Η σχέση που βρίσκει ο Πέτρος Τατσόπουλος μεταξύ της κοσμοϊστορικής επίσκεψης του κοσμοναύτη Γιούρι Ασίμοφ Γκαγκάριν στην Αθήνα του 1962 και του συναυλιακού χώρου Gagarin 205 του εκλιπόντος Νικόλα Τριανταφυλλίδη δεν είναι συγγραφικό εύρημα. Αλλά επιχείρημα.

Είναι και το αποτέλεσμα μιας εξάχρονης έρευνας (από το 2010 έως τον Σεπτέμβριο του 2016) που έκανε ο Πέτρος Τατσόπουλος. Με σκοπό να διαμορφώσει, γράφοντας αυτό το βιβλίο, τη δική του απάντηση στο ερώτημα που γέννησε η εποχή της κρίσης: υπάρχει άραγε, σύγχρονη ελληνική κουλτούρα; Και αν ναι, βρίσκεται στη «φωτεινή» πλευρά της συνέχειάς μας με την αρχαιοελληνική μας αίγλη, άρα την ευρωπαϊκή μας συγγένεια; Ή μήπως η σύγχρονη ελληνική κουλτούρα περιέχει μέσα της αυτό το απωθημένο «σκοτεινό» μας μυστικό, το αδύναμο και γοητευτικό που κατοικεί στις ενδιάμεσες ζώνες του «λαϊκού», στις δύσβατες περιοχές του καλτ και τις απωθημένες νησίδες των «πολιτιστικών σκουπιδιών» που αποκαλούμε trash;

Η γοητεία της αλητείας

Προφανώς ο πολιτικός Πέτρος Τατσόπουλος, των ειρωνικών παρατηρήσεων, των ένθερμων ανταπαντήσεων στις τηλεοπτικές του εμφανίσεις ως αναλυτής της ελληνικής πολιτικής δεν θα ήταν διαφορετικός από τον συγγραφέα Τατσόπουλο. Ποντάρει λοιπόν στη συγγραφική γοητεία της αλητείας για να χτίσει τη λυτρωτική άποψή του ότι το υψηλό πολιτιστικό αγαθό καλό θα ήταν να αποδεχθεί τον χαμηλό, υποφωτισμένο συγγενή του. Συνθέτει την ιστορία του από σκόρπια κείμενα, δημοσιευμένα σε εφημερίδες με τη μορφή ρεπορτάζ, συνεντεύξεων ή άρθρων γνώμης, ανατρέχει σε ραδιοφωνικές συνεντεύξεις, τηλεοπτικές εκπομπές, προσωπικές συνεντεύξεις με τον Χάρρυ Κλυνν (πατέρα του Νίκου Τριανταφυλλίδη), αλλά και με την ψυχή του Gagarin 205. Στόχος του είναι να κάνει τον δικό του χαιρετισμό σε αυτόν τον ιδιαίτερο δημιουργό που λάτρευε τη ροκ μουσική με το ίδιο πάθος που διοχέτευε ενέργεια για να αναδείξει την αξία του Γκουσγκούνη. Οχι ως πρεσβευτή του ελληνικού κινηματογραφικού πορνό. Αλλά ως παραδείγματος της σύγχρονης πολιτιστικής μας σύγκρουσης. «Ξεκίνησα το 2010 για να ασχοληθώ με τον χώρο του σινεμά πορνό και της πορνογραφίας. Μπήκα στα χνάρια του Κώστα Γκουσγκούνη και της παρέας του και βρέθηκα να συζητώ με τον Τριανταφυλλίδη. Εκείνος μου «έδειξε» το Gagarin 205 και επειδή οι ιδέες λειτουργούν ως συγκοινωνούντα δοχεία, το θέμα άνοιξε και έγινε αυτό το βιβλίο» λέει ο Πέτρος Τατσόπουλος στο «Βιβλιοδρόμιο», εξηγώντας το πρότζεκτ «Γκαγκάριν. Ο κόσμος από χαμηλά».

Ρεμπέτες και Φλωρινιώτης

«Μια ομιλία του Μάνου Χατζιδάκι στο Θέατρο Τέχνης τον Ιανουάριο του 1949 για το ρεμπέτικο ήταν το πάτημα της σκανδάλης. Εκείνη την εποχή το ρεμπέτικο ήταν όχι παράνομο, αλλά εκτός αστικού κάδρου. Φέρνει λοιπόν εν είδει αρκούδων στη σκηνή του Τέχνης και παρουσιάζει δύο αντιπροσωπευτικούς ρεμπέτες: τον Μάρκο Βαμβακάρη και τη Σωτηρία Μπέλλου. Στη συνέχεια ο Βαμβακάρης βγήκε από το περιθώριο, μπαίνει αργότερα στα μέσα του ’60 στα κοσμικά κέντρα, το ρεμπέτικο γίνεται αρχοντορεμπέτικο. Ο Χατζιδάκις για τους δικούς του λόγους, όταν το ρεμπέτικο αποκτά αποδοχή, δηλώνει ότι δεν τον ενδιαφέρει άλλο. Εντοπίζει όμως γύρω στο 1976 την περίπτωση Γιάννη Φλωρινιώτη. Και εδώ έχουμε ένα δεύτερο γύρισμα του Μάνου, καθώς εξυψώνει τον Φλωρινιώτη στην εκπομπή του στο Τρίτο Πρόγραμμα».

Ποια είναι η θέση του κοσμοναύτη Γκαγκάριν σε αυτήν τη μεταπολεμική ιστορία της ελληνικής κουλτούρας; «Το υλικό που είχα πλέον στα χέρια μου ήταν τσουνάμι. Ενας ίλιγγος που έπρεπε να αποφασίσω τι θα αφήσω έξω. Προσπαθώ λοιπόν να συνταιριάξω τις ψηφίδες του, όλα αυτά τα διαφορετικά επεισόδια που προσπάθησα να τα διασταυρώσω σαν τα πλάνα που επιχειρεί στις ταινίες του ο Ρόμπερτ Αλτμαν και που με έναν τρόπο συνδέει ασύνδετα μεταξύ τους γεγονότα. Το έκανα συνειδητά γιατί αυτό ήταν και η άποψη του Τριανταφυλλίδη. Για εκείνον δεν υπήρχε διάκριση στο πεδίο του καλτ και του τρας. Τα αντιμετώπιζε ως ενιαίο πολιτισμικό χώρο» λέει για αυτήν την παρέλαση συμβάντων που διατρέχουν τις χθεσινές δεκαετίες του ’60 και του ’70. Ο Τατσόπουλος αναφέρεται στον ανεξάρτητο εμπορικό κινηματογράφο του ’60 και τις βλάσφημες περσόνες του, όπως η ερωτική Ζωή Λάσκαρη. Περιγράφει μέσα από τη ζωή του Χάρρυ Κλυνν τον τρόπο που κατασκευάστηκε το προφίλ των λαϊκών καλλιτεχνών στην Ελλάδα, προερχόμενων από την ομογένεια. Μιλά για τα χρόνια της προληπτικής λογοκρισίας και την ακμή του ελαφρού τραγουδιού στη δικτατορία με πρωταγωνιστή τον Γιώργο Οικονομίδη και τη δόξα του Πασχάλη και του Τέρη Χρυσού, ενώ τους συνδέει με τις σύγχρονες αναβιώσεις τους από οπαδούς των καλτ φαινομένων οι οποίοι και διατηρούν τους μύθους τους σε σελίδες του facebook. Και οι οποίοι γίνονται το σμήνος των οπαδών του Φεστιβάλ Cult και ερωτικού κινηματογράφου που διοργάνωσε ο Τριανταφυλλίδης στο Gagarin 205 της Λιοσίων. Στο ίδιο σημείο όπου λειτούργησε προπολεμικά ο θερινός κινηματογράφος Αντινέα. Το ίδιο κτίσμα που την εποχή των Δεκεμβριανών λειτούργησε ως χώρος κράτησης των ομήρων της ΟΠΛΑ. Εκεί όπου ο Τριανταφυλλίδης ενέταξε αρκετές από τις παραγωγές του παραγωγού ταινιών πορνό Σειρηνάκη στο πρόγραμμα του Cult Festival, φιλοξενώντας κάποιους από τους πρωταγωνιστές του στα στρογγυλά τραπεζάκια και στα ερωτικά δρώμενα επί σκηνής του Gagarin 205.

«Δημόσια ομολογία για αυτή τη συνύπαρξη δεν έχει γίνει από καμία πλευρά. Ομως η πραγματικότητα μέσα στην οποία ζούμε πολιτισμικά λέει ότι υπάρχουν πολλές Ελλάδες στη συσκευασία της μιας. Ολο αυτό το υλικό επιχειρεί να είναι μία αντανάκλαση της εικόνας του σήμερα, δείχνοντας ότι ναι μεν συνυπάρχουμε με κραδασμούς αλλά και ότι είμαστε συνταξιδιώτες σε αυτόν τον πολιτισμό που εξηγεί και τι είμαστε πολιτικά».

Απόσπασμα

Ο Νικόλαςκαι ο Γκαγκάριν

«Το εγχείρημά του δείχνει να θέλει να ανοίξει έναν διάλογο με τον νεαρό Χατζιδάκι που απενοχοποιεί το ρεμπέτικο ή με τον ώριμο Χατζιδάκι που αναβαπτίζει τον Φλωρινιώτη. Επιθυμεί να ακούσει κανείς αυτόν τον διάλογο;… Το 1999 το εγχείρημα του Τριανταφυλλίδη προηγείται της ανοχής που δικαιούται, το κοινό του γυρίζει επιδεικτικά την πλάτη και οι κριτικοί δε φείδονται δυσφορίας. Βρίσκουν τις ταινίες του άνισες, όταν δεν τις βρίσκουν ανυπόφορες…

“Αγαπάω πάρα πολύ”, αφηγείται στην Κοκκίνη (σ.σ. συνέντευξη του Τριανταφυλλίδη στη Lifo), “τους πορνοστάρ, τους παλαιστές, τους κατσέρ, τους ποδοσφαιριστές, τους συγγραφείς βίπερ μυθιστορημάτων, τους ταχυδακτυλουργούς. Θεωρώ ότι είναι φορείς του καλού”.

Γι’ αυτούς τους “φορείς του καλού” θα θελήσει να βρει μια στέγη – την “Αντινέα”, το “εγκαταλειμμένο κουφάρι” επί της οδού Λιοσίων – θα θελήσει να της δώσει ένα νέο όνομα. Για την εταιρεία παραγωγής του –show, vision and sound – έχει βρει το όνομα εδώ και χρόνια: Astra. Κανέναν δεν παραξενεύει λοιπόν, όταν για την αναβάπτιση της στέγης, θα διαλέξει το όνομα εκείνου του σπιθαμιαίου Σοβιετικού, του πρώτου ανθρώπου που ταξίδεψε στα αστέρια».

Πέτρος Τατσόπουλος

Γκαγκάριν

Ο κόσμος από χαμηλά

Εκδ. Οξύ, 2016, Σελ. 384

Τιμή: 15,80 ευρώ

Το βιβλίο κυκλοφορεί μεθαύριο

10 Οκτωβρίου