Κατ’ αρχάς έπραξε άριστα ή, μάλλον, άγια η εκδότρια Γιώτα Κριτσέλη να εκδώσει, σχεδόν πέντε χρόνια μετά τον θάνατο του ποιητή, πεζογράφου και μεταφραστή Αργύρη Χιόνη, το βιβλίο διηγημάτων του «Εχων σώας τας φρένας και άλλες τρελές ιστορίες». Διηγήματα που της είχε παραδώσει, όσα τουλάχιστον είχε προλάβει να ολοκληρώσει, ο δημιουργός των «Εσωτικών τοπίων» και του «Ακίνητου δρομέα» το φθινόπωρο του 2011 (πέθανε ανήμερα τα Χριστούγεννα της ίδιας χρονιάς). Καθώς στο βιβλίο διαβάζουμε και κάποια μη ολοκληρωμένα διηγήματα που η φροντίδα και οι σημειώσεις της ίδιας της εκδότριας, ως επιμελήτριας πια φιλοδοξούν να κάνουν απρόσκοπτη την ανάγνωσή τους.

Εχει τη μικρή του ιστορία στον χώρο της λογοτεχνίας ο Αργύρης Χιόνης με τα έντεκα ποιητικά του βιβλία (δώδεκα αν υπολογίσουμε μια συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του το 2006 με τον τίτλο «Η φωνή της σιωπής»), με τα έξι πεζογραφήματά του και με τις πάμπολλες μεταφράσεις του, που για μας τους παλαιότερους και συνομηλίκους του κάνει να ηχούν ως μυθικά τα ονόματα χαμένων πια εκδοτικών οίκων όπως Δωδέκατη Ωρα, Αρίων, Εγνατία κ.ά. Με ένα σωρό ανάκατες, σχεδόν σβησμένες πια μνήμες να ξεπροβάλλουν από το βάθος της δεκαετίας του ’60 και των αρχών της δεκαετίας του ’70, συνδυασμένες άλλοτε με πρόσωπα όπως ο εντελώς και άδικα λησμονημένος πεζογράφος Φώντας Κονδύλης και άλλοτε με χώρους, χωρίς να μπορείς να διακρίνεις αν η πιο ισχυρή γοητεία είναι αυτή των μπουάτ της Πλάκας ή των καναλιών του Αμστερνταμ. Αν θα χρέωνε κανείς ένα μεγάλο λάθος τόσο στον συγγραφέα όσο και στην εκδότρια – επιμελήτρια, είναι το γεγονός ότι ένα διήγημα δεν διαβάζεται ποτέ ή δεν γίνεται σημαντικότερο όταν συνοδεύεται από ένα πλήθος σημειώσεων που διευκρινίζουν, υποτίθεται, σημεία του ασαφή ή σκοτεινά. Οσο και αν δεν είναι σωστό να ανοίγει κανείς λογαριασμούς με συγγραφείς που έχουν πεθάνει και επομένως αδυνατεί να συνομιλήσει μαζί τους, ποιος ο λόγος ένας επιμελέστατος εκδότης να συνεχίζει την τακτική του δημιουργού που έχει φύγει, καθώς οι λεπτομερείς του σημειώσεις θολώνουν την προοπτική των διηγημάτων, χωρίς επιπλέον να προσθέτουν το ελάχιστο σε όση δύναμη υποτίθεται ότι τους λείπει.

Με δύο τρόπους

Κακά τα ψέματα. Τα διηγήματα –όπως και κάθε κείμενο –δεν διαβάζονται με δύο τρόπους. Με τον έναν τρόπο να συναρτάται με την απόλαυση που σου δίνουν τα διηγήματα με την αφηγηματική τους εντέλεια, και με έναν δεύτερο τρόπο να θέλει ένα προκαταβολικό αίσθημα επιείκειας να παροπλίζει την αναγνωστική απόλαυση ως στοιχείο δευτερεύουσας σημασίας. Ούτε μπορεί να συνδράμει αθωωτικά η φράση του οπισθόφυλλου όσον αφορά τα διηγήματα του «Εχων σώας τας φρένας και άλλες τρελές ιστορίες»: «Τα διηγήματα, γραμμένα με παιγνιώδη και ενίοτε παρωδιακή διάθεση, ακολουθούνται από σημειώσεις οι οποίες εντάσσονται αφηγηματικά στο κείμενο με τρόπο που θυμίζει κάποτε τον Μπόρχες». Αν οι σημειώσεις –τουλάχιστον σε όσα διηγήματα είχε προλάβει να παραδώσει ολοκληρωμένα ο Χιόνης –ήταν δυνατόν να ενταχθούν στο κείμενο, θα είχαν ήδη ενταχθεί και δεν θα διαβάζονταν ως ανεξάρτητα κομμάτια. Τόσο περισσότερο που πραγματολογικές οι σημειώσεις στο μεγαλύτερό τους ποσοστό, θα έλεγες ότι υπονομεύουν μια σύνθεση με σαφή πρόθεση και παρά τον ειρωνικό της χαρακτήρα να ασκεί μια αδιάπτωτη, αν και ποικιλόχρωμη, γοητεία. Οσον αφορά τώρα την επίκληση του Μπόρχες, μάλλον αδικεί τον Χιόνη η έστω και αμυδρή σύγκριση με έναν δημιουργό που, για έναν εξαιρετικά πρωτότυπο τρόπο γραφής, υπήρξε ο ίδιος ο εμπνευστής και ο αναντικατάστατος, χωρίς προηγούμενο και χωρίς επόμενο, διαχειριστής του.

Προϋποθέτει ένα είδος ασέβειας προς τον αναγνώστη –ακόμη και τον πιο καλλιεργημένο και φανατικό -, ενώ διαβάζει ένα διήγημα, να διακόπτει και να ανατρέχει στις σελίδες των σημειώσεων σαν να διαβάζει μια επιστημονική πραγματεία ή ένα φιλοσοφικό δοκίμιο. Αν μάλιστα διαβάσει ο ίδιος πάντα καλλιεργημένος και φανατικός αναγνώστης τις σημειώσεις, ενώ θα έχει ολοκληρώσει την αδιάκοπτη ανάγνωση του διηγήματος, τις διαβάσει δηλαδή μαζεμένες, θα αισθανθεί το διήγημα να αυτοκαταγγέλλεται ως ανάπηρο.

Η βεντέτα

Μια πρόχειρη απόδειξη το διήγημα «Το απομεσήμερο ενός φαύνου». Ενα διήγημα που παρά τη συντομία του θα διαβαζόταν ως ιδιαίτερα ευρηματικό και αποκαλυπτικό (τη συνεύρεση του γερασμένου κριτικού με τη νεαρή ποιήτρια τη μετέρχεται με τόσο πρωτότυπο τρόπο ο Χιόνης), τώρα με τις σημειώσεις να κάνουν λόγο για τον Μαλαρμέ, ο οποίος έγραψε ένα ποίημα με τον ίδιο ακριβώς τίτλο, ή για τον Ντεμπισί που συνέθεσε το συμφωνικό ποίημα «Πρελούδιο στο απομεσήμερο ενός φαύνου», αναρωτιέσαι τι γύρευε ο Αργύρης Χιόνης σε ένα χωράφι ήδη καλλιεργημένο με τόσο ανεπανάληπτο τρόπο, ώστε οποιαδήποτε άλλη σπορά να φαντάζει –έστω κι αν δεν συμβαίνει πάντα –πολύ αχαμνής απόδοσης. Μια δεύτερη απόδειξη το διήγημα «Cavalleria cretese», με το πρόβλημα να εστιάζεται τώρα στη σύνθεση του ίδιου του διηγήματος. Ετσι όπως η εξαιρετική ιστορία μιας παραλίγο κρητικής βεντέτας να φαίνεται πως γράφτηκε προκειμένου να εικονογραφηθεί το τραγούδι το γραμμένο από τον Νίκο Γκάτσο και μελοποιημένο από τον Μάνο Χατζιδάκι «Ο Γιάννης ο φονιάς». Ή για να υπάρξει μέσα στο ίδιο το διήγημα (βρίθει πραγματολογικών στοιχείων ενταγμένων όμως σε μια ομαλή μυθοπλαστική ανέλιξη) η μνεία ότι ο συγγραφέας το ενεπνεύσθη σε ένα ταξίδι του στα Χανιά, το οποίο έγινε με την ευκαιρία μιας εκδήλωσης οργανωμένης προς τιμήν του από τη Δημοτική Βιβλιοθήκη της πόλης και από την Εταιρεία Θεάτρου Μνήμη.

Ετσι η αναφορά σε τόσο λαμπερά ονόματα του διεθνούς πνευματικού και καλλιτεχνικού προσκηνίου, ή σε περιστατικά που όσο και αν λογαριάζονται σημαντικά δεν φαίνονται απαιτητά από τη συλλογική μνήμη, σε μια προοπτική ελάχιστων ακόμη χρόνων, αδυνατίζει δραματικά το αφηγηματικό υπόβαθρο ιστοριών που θα έλαμπαν χωρίς καμία έξωθεν υποστήριξη. Τελικά φαίνεται να είναι το είδος του διηγήματος που κάνει ένα επεξηγηματικό σχόλιο να λειτουργεί ή να μη λειτουργεί εις βάρος του, αφού σε δυο άλλα διηγήματα, στο «Τριακοστό πέναλτι» και στο «Πώς χτίζεται ένα σπίτι», συνοδευόμενα, είναι αλήθεια, από πολύ λιγότερες διασαφηνίσεις –το πρώτο μάλιστα μόνο από μία -, δεν χρειάζεται καν να τις λάβεις υπόψη. Οσον αφορά το δεύτερο, το «Πώς χτίζεται ένα σπίτι», χρειάζεται πραγματικά τεράστιο συγγραφικό σθένος –και ο Αργύρης Χιόνης φαίνεται να το διαθέτει συμπαγές και ακατάβλητο –να υπηρετείς ως μεταφραστής τη δεκαετία του ’80 στην ΕΟΚ (τη μετέπειτα Ευρωπαϊκή Ενωση), στις Βρυξέλλες, την εκ των πραγμάτων αναγορευμένη σε μητρόπολη των γραφειοκρατικών μηχανισμών και να μην κάνεις την παραμικρή έστω νύξη για την εμπλοκή σου σε αυτούς. Αντίθετα, όλες οι αλλαγές του ψυχισμού σου αλλά και η οργάνωση της ζωής σου να γίνονται σε σχέση με τη γάτα σου, τη βαφτισμένη επιπλέον με το όνομα της συζύγου ενός πρώην προέδρου της Δημοκρατίας!

Αργύρης Χιόνης

Εχων σώας τας φρένας και άλλες τρελές ιστορίες

Εκδ. Κίχλη 2016, σελ. 208

Τιμή: 14 ευρώ