικής τέχνης και ήταν κι οι δύο ουσιαστικά αυτοδίδακτοι. (…) Κι όλα αυτά, βέβαια, μαζί με την Αλκη· γιατί το ζευγάρι τους, η μεταξύ τους σχέση, είχε επίσης μια μυθική διάσταση για όλους μας».

Από την Κωνσταντινούπολη

Και πράγματι: Γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη το 1913, μεγάλωσε σε ένα προάστιό της, στο Μακροχώρι, μέχρι που μετά τη συνθήκη της Λωζάννης η μεσοαστική οικογένειά του (ο πατέρας του ήταν λογιστής) πήρε τις βαλίτσες της και αποβιβάστηκε στον Πειραιά, καλοκαίρι του 1924. Ο Γιώργος γράφτηκε στο ΚΚΕ το 1935, πολέμησε στο αλβανικό μέτωπο, πήρε μέρος στην Αντίσταση με το ΕΑΜ, μετά πολέμησε στον Εμφύλιο. Εγραφε και σκηνοθετούσε (τον εαυτό του σε όλους τους ρόλους) από μικρός, είχε γράψει και κάποιες ιστορίες μυστηρίου επίσης στην εφημερίδα «Ασύρματος». Παράλληλα όμως ήταν και αθλητής: καλός άλτης του ύψους και τερματοφύλακας στα τσικό της ΑΕΚ. Συνεργάστηκε από νωρίς με τον Κάρολο Κουν. Ηδη στο μέτωπο, στην Κορυτσά, είχε πάρει μαζί του κείμενα για μετάφραση ενώ από το φθινόπωρο του 1942 ήταν στον στενό κύκλο συνεργατών του στο νεοϊδρυθέν Θέατρο Τέχνης. Μετά ακολούθησε η φυγή στην Τασκένδη, όπου ήρθε και τον βρήκε η σύζυγός του Αλκη Ζέη, μετά ακολούθησε η Μόσχα. Στη Σοβιετική Ενωση γεννήθηκαν και τα δυο τους παιδιά, η Ειρήνη (στην Τασκένδη) και ο Πέτρος (στη Μόσχα), ακολούθησε η παλιννόστηση (το 1965) και η νέα φυγή, της αυτοεξορίας αυτή τη φορά, για το Παρίσι το 1968, προκειμένου να γλιτώσει τη σύλληψη από τους πραξικοπηματίες.

Η Σοβιετική Ενωση

Η ζωή του, μυθιστόρημα κανονικό ή καλύτερα κάτι σαν θεατρικό έργο με πολλές πράξεις που δεν έχει διασωθεί ολόκληρο, ανασυντίθεται για πρώτη φορά από τη θεατρολόγο Κωνσταντίνα Ζηροπούλου, η οποία προηγουμένως είχε κάνει τη διδακτορική της διατριβή πάνω στον Σεβαστίκογλου. Η συγγραφέας μάζεψε όλα αυτά τα κομμάτια μιας ζωής και μιας καριέρας που πάντα άρχιζε ξανά και ξανά. Μόλις έφτανε σε μια κορύφωση, ερχόταν μια νέα φυγή και εκκίνηση από την αρχή. Οταν λ.χ. έφευγε από τη Μόσχα, είχε μόλις δεχτεί πρόταση από το μεγαλύτερο θέατρο της Σοβιετικής Ενωσης εκείνη την εποχή, το Βαχτάνγκοφ, να μείνει ως μόνιμος σκηνοθέτης του. Οταν έφυγε από το Παρίσι για την Αθήνα, είχε μόλις θεμελιώσει μια σπουδαία καριέρα και εκεί. Ετσι η διαρκώς διακεκομμένη πορεία του τού επέτρεψε να ζήσει μεν μεγάλες στιγμές, όχι όμως και να διαμορφώσει τη στέρεη καριέρα που είχε λ.χ. ο Κουν και να αφήσει ένα το ίδιο μεγάλο όνομα στη μνήμη. Οι γνώστες, βέβαια, ξέρουν. Ξέρουν ότι έφερε μια επανάσταση, στην εποχή του, με τη λιτότητα της σκηνοθεσίας του αλλά και ότι υπήρξε πρώτα απ’ όλα παιδαγωγός. Τον αυτοσχεδιασμό, που έμαθε να τον δουλεύει στη Σοβιετική Ενωση, κανείς άλλος δεν τον είχε εφαρμόσει σε τέτοια έκταση στην Ελλάδα, ενώ παροιμιώδης ήταν η προσπάθειά του να φέρει σε ισότιμο με εκείνον ρόλο στις πρόβες τον ίδιο τον ηθοποιό. Οπως λέει ο Βίκτωρ Αρδίττης στη συγγραφέα: «Συχνά οι σκηνοθέτες (…) μεταβάλλονται σε κουρδιστές, θεωρώντας ότι η επιβολή μιας υποκριτικής κατασκευής θα είναι αποτελεσματική απόδειξη της σκηνοθετικής τους δεινότητας και η επιτήδευση ένδειξη ύφους. Ο Σεβαστίκογλου κέρδισε ένα τεράστιο κύρος και σεβασμό κάνοντας ακριβώς το αντίθετο: «έσβηνε» στην πρόβα κοιτώντας και παρατηρώντας τους ηθοποιούς, ξεκαθαρίζοντας και οδηγώντας παραπέρα αυτό που τα σώματα και οι φωνές τους πρότειναν».

Επί Κατοχής, το πρώτο έργο που ανέβασε ο Κουν, σύγχρονης ελληνικής δραματουργίας, ήταν το «Κωνσταντίνου και Ελένης» του Σεβαστίκογλου. Επιπλέον, ο Γιώργος Σεβαστίκογλου είχε οργανώσει και παράνομο θεατρικό εργαστήρι στο Γαλλικό Ινστιτούτο με τη βοήθεια του ζεύγους Μιλλιέξ. Οι Μιλλιέξ τού είχαν μάλιστα εξασφαλίσει και υποτροφία για το Παρίσι, μετά τα Δεκεμβριανά, αλλά το κόμμα είχε άλλα πλάνα για τον Σεβαστίκογλου και δεν τον άφησε να φύγει με το περίφημο πλοίο «Ματαρόα», με το οποίο έφυγαν άλλοι μετέπειτα διάσημοι διανοούμενοι, για να πραγματοποιήσει το όνειρό του, να σπουδάσει θέατρο. Του ανέθεσε ρόλο υπεύθυνου σκηνοθέτη στον Θίασο Ενωμένων Καλλιτεχνών, με εαμικής προέλευσης ηθοποιούς που αργότερα έγιναν σπουδαίοι καλλιτέχνες, όπως οι Δημήτρης Βεάκης, Τίτος Βανδής, Λυκούργος Καλλέργης, Ασπασία Παπαθανασίου, Αλέκα Παΐζη, Αλέξης Δαμιανός.

Το ξύλο του Χατζιδάκι
Ο θίασος έδωσε πάνω από χίλιες παραστάσεις σε όλη την Ελλάδα, συχνά με μεγάλα προβλήματα. Υπάρχει και το γνωστό επεισόδιο με το ξύλο που έφαγε ο Χατζιδάκις, επονίτης και αυτός τότε, που είχε γράψει μουσική για κάποιες από αυτές. Λέει ο Λυκούργος Καλλέργης: «Είχαμε πάει περιοδείες: Λάρισα, Βόλο, Θεσσαλονίκη… Εκεί έγιναν μεγάλα επεισόδια. Μας παρακολουθούσαν και έμπαιναν ξαφνικά οι αστυνομικοί την ώρα της παράστασης και τρόμαζαν τον κόσμο. Ευτυχώς υπήρχε και η Αυτοάμυνα, η οργάνωση της Αριστεράς, που μας συνόδευε το βράδυ από το θέατρο στο ξενοδοχείο μην τυχόν και μας τσακίσουνε. Ενα βράδυ στη Λάρισα, καθώς φεύγαμε από το θέατρο –φεύγαμε κατά ομάδες -, έπιασαν την ομάδα που ήταν κι ο Χατζιδάκις και τους χτυπήσανε. Τον Χατζιδάκι τον ρίξαν κάτω, του σπάσανε τα δόντια τα μπροστινά. Και στη Θεσσαλονίκη μας παρακολουθούσαν όλη την ώρα, είχαμε μεγάλες ενοχλήσεις. Παίζαμε έργα προοδευτικά, αντιφασιστικά… Πόλεμο δηλαδή κάναμε». Το βιβλίο αξιοποιεί δεκάδες συνεντεύξεις που πήρε η συγγραφέας, αρχεία σε διάφορες χώρες, το αρχείο της Αλκης Ζέη και άλλες γραπτές μαρτυρίες. Η ζωή του Γιώργου Σεβαστίκογλου και παράλληλα της Αλκης Ζέη (που έχει γράψει, βέβαια, σχετικά και με μυθιστορηματικό τρόπο για πολλά από τα γεγονότα αυτά στην «Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα») παρουσιάζεται ανάγλυφη με λεπτομέρειες για το έργο αλλά και τη δύσκολη ζωή τους –που περιελάμβανε καταδίκες ερήμην αλλά και απώλεια ιθαγένειας. Είναι, δε, παράλληλα και μια ολοζώντανη περιγραφή ενός μεγάλου κομματιού της ιστορίας του ελληνικού θεάτρου του 20ού αιώνα.

Τα ανοίγματα

Με μπέιμπι σίτερτον… Ταρκόφσκι

Αν στην Τασκένδη η ζωή του Γιώργου Σεβαστίκογλου και της Αλκης Ζέη ήταν σχετικά δημιουργική μεν, πολύ λιτή δε και σε αρκετή απομόνωση, η ζωή στη Μόσχα που ακολούθησε ήταν μια από τις πιο ενδιαφέρουσες περιόδους της ζωής τους. Ηταν η χρουστστοφική περίοδος με μεγάλα ανοίγματα στο πεδίο της τέχνης, του θεάτρου αλλά και του κινηματογράφου και βρέθηκαν σε ένα πολύ δημιουργικό περιβάλλον. Ο Σεβαστίκογλου άρχισε να συνεργάζεται με το Βαχτάνγκοφ, το θέατρο που ίδρυσε ο μαθητής του Στανισλάφσκι, η Αλκη Ζέη άρχισε να δουλεύει στον ελληνόφωνο σταθμό της Μόσχας με τη Μαρία Μπέικου, ενώ έγραψε και το «Καπλάνι της βιτρίνας». Τότε έγραψε και ο Σεβαστίκογλου την «Αγγέλα» που ανέβηκε στο Βαχτάνγκοφ με θεαματική επιτυχία, ενώ μερικές φορές έκανε μπέιμπι σίτινγκ στον Πέτρο ο σκηνοθέτης Αντρέι Ταρκόφσκι, που είχε στενή φιλία με την Μπέικου!

Ο κινηματογράφος ανθούσε τότε και μια παράλληλη ασχολία του Γιώργου Σεβαστίκογλου ήταν να γράφει κινηματογραφικά σενάρια για τον Μάνο Ζαχαρία, ο οποίος δούλευε ως μόνιμος συνεργάτης στα μεγαλύτερα σοβιετικά στούντιο και από τα μεγαλύτερα του κόσμου, την εταιρεία Μόσφιλμ. Το κράτος τότε διέθετε πολύ μεγάλες επιχορηγήσεις στα γυρίσματα των ταινιών. Μια τεράστια επιτυχία αποτέλεσε η ταινία τους «Οι σφουγγαράδες», όπου ο Σεβαστίκογλου διασκεύασε σε σενάριο το διήγημα του Νίκου Κάσδαγλη «Ο μηχανικός». Η ταινία είχε κεντρικό θέμα τις σκληρές συνθήκες διαβίωσης των σφουγγαράδων της Καλύμνου και κατήγγελλε την εξαθλίωση των λαϊκών τάξεων. Η ταινία γυρίστηκε εξ ολοκλήρου σε πόλεις και παραλίες της Κριμαίας (στη Σεβαστούπολη φτιάχτηκε σκηνικό που υποτίθεται ότι ήταν ελληνικό νησί) και έκοψε 20 εκατομμύρια εισιτήρια! Ενώ προβαλλόταν από την τηλεόραση κάθε χρόνο.

Κωνσταντίνα Ζηροπούλου

Γιώργος Σεβαστίκογλου

Αγωνιστής του θεάτρου

και της ζωής

Εκδ. Μεταίχμιο, 2016, σελ. 488

Τιμή: 16,60 ευρώ