Ο Μιχάλης Γκανάς είναι ένας ποιητής που έχει ένα σπάνιο χάρισμα: μπορεί, κάθε τόσο, να υπερβαίνει τον εαυτό του και να μας εκπλήσσει. Διαθέτει αποθέματα ευαισθησίας, εντιμότητας, πρωτοτυπίας που θα τα ζήλευαν πολλοί και ξέρει να τα χρησιμοποιεί πηγαίνοντας προς απρόσμενες κατευθύνσεις, χωρίς ποτέ να μετακινείται από τη γερά θεμελιωμένη βάση του, ούτε να χάνει την πυξίδα του. Γι’ αυτό και όσοι αρέσκονται στις εύκολες κατατάξεις, μέσα σε ένα γενικό περιβάλλον ημιμάθειας, θα πρέπει στην περίπτωσή του να προσέξουν ιδιαίτερα. Και δεν το λέμε, βέβαια, για όσους τον γνωρίζουν μόνο ως σημαντικό στιχουργό τραγουδιών, λ.χ. της Ελευθερίας Αρβανιτάκη, αυτά είναι τα αυτονόητα, καθώς είναι πανθομολογούμενο στον κόσμο των ομοτέχνων του ότι είναι ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους έλληνες ποιητές. Το λέμε κυρίως για μερίδα δημοσιογραφικών –και όχι μόνο –γραφίδων που βολεύονται στην –ισχυρή, το δίχως άλλο –ταυτότητα του Ηπειρώτη για να τον εγκλωβίσουν σε σχήματα που ο ίδιος έχει υπερβεί ποικιλοτρόπως.

Γιατί μπορεί τα ηπειρώτικα μοιρολόγια, τα οποία είναι το βίωμα, με ό,τι αυτό σημαίνει, να αποτελούν μια ποιητική αφετηρία μεγάλου βάρους που μπορεί να αλυσοδέσει πολλούς, ωστόσο αυτή ακριβώς η δυσκολία είναι και που κάνει την υπέρβαση του Γκανά, η οποία ήρθε με τα κατοπινά διαβάσματα και τη μεγάλη τριβή με τη σύγχρονη ποίηση, ένα ακόμα μεγαλύτερης αξίας επίτευγμα. Οπως ο ίδιος εντέλει λέει, όχι χωρίς κάποιον αυτοσαρκασμό, θα του ταίριαζε η ρήση του Νικηφόρου Βρεττάκου: «Είμαι ένας χωριάτης από την ύπαιθρο του σύμπαντος».

Η νέα έκπληξη λοιπόν από μεριάς του έρχεται με την έκδοση μιας δικής του διασκευής πάνω στην «Οδύσσεια» του Ομήρου. Δεν πρόκειται για μια απλή διασκευή, καθώς κρύβει μυστικά και όπλα που ενδεχομένως θα την καταστήσουν διαχρονικό ανάγνωσμα ενηλίκων και ανηλίκων, μπορεί δε και εξαιρετικό εκπαιδευτικό εργαλείο. Η αρχική ιδέα δεν ήταν δική του, ήταν του εκδότη Νώντα Παπαγεωργίου (Μεταίχμιο), που του έκανε παραγγελία μια «Οδύσσεια» με τα δικά του λόγια. Από κει και πέρα ο Γκανάς πέρασε τη δική του οδύσσεια, ένα δύσκολο ταξίδι δυόμισι χρόνων με διαβάσματα, γραψίματα, αμφιβολίες, εγκλωβισμούς και πισωγυρίσματα, που όμως κατέληξε και αυτό σε μια Ιθάκη. Το κείμενό του διατηρεί όλη τη βασική πλοκή του ομηρικού κειμένου. Χρησιμοποιεί όμως σημερινή γλώσσα, βάζει διαλόγους, το ζωντανεύει με τους τωρινούς τρόπους, κάνοντας μικρές παρεμβάσεις, ενίοτε και χιουμοριστικές, που έχουν χαρακτήρα κλεισίματος του ματιού στον σύγχρονο αναγνώστη, συσχετίζοντας έμμεσα το κείμενο με σύγχρονες καταστάσεις. Το κυριότερο όμως είναι ότι καταφέρνει και περνάει στο κείμενο με φυσικότητα, σαν να τους είχε γράψει ο ίδιος ο Ομηρος, πασίγνωστους στίχους από όλο το σώμα της νεοελληνικής ποίησης. Στη ραψωδία β, λ.χ., όταν ο Τηλέμαχος συγκαλεί συνέλευση για να καταγγείλει τους μνηστήρες της Πηνελόπης, λέει: «Τους ακούτε Ελληνες; Τους βλέπετε, πατριώτες μου, πολίτες της Ιθάκης; Και τι κάνετε γι’ αυτό; Τίποτε. Εχετε καταντήσει δειλοί, μοιραίοι και άβουλοι. Τι περιμένετε; Να γίνει κανένα θαύμα; Λυπάμαι. Λυπάμαι πολύ», όπου βέβαια η φράση «δειλοί, μοιραίοι και άβουλοι» είναι στίχος του Κώστα Βάρναλη. Ανάλογα παραδείγματα υπάρχουν πολλά. Το πιο ακραίο είναι στη ραψωδία λ, τη «Νέκυια», εκεί όπου ο Οδυσσέας κατεβαίνει στον Αδη και βρίσκει τον Τειρεσία. Ο Μιχάλης Γκανάς ξεκινάει τη ραψωδία με τη σχετική σκηνή από ένα κάντο του Εζρα Πάουντ, μεταφρασμένο από τον Γιώργο Σεφέρη: «Και τότε κατηφορίσαμε στο καράβι, / κυλήσαμε την καρένα στη θάλασσα τη θεοτική, / σηκώσαμε τ’ άλμπουρο και το πανί στο μελανό τούτο καράβι / και το φορτώσαμε μ’ αρνιά, φορτώσαμε μαζί και τα κορμιά μας / βαριά από δάκρυα, κι οι αγέρηδες ολόπρυμα / μας πήραν πέρα μακριά με το πρησμένο καραβόπανο, / της Κίρκης τούτη η τέχνη, της καλοχτένιστης θεάς. / Τότες καθίσαμε στην κουπαστή, κι ο αγέρας μάγκωνε το τιμόνι. / Ετσι ολάρμενοι, περνούσαμε το πέλαγο ως να τελειώσει η μέρα. / Αποκοιμήθη ο ήλιος, ίσκιοι σ’ ολάκερο τον ωκεανό, / και τότες μπήκαμε στα πιο βαθιά νερά / στις Κιμμέριες χώρες… / Ετσι λοιπόν…». Και συνεχίζεται η κανονική αφήγηση.

«Αρχικά η παραγγελία αφορούσε μια «Οδύσσεια» για παιδιά. Το ιδανικό όμως για μένα θα ήταν να τσακώνονται παιδιά και γονείς ποιος θα τη διαβάσει» λέει ο Μιχάλης Γκανάς στο «Βιβλιοδρόμιο». «Προσπάθησα να πλησιάσω τα παιδιά μολονότι μέχρι τώρα δεν είχα κάνει κάτι παρόμοιο και δεν ήμουν σίγουρος ότι ήξερα τον τρόπο. Πήγα προς τη μεριά τους αρκετά και με χιούμορ, χρησιμοποίησα επίτηδες και αναχρονισμούς. Λέει λ.χ. η Αθηνά στον Οδυσσέα ότι στριφογυρίζει σαν αρνί του Πάσχα ή αλλού τον αποκαλεί «τζόγια μου», σαν Επτανήσιο. Για τους στίχους των ποιητών βάλαμε κάποιες σημειώσεις στο τέλος, όχι όμως για όλους τους στίχους, ούτε με πολλές λεπτομέρειες για να μη βαρύνει το κείμενο. Θα έλεγα ότι αφέθηκα στο ένστικτό μου. Τα δικά μου παιδιά είναι μεγάλα πια και έχω τελευταία αποκτήσει και εγγόνια. Στόχος μου είναι να μη δυσκολευτούν τα παιδιά στην ανάγνωση και να έχουν κίνητρο να τη συνεχίσουν μέχρι τέλους».

Κάποιες στιγμές ο Μιχάλης Γκανάς δεν κρύβει ότι κόλλησε. Μεγάλο πεζό κείμενο δεν έγραψε ποτέ, ακόμα και η «Μητριά πατρίδα», που στα χέρια ενός κλασικού πεζογράφου θα γινόταν μυθιστορηματική τριλογία, δεν ξεπερνά τις εξήντα σελίδες! Οπότε η λύση ήρθε από την ποίηση. «Υπήρξε στιγμή που ήταν εμφανής η αμηχανία. Και τότε αφέθηκα στον στίχο, γιατί σε αυτό το πεδίο έχω εμπιστοσύνη στον εαυτό μου. Η μείξη αυτή, επιπλέον, δημιούργησε μια ταχύτητα με χαρακτηριστικά μοντάζ. Οσο πλησιάζουμε προς το τέλος πυκνώνουν τα στιχουργημένα κομμάτια (ανομοιοκατάληκτος δεκαπεντασύλλαβος) και καταλήγουν σε αναλογία ένα προς ένα. Ελπίζω αυτό να βοηθάει την έξοδο του βιβλίου που βγαίνει με φόρα. Αυτά τα στιχουργημένα κομμάτια είναι, για μένα, μια ένθετη ποιητική συλλογή. Είναι και μια πρόταση, ένα πείραμα, πώς είναι να μιλάει κανείς σήμερα σε δεκαπεντασύλλαβο».

Κάπου κάπου στο κείμενο υπάρχουν και φράσεις σε παρενθέσεις όπου ο Μιχάλης Γκανάς λέει δικά του πράγματα, εκτός πλοκής. Χαρακτηριστικό –και συγκινητικό –είναι το σημείο όπου ο Ομηρος αναφέρει μια γυναίκα από τη Σικελία που φροντίζει τον πατέρα του Οδυσσέα και ο Μιχάλης Γκανάς το σχολιάζει: «Ο Οδυσσέας έφθασε στο κτήμα του Λαέρτη / εκεί που ο πατέρας του ζούσε με λίγους δούλους / και μια σεβάσμια κυρά από τη Σικελία / που είχε τη φροντίδα του και τον γηροκομούσε / (Πρόσφυγας θα ‘τανε κι αυτή όπως και τόσες άλλες / που ήρθαν κι αναλάβανε παππούδες και γιαγιάδες)».

Ενα είναι βέβαιο, το βιβλίο αυτό είναι μεγάλη ευκαιρία να κάνει τα παιδιά να διαβάσουν Ομηρο («από τη γενιά μου και μετά δεν έχουμε καλή επαφή με τους αρχαίους» λέει ο Μιχάλης Γκανάς), χρειάζονται όμως, το δίχως άλλο, ικανοί και παθιασμένοι δάσκαλοι να γίνουν διαμεσολαβητές του. Ο ίδιος υπόσχεται ότι αν αξιωθεί θα επαναλάβει την προσπάθεια και με την «Ιλιάδα».

Κλισέ και μανιέρες

«Σε τρομάζειπόσο ίδιοι είμαστε»

Ο Μιχάλης Γκανάς συμβουλεύτηκε κυρίως τέσσερις μεταφράσεις: τις έμμετρες του Αργύρη Εφταλιώτη και του Ζήσιμου Σιδέρη, του Δ.Ν. Μαρωνίτη και ενός ανώνυμου σε πεζό. Αλλά θεωρεί ότι είμαστε ακόμη μακριά από τη μετάφραση εκείνη που θα κάνει έναν νέο άνθρωπο να πλησιάσει την «Οδύσσεια» ευχάριστα, χωρίς να βαρυγκωμά. «Γι’ αυτό πρέπει τη μετάφραση του Ομήρου να την κάνουν ποιητές. Κανένας ποιητής δεν αξιώθηκε να μεταφράσει τα έπη ώς τώρα. Δεν έχουμε λοιπόν κατάλληλη μετάφραση στα νέα ελληνικά. Ο Πάλλης μεταφράζει με λέξεις όπως «λευκόλαινος» και «κρουσταλλοβραχιονάτη». Πού θα πάει το παιδί να διαβάσει Ομηρο; Εδώ το ίδιο το ομηρικό κείμενο είναι καμιά φορά κουραστικό, καθώς ο Ομηρος πιάνει μια παρομοίωση και την κρατάει δύο σελίδες. Είναι μανιέρες κι αυτές που βοηθούν στη συγγραφή ολόκληρου έπους. Και υπάρχουν και κλισέ, δημιουργικά κι αυτά – οδηγούν το κείμενο σε μια περιοχή που λέει κάτι ενδιαφέρον. Πόσω μάλλον αν η μετάφραση δεν είναι σε σύγχρονη γλώσσα. Κάποιες στιγμές λοιπόν οι μεταφράσεις του ένιωσα να με κουράζουν και εντέλει ήρθα πιο κοντά στο ομηρικό κείμενο πιο πολύ δουλεύοντάς το παρά διαβάζοντάς το. Σε αποζημιώνει, βέβαια, το γεγονός ότι όλη η ανθρώπινη ύπαρξη είναι εκεί μέσα. Γι’ αυτό μου έρχονταν εύκολα οι αναχρονισμοί. Σε τρομάζει το πόσο ίδιοι είμαστε με περιγραφές του 8ου αι. π.Χ. που περιγράφουν γεγονότα του 13ου αι. π.Χ. Ο ψυχισμός, η ζαβολιά, το κακό δεν έχουν αλλάξει καθόλου από τότε».

Αναφερόμενος στη σύγχρονη ποίηση, ο Μιχάλης Γκανάς λέει ότι ο ποιητής που τον έχει επηρεάσει βαθύτατα και αγαπά είναι ο Γιώργος Σεφέρης. «Ο Σεφέρης είναι ο γκουρού μου» λέει. «Το καλύτερο δοκίμιο, τρόπον τινά, που έχω διαβάσει είναι οι “Δοκιμές” του Σεφέρη». Επανερχόμενος ωστόσο στον Ομηρο, θυμάται και μια ρήση του Καστοριάδη, που ίσως και να είναι επίκαιρη τώρα με τις αντιπαραθέσεις για τα Θρησκευτικά, κυρίως όμως δείχνει τη σημασία του έργου του Ομήρου ως ιδρυτικού κειμένου ενός πολιτισμού που δημιουργήθηκε κατόπιν και απέκτησε παγκόσμια σημασία. «Τα ομηρικά έπη», λέει ο Καστοριάδης, «αν και διαμόρφωσαν την Ελλάδα, δεν ήταν κείμενο εξ αποκαλύψεως, ούτε ιερό. Ηταν κείμενο ποιητικό». Και επίσης: «Στην αρχαία Ελλάδα η θρησκεία είναι πολύ σημαντική, τμήμα των θεσμών της πόλεως, άρα των πολιτικών θεσμών. Αλλά ακριβώς είναι τμήμα τους, δεν είναι ποτέ η πηγή τους».

Τυχαίο;

Αξιοσημείωτες είναι και οι σκαμπρόζικες εισαγωγές που έχει φτιάξει ο Μιχάλης Γκανάς σε κάθε ραψωδία, πέντε – έξι αράδες κάθε φορά, σε χωριστή σελίδα, που δίνουν μια μικρή ιδέα του τι πρόκειται να επακολουθήσει. Πριν από τη ραψωδία α, λ.χ., στην αρχή αρχή του έπους, λέει: «Ανδρα μοι έννεπε, μούσα, πολύτροπον: Αρχίζει η Οδύσσεια! Η Αθηνά εξασφαλίζει την επιστροφή του Οδυσσέα στην Ιθάκη ενώπιον του συμβουλίου των θεών. Ελειπε, βέβαια, ο Ποσειδώνας. Τυχαίο;».

Και στη λ: «Ο Οδυσσέας κατεβαίνει στον Αδη. Βρίσκει τον Τειρεσία που του μαντεύει πολλά βάσανα μέχρι να φτάσει στην Ιθάκη, ολομόναχος. Βλέπει τη μάνα του, πάει να την αγκαλιάσει και πιάνει αέρα…».

Μιχάλης Γκανάς

Ομήρου Οδύσσεια

(διασκευή)

Εκδ. Μεταίχμιο, 2016, σελ. 272

Τιμή: 13,30 ευρώ

Το βιβλίο κυκλοφορεί στις 17 Οκτωβρίου